Ο Εντμόντ Αμπού είναι ένας από τους πρώτους συγγραφείς που αναφέρεται στις άμαξες των Αθηνών του 1854,
τις οποίες περιγράφει με μελανά χρώματα στο βιβλίο του "Η Ελλάδα του Όθωνος".
Συγκεκριμένα αναφέρει: "Οι άμαξες δεν σπανίζουν στην Αθήνα και βρίσκεις άφθονες για την πόλη και για την ύπαιθρο. Είπα πιο πάνω ότι η εξοχή βρίσκεται σε τέσσερις λεύγες (Ο Αμπού εδώ σαφέστατα υπονοεί την Κηφισιά η οποία όπως ήδη αναφέρθηκε, απείχε από την Αθήνα τέσσερις λεύγες) από την πόλη. Τίποτα δεν είναι πιο άχαρο απ αυτά τα κακομοίρικα αμαξάκια της Αθήνας, τα μισοδιαλυμένα, κακοσυντηρημένα και ακάθαρτα. Σπάνια έχουν τζάμια και δεν ξέρω αν έχουν τέσσερις ρόδες. Τα βρίσκεις συγκεντρωμένα όλα σε μια λασπερή πλατεία που λέγεται Πλατεία των αμαξών. Δεν είναι εύκολο να διαλέξεις αμάξι, τόσο πολύ σε τραβολογούνε και σε πολιορκούν οι αμαξάδες. Παζαρεύεις το αγώγι με αυτούς τους κυρίους: η αστυνομία δεν έχει ορίσει τιμολόγιο. Πας στον Πειραιά με μιάμιση δραχμή ή με εξήντα δραχμές κατά περίσταση. Τα άλογα των αμαξών είναι πολύ άσχημα. Αλλά δεν αφήνουν ποτέ τον καλπασμό".
Η ύπαρξη του μετζίλ στην Κηφισιά όπως αναφέρει ο Τσελεμπή, πιθανόν να ευνόησε την ευρεία χρήση των αμαξών για τη μετάβαση ανθρώπων και τη μεταφορά ταχυδρομείου και προιόντων στην Αθήνα (έδρα καζά).
Οι συχνές επισκέψεις του Όθωνα και πολλών διακεκριμένων οικογενειών στην Κηφισιά, ίσως να επέβαλαν την τακτική επικοινωνία και πιαθανόν σε αυτό το πλαίσιο να ιδρύθηκε ταχυδρομείο, το οποίο θα συνέδεε την Κηφισιά με την Αθήνα.
Ίσως στις εγκαταστάσεις του ταχυδρομείου περί το 1887, να χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα το τηλέφωνο, το οποίο συνέδεσε την Κηφισιά με την Αθήνα.
Ο Ραγκαβής απέστειλε από το Βερολίνο στον Γεώργιο Α'μια συσκευή, την οποία ο ίδιος ονόμασε "ο τηλέφωνος". Η επιστολή βρίσκεται - πιθανόν όχι τυχαία - στον σχετικό φάκελο της Κηφισιάς στα Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Πριν από τη σιδηροδρομική σύνδεση της Αθήνας με την Κηφισιά, οι Αθηναίοι πραγματοποιούσαν τις επισκέψεις τους στο καταπράσινο τότε χωριό της Κηφισιάς με άμαξες (μόνιππα) που, σαν βάρκες στη στεριά, κλυδωνίζονταν στους ανώμαλους και σκονισμένους δρόμους.
