- Ακούς εκεί να θέλει τη Μερόπη ο μπάρμπας! Επήρε τόσο μεγάλη γυναίκα, πάει σχωρέθηκε, να σιάξει τη ζωή του, δε λέω... Αμά να σκεφτεί κοπέλα που δεν τριαντάρισε ακόμα; Μπα που κακός χρόνος να μην τον εύρη το σερσέμη!
Η Μαρίκα γελούσε μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη. Γύριζε δεξιά κι αριστερά το κεφάλι φορώντας το καπελάκι και καμαρωνόταν.
- Με το ζόρι τα γέλια μου ηκρατούσα! Πολύ αστείο μ'ηφάνηκε αυτό το πράμα συμπεθέρα!
- Ο ανιψιός του μας κόφτει κι αυτός το χαβά του!
- Φαντάζεσαι να λέγει την Καλλίτσα μαμά; Χα χα χα!
- Που είναι και πιο μικρή του καμιά δεκαριά χρόνια! Χα χα χα!
Ξεκαρδισμένες οι συμπεθέρες έφυγαν για τα μαγαζιά. Συμπλήρωνε η Μαρίκα τα προικιά της κόρης της και βγήκαν για τα νυφικά στρωσίδια. Αγορασμένα από τον τόπο τους, μεταξωτά, φορτωμένα δαντέλες.
- Αυτό την άρεσε με είπε! Ηρώτηξε και τον Ιάκωβο και την είπε που δεν ηξεύρει από τέτοια πράματα...
- Κανένας άντρας δεν έχει ιδέα απ'αυτά συμπεθέρα μου... Εσείς θα κάμετε όπως νομίζετε μαμά και κόρη κι αφήστε το γιο μου, τη γυναίκα του όπως αρέσουνε!
Μια ψηλή κυρία με στριφνό ύφος μπήκε στο μαγαζί. Βλέποντας τη Μαρίκα πλησίασε αγέλαστη.
- Ουρανία μου! Πολύ χαίρομαι που σ'ηβλέπω! Να σε συστήσω τη συμπεθέρα μου Σουλτάνα, είναι η πεθερά τση Αγλαΐας μου!
- Α! Η Πολίτισσα, ε;
Την κοίταξε από το κεφάλι ως τα πόδια πριν της δώσει το χέρι. Η Σουλτάνα την είχε ήδη αντιπαθήσει με την πρώτη ματιά.
- Ούλα καλά; Η αδερφή σου, ο γαμπρός σου;
- Καλά, καλά είναι...
- Ο ανεψός σου; Κάνα ευχάριστο έχετε;
- Όχι ακόμα... Και πού να εύρης κοπέλα τση προκοπής, πράμα εύκολο δεν είναι... Είπα τση μαμάς του καλύτερα να μνήσκει μόνος παρά να τον ημπλέξει καμιά που δεν είναι τση σειράς του... Να ιδείς προυκιά που τον ημάζωξε τόσα χρόνια, μήτε κόρη να ήτουνε! Παράδες στη μπάνκα, ρουχισμό, ασημικά, σερβίτσα, πράματα και θάματα! Τώρα ημπλέκει μπιμπίλες για τσι κουβέρτες με τη χρυσή κλωστή, τα μάτια τση ήβγαλε!
Η Μαρίκα κοίταξε τη Σουλτάνα με νόημα.
- Και για τσι κοπέλες Ουρανίτσα μου δύσκολες είναι οι καλές τύχες... Αυτά ήλεγε τσι προάλλες κι η Αρσινόη, τση Καλλίτσας η αδερφή, που έχουνε το μεγάλο μαγαζί, ηξεύρεις...
- Ναι, πως... Λεύτερη είναι ακόμα η κόρη τση;
- Κι οι δυο ξαδερφάδες... Και να ιδείς καλές κόρες, νοικοκιουρούδες, με σπίτια και παράδες με ουρά! Τση Ευγενίας ο μπαμπάς δεν τσ'ήφηκε έτσι, μεγάλη περιουσία είχενε! Και το μαγαζί βγάζει και τα μπαούλα γιομάτα έχει...
- Ναι, ε; Και πως δεν ηπαντρεύτηκαν ακόμα;
- Αμ, δεν είναι στα σοκάκια ούλη μέρα! Του σπιτιού κοπέλες, ούλες τσι δουλειές αυτές ηκάμανε από μικρές που οι μαμάδες τως λείπουνε στο μαγαζί. Και να τα μαγειρέματα και να η λάτρα, αστράφτουνε! Κι ένα περίπατο άμα βγούνε, νωρίς νωρίς μέσα ημαζεύουντε... Και με τα μάτια κάτω, δεν είναι σαν κι αυτές που κορτάρουνε...
- Πού τέτοιες κοπέλες Μαρίκα μου; Χαίρουμαι που τ'ακούω...
- Να έρτεις απ'το σπίτι να πιούμε ένα καφέ Ουρανία μου! Και αύριο θα είμαστε όξω ούλη μέρα για τα ψούνια, αμά θα σε περιμένουμε!
Η Σουλτάνα χαμογέλασε ευγενικά κι όταν βγήκαν από το μαγαζί έβαλε τα γέλια.
