H υπαίθρια γλυπτοθήκη της Αθήνας και το άμουσον των Αθηναίων
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 04/01/2004 ΤΟ ΒΗΜΑ
Ν.ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Για όσους νοιάζονται για την Αθήνα - στην πραγματικότητα πολύ λίγοι, αφού ακόμη και οι άρχοντές της βολεύονται μέσα στην αναρχία της τερατώδους πόλης - το βιβλίο Τα γλυπτά της Αθήνας, Υπαίθρια Γλυπτική 1834-2004 της Ζέττας Αντωνοπούλου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποταμός, δεν είναι απλώς ένα χρήσιμο εργαλείο - ένα είδος repertoire της υπαίθριας γλυπτοθήκης της πρωτεύουσας - αλλά και μια σημαντική μαρτυρία για τα βίαια πάθη αυτής της πόλης. Στους περίπου δύο αιώνες του σύγχρονου βίου της, στους δύο αιώνες της ζωής της ως πρωτεύουσας, η Αθήνα ευτύχησε να αποκτήσει πολλά γλυπτά, παρ'όλο που σήμερα τα περισσότερα είναι χαμένα μέσα στην άμουση ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης. Τα περισσότερα από αυτά τα γλυπτά έχουν βανδαλιστεί άγρια, θύματα άλλοτε μιας ηθικιστικής στάσης, άλλοτε μιας κοντόφθαλμης πολιτικής διαμαρτυρίας, αλλά και επίσης θύματα της αβελτηρίας (της πνευματικής νωθρότητας) των αρμοδίων που υποτίθεται ότι είναι υπεύθυνοι για τη διατήρησή τους και τη συντήρησή τους.
Πάρτε για παράδειγμα τους πολυβανδαλισμένους ανδριάντες των Προπυλαίων του Πανεπιστημίου, τους ανδριάντες του Ρήγα Φεραίου, του Αδαμάντιου Κοραή, έργα του Ιωάννη Κόσσου (1822-1875), και του Πατριάρχη Γρηγορίου E', έργο του Γεωργίου Φυτάλη (1831-1909). Εχουν κηλιδωθεί με μαύρα και κόκκινα χρώματα, έχουν ακρωτηριασθεί, έχουν επικαλυφθεί με σημαίες· σε κάθε κατάληψη του Πανεπιστημίου (η τελευταία πριν από λίγες ημέρες) οι τρεις ανδριάντες είναι οι ευκολότεροι στόχοι. Και έχει ενδιαφέρον ότι ο πιο βανδαλισμένος από τους τρεις είναι αυτός του Κοραή, που ακόμη και ιδεολογικά, ως εκπρόσωπος των ελληνικών φώτων, θα έπρεπε να είναι ο πιο συμπαθής. Εκτός αν οι διαμαρτυρόμενοι τον ταυτίζουν με τη Δύση.
Μεγάλη ιστορία βανδαλισμών έχει ο Ξυλοθραύστης, το ολόσωμο μαρμάρινο άγαλμα του γυμνού άνδρα που βάζοντας όλη τη δύναμή του στα χέρια προσπαθεί να κόψει ένα ξύλο. Είναι έργο του Δημητρίου Φιλιππότη (1829-1919) και σήμερα είναι τοποθετημένο στο Ζάππειο, απέναντι από τον Αρδηττό, ενώ από το 1908 ως το 1958 έστεκε στη λεωφόρο Αμαλίας, στη μικρή πλατεία πίσω από τη Ρωσική Εκκλησία, που είχε ονομαστεί προσωρινά πλατεία Ξυλοθραύστη. Σήμερα θεωρείται ένα γλυπτό αγαπητό, αλλά το 1910 είχε κατασπιλωθεί με κόκκινο χρώμα, το 1912 είχε ακρωτηριαστεί για λόγους σεμνοτυφίας και το 1914 είχε λιθοβοληθεί. Τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να πούμε ότι η Αθήνα τότε και τώρα αντιδρά με τα ίδια ηθικιστικά αντανακλαστικά. Τότε ακρωτηρίαζε τον Ξυλοθραύστη, τώρα ζητεί να κατέβει ένα «βέβηλο» έργο από μια έκθεση μοντέρνας τέχνης.