Ο μοναδικός δρόμος που οδηγούσε στην Κηφισιά ήταν η Λεωφόρος Μαραθώνος, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Λεωφόρο Κηφισιάς. Η διαδρομή από την Αθήνα κρατούσε μία έως μιάμιση ώρα. Η κατάσταση της συγκοινωνίας με την Κηφισιά περιγράφεται με τον ακόλουθο γλαφυρό τρόπο στην εφημερίδα "Εθνοφύλαξ":
"Η λεγόμενη εταιρία της κοινότητος Κηφισιάς, η συγκροτήσασα, τακτικών και ακριβή δήθεν αμαξιτήν συγκοινωνίαν με τας Αθήνας, προς ευκολίαν των πολιτών, χρησιμεύει μάλλον ώς μάστιξ και τιμωρίαν αυτών. Αγυρτία και παραλυσία, εγείρονται οι πολίται πρωίας, διά ν'αναβώσιν εις Κηφισσίαν περιμένουν τον διευθυντήν και προμηθευτήν εισιτηρίων εν τω ζαχαροπλαστείω κ. Γιαννοπούλου ίνα λάβωσι εισιτήρια, αλλ'ούτος κοιμάται νύδημον και βαθύν. Σήμερον πρωίας αντί του μεγάλου λεωφορείου ανεχώρησε μικρά άμαξα με 2 μόνον επιβάτας, διότι οι άλλοι δεν είχον τον διευθυντήν να λάβωσι εισιτήρια, ο ρωμιός δε αμαξάς πολών άκρα τιμιότητα δεν εδέχετο τους επιβάτες προπληρώνοντας τ΄αμαξάτικα δια τας λοιπάς κενάς θέσεις, βιαζόμενος δε ν΄απέλθη εις την δροσεράν Κηφισσιάν αφήκε τον ράπτην επιβάτην Γ. Καραμανλή με πληρωμένο εισιτήριο 161, την Ελένη Πολυχρονίου προπληρώσασαν αφ'εσπέρας, δια να μεταβή πρωίας, διότι αύριον, τη είπον ήθελον τη δόσει το εισιτήριον! Επερίμενεν ο δυστυχής αλλ'ο διευθυντής εκοιμάτο βαρουχίαν, εις υπηρέτης βεβαιοί την πληρωμήν, αλλ'ο αμαξάς δεν την παραλαμβάνει, βιάζεται δια την Κηφισσιά του μένει έτσι η δυστυχής, και τα έχουσιν λίαν κατεπείγουσαν ανάγκην. Και άλλα πολλά έμειναν μη όντος του διευθυντού να τοις δώση εισιτήρια. Άρα η αστυνομία δεν έχει καθήκον να περιστείλη τας τοιάυτας ατοπίας και βασάνους των πολιτών;"
Το πρώτο λεωφορείο της Κηφισιάς (Αρχείο Θ. Πελεκάνου)
Το στέκι των αμαξάδων στην Κηφισιά ήταν η περιοχή του Πλατάνου. Τα δρομολόγια που ακολουθούσαν δεν περιορίζονταν μόνο στα όρια του δήμου, αλλά έφταναν και στις γειτονικές περιοχές.
Οι επιβάτες χρησιμοποιούσαν τις άμαξες για πικοίλους λόγους, για τη μεταφορά τους, τους ρομαντικούς περιπάτους, για τη συμμετοχή τους σε τελετές (γάμους, βαπτίσεις) κλπ. Τα αμαξάκια ήταν τα ταξί της εποχής. Παλαιότερα όταν κάποιος έβλεπε στους δρόμους της Κηφισιάς άμαξα, προσπαθούσε να μαντέψει ποιοί την είχαν ενικοιάσει.
Οι αμαξάδες θεωρούσαν το άλογο μέλος της οικογένειάς τους. Όταν τελείωνε το αγώγι και γύριζαν σπίτι, το σκούπιζαν με μια πετσέτα, αν ήταν ιδρωμένο, και στη συνέχεια το σκέπαζαν με μια κουβέρτα για να μην κρυώσει. Το πρωί, όταν έζευε ο αμαξάς το άλογο, του έδινε ένα κομμάτι ζάχαρη.
Η άμαξα είχε έναν στεγασμένο χώρο για τους επιβάτες. Ήταν στολισμένη με γαλάζιες χάντρες, κορδέλες και λουλούδια δίπλα στον αμαξά. Οι Κηφισιώτες αμαξάδες ίδρυσαν το Σωματείο Αμαξοκαραγωγέων, το οποίο υπάρχει μέχρι και σήμερα. Γύρω από τους αμαξάδες υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος επαγγελματιών, όπως οι αλμπάνηδες (πεταλωτές), οι καροποιοί, οι σανοπώλες κ.ά.
