Έτρεχε η Λεωνή στην Λεβιδίου, προσέχοντας μη γδάρει τα πέδιλα της στις κοφτερές πέτρες του δρόμου. Την Λεβιδίου που γινόταν ένα με την μεγάλη αλάνα που την έκοβε στην μέση πριν το αντάμωμα με την Δημοσθένους και καταλήξει στο στένεμα της Πλάτωνος.
Το ολόγιομο φεγγάρι , μια ανάσα πάνω από το κεφάλι της, προσπαθούσε να προλάβει την αγωνία της. Η αγωνία της ,του έκλεβε το φώς του. Δεν μπορούσε να φωτίσει την από χώμα πλατεία. Κάτι γινόταν, κάτι …που άλλαζε τις συνήθειες σε αυτήν την γειτονιά.
Όσο πλησίαζε, στο άνοιγμα, ασυνήθιστη βαβούρα που ξέσκιζε την βοή στα αυτιά της Λεωνής των δεκαοκτώ χρόνων. Ήθελε να φτάσει στο μικρό φτωχικό πάνω στην αλάνα σπίτι, στο σπιτάκι με τον κήπο , με τα δύο δωμάτια από πλίθρα, στην πλάτη της Τριπόλεως.
Φωνές από το βάθος που έγιναν κουβάρι, και ένα χέρι παγωμένο της χάιδεψε την πλάτη. Την ανατρίχιασε και την γονάτισε, την γονάτισε στα πόδια της μάνας, στα πόδια της μάνας που θα έντυνε γαμπρούς εκείνο το βράδυ , τα δύο μονάκριβα παλικάρια της, των αγαπημένων φίλων της.
Τον μεγάλο, 20 ετών, μια μέρα πριν παρουσιαστεί φαντάρος, και τον άλλον τον μικρό , τον Θεμιστοκλή, που πήγε με το αδέλφι του , παρέα , να γιορτάσουν , το τελευταίο βράδυ της ελευθερίας του « μεγάλου αδελφού» .Το παρακαλούσε να τον κεράσει, σε έναν κέντρο που θα πήγαιναν, με την μηχανή του.
Το κακό δεν τους προσπέρασε, τους έριξε κάτω και δεν τους ξεχώρισε. Και πήγε , το αθεόφοβο να κάνει επίσκεψη στην μάνα, που την βρήκε εκείνο το βράδυ , στο μικρό σπίτι πάνω στην μικρή αλάνα.
Το κακό που αντάμωσε τους αγαπημένους της την έκανε να βουβαθεί, την τρέλανε , της ρούφηξε το βλέμμα. Η Λεωνή κοίταζε την μάνα Ειρήνη, που το νοιώθες , ότι είχε ξεχάσει που βρισκόταν. Είχε κατέβει , η δυστυχισμένη , με το μυαλό της και εκείνη βαθιά στην γη με τα παλικάρια της, εκεί που δεν φτάνει η βοή του κόσμου.
Στην ανοικτή εξώπορτα, ανοικτή σε χαρά και σε λύπη, ο πατέρας , τοποθέτησε τα σημάδια της θλίψης. Ήρθε και η αστυνομία, για να ξεμπερδέψει γλυκά , την θέληση της μάνας που ζητούσε το ακατόρθωτο.
Η γειτονιά, στο πόδι , αγκάλιαζε το παγωμένο βλέμμα της Ειρήνης , της μάνας, την χάιδευε, αλλά παρηγοριά κενή, άδεια για τον « μεγάλο» και τον μικρό, τον Θεμιστοκλή.
Στην μικρή χωμάτινη αλάνα, που σήμερα είναι το μικρό πάρκο μας , ιστορίες που σημάδεψαν χρόνια δύσκολα, χρόνια που η γειτονιά είχε καρδιά, και είχε μάθει να χτυπά δυνατά σε γιορτή σε πόνο.
« Μνήμες της μητέρας μου από την παλιά γειτονιά »
Γεωργία Π. Ξάνθη.