Οι κάτοικοι της περιοχής Κυπριάδου ίσως έχουν προσέξει μέσα στα φυλλώματα της πλατείας Ροστάν ή Νικολοπούλου το ρομαντικό ολόσωμο μαρμάρινο άγαλμα της Εύας, όρθιας και γυμνής τη στιγμή που δελεάζεται από τον απαγορευμένο καρπό, έργο του Γρηγόρη Ζευγώλη (1886-1930). Το γλυπτό αυτό έχει υποστεί τους βανδαλισμούς του χρόνου. H διάβρωση έχει αλλοιώσει τη μύτη, τα δάχτυλα των ποδιών, τα δάχτυλα των χεριών και τα νύχια καθώς και το κεφάλι του φιδιού. Ορατά είναι επίσης και τα σημάδια ενός βίαιου καθαρισμού.
O Εφηβος του Θανάση Απάρτη (1899-1972), ολόσωμο άγαλμα από επιχρυσωμένο ορείχαλκο (ελάχιστα ίχνη της επιχρύσωσης έχουν απομείνει σήμερα), από το 1988 εκθέτει τη λιτή γύμνια του στην οδό Καλλιρρόης, στην άλλοτε όχθη του Ιλισού ποταμού. Το έργο είχε τοποθετηθεί το 1940 από τον Δήμο Αθηναίων στο αλσύλλιο της Σχολής Ευελπίδων, στη Μουστοξύδη. Από 'κεί το περισυνέλεξε σε αθλία κατάσταση η Εθνική Πινακοθήκη και το συντήρησε. Το 1988 επανατοποθετήθηκε στην πόλη, στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα. Εχει όμως ακρωτηριασμένα τα γεννητικά του όργανα και έξι τρύπες από σφαίρες στον κορμό του, προφανώς φθορά κατά την περίοδο της Κατοχής, αφού και τα αγάλματα έχουν εχθρούς (ίσως περισσότερους από τους ζωντανούς ανθρώπους).
Από τα σημαντικότερα γλυπτά της Αθήνας είναι το σύμπλεγμα από γαλβανισμένο μπρούντζο, «Θησεύς σώζων την Ιπποδάμειαν», έργο του γερμανού γλύπτη Γιοχάνες Πφουλ. Το χάλκινο σύμπλεγμα είχε τοποθετηθεί το 1924 στην πλατεία Συντάγματος και το 1938 τοποθετήθηκε στην πλατεία Βικτωρίας, τότε πλατεία Κυριακού. Πρόκειται για σπάνιο έργο, μεγάλης αισθητικής αξίας, που δυστυχώς αντιμετωπίζει στατικά προβλήματα αλλά και προβλήματα φθοράς.
Περιττό να γράψουμε πόσες φορές έχουν βανδαλιστεί οι φανοστάτες της πλατείας Εξαρχείων και της πλατείας του Αγίου Γεωργίου της Κυψέλης· προφανώς θύματα μιας κοινωνικής οργής. Περιττό να γράψουμε πόσες φορές έχει αφαιρεθεί το σπαθί από τον ορειχάλκινο ανδριάντα του Μακρυγιάννη, έργο του Γιάννη Παππά, στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Περιττό να γράψουμε πόσο έχει κακοποιηθεί η ορειχάλκινη προτομή της Ελλης Λαμπέτη στον πεζόδρομο της οδού Δελφών.
Το παράδοξο είναι ότι τις περισσότερες φορές δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ποια ακριβώς είναι τα κίνητρα των βανδάλων. Αν πρόκειται για τον ανδριάντα του Τρούμαν, η απάντηση είναι αυτονόητη και εύκολη. Αλλά γιατί να αποκεφαλιστεί το Κατσίκι του γλύπτη Μαρτέν (ψευδώνυμο του K. Μάρτη, 1914-1993), αυτό το ατίθασο γλυπτό στον λόφο του Φιλοπάππου; Και γιατί να αποκεφαλιστεί η ορειχάλκινη «Γυναίκα μετά τον μόχθο», έργο της Μαρίας Παπακωνσταντίνου στην πλατεία Μαβίλη;
Οι βανδαλισμοί των έργων τέχνης στους υπαίθριους χώρους δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Τα γλυπτά είναι τα πρώτα θύματα της κοινωνικής διαμαρτυρίας, ιδιαίτερα τα γλυπτά που αποτελούν σύμβολα της εξουσίας ή εξουσιών. Οπως και να 'ναι, ο βανδαλισμός των αγαλμάτων δεν παύει να δείχνει πέρα από βαρβαρότητα και τη ζωντανή σχέση μας με την τέχνη.