Σταδιακά όμως από τη δεκαετία του 1920 έκαναν την εμφάνισή τους τα πρώτα μικρά λεωφορεία, τα οποία εκτελούσαν το δρομολόγιο Κηφισιά-Αθήνα. Σχεδόν παράλληλα εμφανίστηκαν και τα ταξί. Η είσοδος των μέσων μαζικής μεταφοράς των πολιτών σταδιακά εκτόπισε τα μόνιππα.
Από το 1922 (Ν. 1958) αποφασίστηκε η συστηματική ανάπτυξη των μόνιμων και ημιμόνιμων οδοστρωμάτων για λόγους εξυπηρέτησης των οχημάτων.
Συνολικά στρώθηκαν με άσφαλτο 46 οδοί, μια από τις οποίες ήταν και η Λεωφόρος Αθηνών - Κηφισιάς.
Σήμερα η άμαξα αποτελεί σύμβολο μιας ρομαντικής εποχής. Οι αμαξάδες ανταποκρίνονται στο κάλεσμα κάποιας νύφης για την μεταφορά της στην εκκλησία. Στη θέα τους οι Κηφισιώτες νοσταλγούν τον παλιό καλό καιρό με τις βόλτες στους καταπράσινους και ήσυχους κήπους της Κηφισιάς.
Πηγή: "ΚΗΦΙΣΙΑ: Όψεις της Ιστορίας της πόλης και του Δήμου - αρχειακά τεκμήρια", εκδόσεις "Ελληνικές Εκδόσεις Α.Ε.", 2005.
Άμαξα επί της οδού Όθωνος
Η αρχή της ουράς με τα αμαξάκια στον Πλάτανο (Ηρώδου Αττικού) λίγο πριν τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο (Αρχείο Μ.Ε. Τσιρώνη)
Τα αμαξάκια στην Κηφισιά τη δεκαετία του 1950 (φωτ. Δημήτρη Παπαδήμα, Φωτογραφικό Αρχείο ΕΛΤΑ)
H πλατεία Πλατάνου με τον γεροπλάτανο το 1928 (Αρχείο Μουσείου ΕΡΤ - Φωτογραφικό αρχείο Π. Πουλίδη)
Ένα ενδιαφέρον ρεπορτάζ σχετικά με τους εναπομείναντες αμαξάδες στην Κηφισιά είχε παρουσιάσει η εφημερίδα "Κηφισιά" και η κα Μαρία Καρδαρά, σε φύλλο που είχε κυκλοφορήσει τον Απρίλη του 2010 με τίτλο "Καροτσέρι τράβα..." με αφορμή την "Ημέρα Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς" (18/4), το οποίο και σας παραθέτουμε αυτούσιο παρακάτω:
"Καροτσέρη τράβα…πάμε στη...Κηφισιά των μενεξέδων, των πασχαλιών, της φλαμουριάς, των πλατάνων…, στη Κηφισιά που αγάπησες στο πέρασμα της ζωής σου…
Καροτσέρη τράβα…τράβα τη κουρτίνα του χρόνου κι ας ανοίξουν για σήμερα, όλοι οι δρόμοι, τα στενάκια κι η λεωφόρος δίχως αυτοκίνητα, να τρέξει ο Στέλιος, ο Τόνι, ο Μπάλιος, τα αραβικά και τα πολωνέζικα άλογα της συλλογής σου, με κάρα, με βιεννέζικες άμαξες, στολισμένες με τούλια γάμων και χαρούμενες γιορτινές κορδέλες, με άμαξες φορτωμένες πασχαλιές, μαργαρίτες, ίριδες.
Έστω για σήμερα, ημέρα Παγκόσμιας Πολιτιστικής κληρονομιάς, δίχως να περιμένεις τον περαστικό, δίχως να κοιτάς τον ήλιο που τρεμοπαίζει, αλλάζοντας τη διάθεση του για μια βόλτα, στη λιακάδα.