- Για πες με συμπεθέρα! Καλός ο ανεψιός για την Ευγενία;
Η Ζαχαρούλα έστιψε το τρίτο πορτοκάλι και καθάρισε το νεροχύτη.
- Αχιλλέα! Έλα αγόρι μου να φας το πρωινό σου!
Αγουροξυπνημένος ο γιος της ήπιε με δυο γουλιές την πορτοκαλάδα κι έφαγε με βουλιμία τις φέτες του φρέσκου ψωμιού με το βούτυρο και το μυρωδάτο μέλι. Η μάνα στεκόταν όρθια όπως πάντα για να μαζέψει το ποτήρι και το πιάτο. Ο άντρας της είχε καημό να τη δει έστω και μια φορά να καθίσει και να πιει μαζί του καφέ.
- Έλα, κάτσε να ειπούμε και δυο κουβέντες, θα κρυώσει, ζεστός πίνεται!
- Δεν ημπορώ, σφουγγαρίζω τώρα!
- Άστα και τα κάμεις μετά που θα φύγω!
- Οι δουλειές δεν ημπορούν να περιμένουνε!
Μανιακή με την καθαριότητα, ξυπνούσε πριν ξημερώσει κι έφερνε τα πάνω κάτω κάθε μέρα! Τραβούσε τα έπιπλα, σκαρφάλωνε με βρεγμένα πανιά στα ντουλάπια, σκούπιζε, σφουγγάριζε, σήκωνε τραπεζομάντιλα και τσεβρέδες, εκεί που δεν προλάβαινε να σταθεί ούτε κόκκος σκόνης, έτριβε τις πόρτες για να μην έχουν δαχτυλιές, γυάλιζε τα πόμολα, άνοιγε ντουλάπες και συρτάρια για να αεριστούν... Αν υπήρχε τρόπος να αποφύγει το μαγείρεμα θα ήταν το καλύτερό της για να μη βλέπει λερωμένα τεντζερέδια, αλλά ήταν άφθαστη στα φαγητά και τα γλυκά που ευχαριστούσαν το μοναχογιό της.
Η Ουρανία έβγαλε τα παπούτσια της στην εξώπορτα και μπήκε στο σπίτι της αδερφής της με τις κάλτσες. Φοβόταν ακόμα και το χέρι της ν'ακουμπήσει στο τραπέζι για να μη τσαλακωθεί το σεμεδάκι. Παράξενη κι αυτή με την καθαριότητα, σηκωνόταν την ίδια ώρα κι έκανε τις ίδιες δουλειές, αλλά άνοιγε το σπίτι της και δεχόταν κάποιες γειτόνισσες για να πιουν καφεδάκι. Η Ζαχαρούλα απέφευγε τον κόσμο για να μη της λερώσουν το αποστειρωμένο σπίτι...
Πατέρας και γιος έφυγαν για τις δουλειές τους κι οι αδερφές έμειναν μόνες. Η Ουρανία περίμενε με ανυπομονησία να της μιλήσει.
- Πού ήσουνα χτες; Ήρτα και δεν ήτο κανένας εδώ!
- Στης κουνιάδας μου, μήνυσε με τον αδερφό τση που ήθελε να την ανοίξω φύλλα για μπακλαβούδες που πονεί το χέρι τση...
- Καλά... Ήθελα να σ'ειπώ πράματα σοβαρά για την τύχη του γιου μας!
- Να ψήσω καφέ!
- Είδα τη Μαρίκα με τη συμπεθέρα τση, ψούνιζε για το γάμο...
- Μπα;
- Ηξεύρεις που θα στεφανωθεί η Αγλαΐα, ε;
- Μπα;
- Ηξεύρεις που θα στεφανωθεί η Αγλαΐα, ε;
- Ναι μπρε! Αρχιτέκτων δεν είναι ο γαμπρός;
- Ναι, ναι... Τύχη καλή τσ'ήλαχε! Για το γιο σου ηπιάσαμε κουβέντα, που δεν έχει στεφανωθεί ακόμα και τι ήμαθα λες; Οι κόρες των αδερφάδων που έχουνε το μαγαζί που ψουνίζουμε, είναι λεύτερες ακόμα! Μόρφωση έχουνε, προυκισμένες πολύ είναι, φρόνιμες και τίμιες! Η μικρή, τση Αρσινόης η κόρη, δε θα ταίριαζε τον εδικό μας;
- Πού να ξεύρω; Έχω να τσ'ιδώ από μια στάλα παιδάκια... Άσκημες είναι, έμορφες είναι, δεν ηγνωρίζω τα μούτρα τως... Αμ, θα είναι και κομμάτι μεγάλες, δεν είναι;
- Κάτω απ'τα τριάντα... Έχουνε φρονιμάδα και δεν ηγυρίζουνε, πολύ μαζωμένες είναι! Εδώ που τα λέμε κι ο γιος σου μωρό δεν είναι, ήπιασε τα τριανταπέντε, καλά τον πέφτει η Ευγενία, η μικρή...
- Να το ιδούμε το πράμα, τίποτις δε χάνουμε...