Σήμερα είναι και δική σου η ημέρα, σύνδεσμος είσαι του χθες με το σήμερα κι εσύ η εσείς, οι 4-5 που απομείνατε, ο κ. Γιώργος από την Καρδίτσα, ο Σταύρος ο Κηφισιώτης και μαζί σας από ψηλά να χαμογελάνε και ο Λαλάκης ο Κανούσης, ο Αριστείδης Παπαϊωάννου, ο Λαγός, ο Παίδας, ο Μάπας, ο Μενέλαος, ο Ακάλεστος, και πόσοι άλλοι, που η μνήμη τους ξεχάστηκε στο διάβα του χρόνου…
Ευγενέστατοι ο κ. Γ ιώργος και ο κ. Νεκτάριος τους βρήκα μεσημέρι Σαββάτου, Παναγίτσας και Λεβίδου, να κάθονται στη άμαξα, προσμένοντας πελάτη αλλά και συζητώντας τα προβλήματά τους.
Μη έχοντας μαζί μου το κασετόφωνο, κρατούσα σημειώσεις στο παλιό ημερολόγιο.
Αμάν…μ αυτό το ψυχοχάρτι σου….ο κ. Γιώργος, Καρδιτσιώτης από καταγωγή, 30 χρόνια ζωής μετράει στη Κηφισιά, γύρισε πίσω στα νεανικά του χρόνια.
Από μικρό παιδί εκπαίδευα άλογα στη Καρδίτσα, αμαξάς ήταν ο πατέρας μου, τα στέλναμε στην Ιταλία, κείνη την εποχή, 50 άμαξες είχε η Καρδίτσα κι εδώ σαν ήρθα 30-35.
Εμείς μάθαμε τα γράμματα στο πεζοδρόμιο…και τα λεφτά μας εδώ ήταν…και τρέχαν…αστέριωτα…
Οικογένειά μας είναι τα άλογα. Τώρα πια και τα πεταλώματα και το γιατρό και τις ενέσεις αν χρειαστεί, μόνοι μας τα κάνουμε, αλληλοβοηθιόμαστε…μη ρωτάς για μάστορα, αν χαλάσει η καρότσα ένας είναι και μόνος στις Σπέτσες, ναυπηγός, φτιάχνει καΐκια, καλός αλλά «θα σου πάρει τα δάνεια της Αγγλίας»…
Ο κ. Γιώργος μένει στην οδό Καλυφτάκη, δυο άλογα έχει στο στάβλο του, «το ένα τ άλογο να είναι άσπρο, όπως τα όνειρα που έκανα παιδί, το άλλο τ άλογο να είναι μαύρο, σαν τη πικρή μου, τη κατάμαυρη ζωή».
Του ταιριάζει ως προς τα άλογα μόνο, γιατί απ ότι κατάλαβα, έζησε καλά τη ζωή του.
-Άρχοντας… ζήσαμε καλά… εδώ κι ο έρωτας “τα μάτια σου… αχ τα μάτια σου”, έλεγε κείνη συνέχεια. Eίπα κι εγώ. “Θες να στα χαρίσω;” Συμφώνησε και… φύγαμε…
Τράβα καροτσέρη….
- «Μάχες ερωτικές», έδωσα πολλές σ αυτή την άμαξα, αγάπησα τις γυναίκες, αλλά κείνη τη Μάχη, το πεντάμορφο κορίτσι απ το Κλωνί Λαμίας έπρεπε να τη πάρω… τώρα, περασμένα, ξεχασμένα…
Μια μελαγχολία έπαιξε στα μάτια του, για την αγάπη που δεν άγγιξε…
- Αμάν, το ψυχοχάρτι σου….
Ο κ. Γιώργος, 3.000 ευρώ το χρόνο υπολογίζει πως κοστίζει το φαΐ του κάθε αλόγου, ξύπνιος, φέρνει σανά από τη Καρδίτσα, φτηνότερα και καλύτερα από του Ασπρόπυργου.
- 500 λέξεις καταλαβαίνει τ άλογο, από 2,5 χρονών το ‘χω, τώρα είναι 8. Πάμε 2,5 και 3 η και 5 χιλιόμετρα, προς το Κεφαλάρι ή στ’ Αλώνια συνήθως.
Από Πρωτομαγιά κάθε απόγευμα είμαστε εδώ. Το χειμώνα, μόνο Σαββατοκύριακο.
Ο κ. Νεκτάριος Χατζόγλου, πάππου προς πάππου Κηφισιώτης, κληρονόμησε από τον παππού του την αγάπη για τα άλογα και τη δουλειά, αλλά και ο θείος του Λαλάκης Κανούσης αμαξάς ήταν. Ο Νεκτάριος δούλεψε πιότερο σαν αμαξάς στην Αίγινα.
-Δεν άντεξα, 250 ευρώ το χρόνο φορολογία και 100 η ασφάλεια, άντε βγάλτα πέρα… κάπου 15 άμαξες ήμασταν. Ξεκινάμε απ το κάμπο της φιστικιάς και γυρνάμε παραλία.
Στην ερώτησή μου, αν πούλησε την άμαξα, το άλογο, ξαφνιάστηκε!
-Α..πα…πα…τα ‘δωσα σε φίλους, τα χάρισα, πάω στο στάβλο και τα καμαρώνω…
Ο κ. Νεκτάριος θυμάται παλιές δόξες. Σε εκδηλώσεις του ΕΟΤ μαζευόντουσαν στο Ζηρίνειο οι άμαξες, ανέβαιναν ανά 2 άτομα και κατέβαιναν στο Δαφνί, στη γιορτή του κρασιού.
Αγώι καλό, σουβλάκια κι ένα μπουκάλι Μαυροδάφνη για τη θύμηση της βραδιάς. Τρεις φορές, τρία χρόνια συμμετείχε και γράφτηκε καλά στη μνήμη του.
- Και στο Καλλιμάρμαρο πήγαμε επί χούντας, τι να κάναμε;... o Κανούσης, ο Ξενάκης, ο Δημητρακόπουλος, ο Λαχανάς, ο Πέτρου, ο Μπέκρος… εκεί ξεζέψαμε τ άλογα και βάλαν τρία άρματα να σέρνουν τις άμαξες μέσα στο στάδιο. Έχω φωτογραφίες παλιές, θα ψάξω να στις φέρω.
- Άντε Μαρία, σταμάτα το ψυχοχάρτι, παρεμβαίνει ο κ. Γιώργος.
Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων ήρθαν με τα εγγόνια τους,
- όχι αυτός είναι ο Στέλιος, ο Γιώργος είναι άσπρος.
Μου έκανε εντύπωση που ξέραν τα άλογα, σταθεροί πελάτες σκέφτηκα και φεύγοντας ο κ. Γιώργος, έμεινε μαζί μου ο κ. Νεκτάριος, να μου λέει ιστορίες από την Αίγινα αλλά και από τη Κηφισιά της νιότης του.
- Δέκα άλογα έθαψα, ακούς να τα στείλω Ιταλία να γίνουν κονσέρβες ; α!...τα πόναγα, τα λυπόμουνα, τα γηροκομούσα… σαν έχασα το Γιώργο, το προτελευταίο, είχαν μεγαλώσει οι φιστικιές στο κτήμα, φώναξα ένα γκρέιτερ, το πήρα και το ‘θαψα παραδίπλα, σε ξέφωτο…ύστερα ήρθε η σειρά του Τόνυ, μην ξαναχαλάσω είπα φιστικιές, το πήγα παράμερα, το ‘δεσα, του πήγαινα κάθε μέρα φαΐ, νερό, ακούνητο κείνο στεκόταν πέντε μέρες, το ‘λυσα να δω τι γυρεύει κι εκείνο πήγε πάνω στο τάφο του Γιώργου, χτύπησε τα πίσω του πόδια, χλιμίντρισε δυνατά, έγειρε και ξεψύχησε…. κατάλαβες παιδί μου ;
Κατάλαβα… όπως κατάλαβα και το χλιμίντρισμα του αλόγου, εκεί μπρος μου σαν άραξε Παναγίτσας και Λεβίδου μια άλλη άμαξα, το χαιρετισμό τους.
Tην επόμενη ημέρα περνώντας συνάντησα τον νεώτερο της παρέας. Τον Σταύρο, μ ένα καπέλο εποχής, περήφανος για τα εννιά του άλογα συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση.
Στη στάση, στο Πλάτανο είναι παρκαρισμένος ο πατέρας μου, θα τον δεις περνώντας. Ρωτάς τι θα ‘θελα; Να ‘ναι επίκαιρη η άμαξα κι όχι ξεχασμένη…, να συμμετέχει σ εκδηλώσεις του Δήμου, όπως παλιότερα, που κατεβαίναμε οκτώ άμαξες ως τη Μ. Βρετάνια, Ομόνοια, στολισμένες με λουλούδια για προβολή της Ανθοκομικής.
Ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι και συνέρεε κόσμος στη Κηφισιά. Δε συμμετέχουμε πια σε κανένα δρώμενο, εγκαταλειμμένοι από όλους νοιώθουμε. Μια τρέλα, αγάπη, πάθος μας κρατάει, αλλιώς πολλά τα έξοδα, άλλη είναι η δουλειά μου που συντηρώ την οικογένειά μου.
Οκτώ στρέμματα γης με στάβλο νοικιάζει στην Κ. Κηφισιά, για τα εννιά του άλογα, εντύπωση μου κάνει που δεν τα δίνει ιππασία.
- Έχουμε μάθει την άμαξα!...
Θυμάται τη συμμετοχή του, σε τηλεοπτικά, πρόσφατα σήριαλ, στην ερώτησή μου αν πήγε με την άμαξα στο γάμο του, είπε πως μόνο στη βάπτιση της κόρης του, με τέσσερα άλογα… Λίγος ο χρόνος που βρέθηκα με τους αμαξάδες της πόλης μου, τους αμαξάδες που χάζευα φευγαλέα με τη ματιά μου, περνώντας τρέχοντας στη καθημερινότητά μου, αλλά μια βαθιά συγκίνηση ένοιωσα, ως μπήκα για λίγο στο κόσμο τους.
Φεύγοντας, είχα την αίσθηση πως πάλι θα ξανάρθω, να δω τις παλιές φωτογραφίες του Νεκτάριου, να γνωρίσω τον πατέρα-αμαξά του Σταύρου, ν ακούσω τα μάγκικα του κ. Γιώργου…
Όλα τα αφιερώματα, τα άλμπουμ για τη Κηφισιά, με κάρτες, παλιές φωτογραφίες, αναφέρονται σ αυτό το μεταφορικό μέσο, κείνης της άλλης εποχής… ο καθένας μας μπορεί να πάρει πληροφορίες, που φτάνουν, ως το 1854, Εντμοντ Αμπού, «η Ελλάδα του Όθωνος», η και 1840 – 41, Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν, «Οδοιπορικό στην Ελλάδα».
Όπως μπορούμε και μια Μαγιάτικη ημέρα, η και στο δείλι, ν ανέβουμε στην άμαξά τους, γνωρίζοντάς τους από κοντά, ενώ ο Γκιώνης του Άλσους, θα καλεί με τη μελαγχολική φωνή του, ό,τι έφυγε και πάει...
Τους ευχαριστώ από καρδιάς για την ευγένειά τους και τη παρουσία τους στη πόλη μας, τη Κηφισιά.
Αμαξάδες επί της Λεωφόρου Κηφισιάς έτοιμοι να ξεκινήσουν για την Αθήνα για την προβολή της Ανθοκομικής Έκθεσης
Ο Κηφισιώτης αμαξάς Λαλάκης Κανούσης, ένας από τους γραφικότερους αμαξάδες της Κηφισιάς
Βόλτα με άμαξα στους δρόμους της Κηφισιάς