Οδός Ευριπίδου 14, μέσα στη στοά, περιμένουμε το ασανσέρ για να ανεβούμε στον όγδοο όροφο. Μαζί μας περιμένουν υπομονετικά τρεις σιωπηλοί άντρες. Παρατηρώ ότι και αυτοί πηγαίνουν στον όγδοο όροφο. Βγαίνουμε από το ασανσέρ, η σιωπή γίνεται βαβούρα από τον πολύ κόσμο και οι τρεις άντρες πηγαίνουν να προμηθευτούν ένα χαρτάκι με έναν αριθμό. Έχουμε φτάσει στα «λουτρά των αστέγων». Στα «λουτρά» πηγαίνουν άνθρωποι που έχουν ανάγκη, για να κάνουν το μπάνιο τους και να πλύνουν τα ρούχα τους. Μπροστά μας υπάρχουν γύρω στα τριάντα άτομα που περιμένουν με τον αριθμό στο χέρι. Άλλοι είναι σκυθρωποί και δεν μιλάνε σε κανέναν, άλλοι πιο ομιλητικοί, είναι μαζεμένοι σε παρέες και συζητάνε. Στο βάθος παρατηρώ τη βεράντα, κάποιοι έχουν βγει για να κάνουν ένα τσιγάρο και να κρεμάσουν τα πλυμένα τους ρούχα.
_MG_7297_MG_7304_MG_7311_MG_7316_MG_7319_MG_7320_MG_7325_MG_7327
«Είναι πολύ σημαντικό ένα μπάνιο. Και ποιος δεν έχει την ανάγκη να κάνει ένα μπάνιο με καυτό νερό;», μου λέει ο Σταμάτης που μόλις βγήκε από τις ντουζιέρες. «Ένα απλό μπάνιο σου αλλάζει εντελώς την ψυχολογία. Ανεβαίνει η διάθεσή σου και βλέπεις τα προβλήματα κάπως με άλλο μάτι», λέει.
«Τα μπάνια τα έχουμε και δεχόμαστε τους πάντες, Έλληνες και ξένους», λέει ο Κώστας Βιταλάκης που μαζί με την γυναίκα του διαχειρίζονται αυτόν τον χώρο εδώ και δέκα χρόνια. «Έχουμε 470 καταγεγραμμένα μέλη αλλά πλέον δεν μετράμε, γιατί είναι πάρα πολλοί αυτοί που έρχονται. Προσφέρουμε ό,τι χρειάζεται κάποιος που μπαίνει για να κάνει το μπάνιο του, πετσέτες, ξυραφάκια, εσώρουχα. Έχουμε και πλυντήρια ρούχων. Μετά κατεβαίνουν, πίνουν έναν καφέ και συζητάμε και το βράδυ τρώνε φαγητό καλό. Τους δίνουμε και ρούχα που μαζεύουμε, όλα καθαρά και σιδερωμένα», λέει.
Ο κύριος Κώστας μας ξεναγεί στους χώρους και μας διηγείται την ιστορία του. «Ξεκίνησα την προσπάθεια πριν από 23 χρόνια. Στην αρχή έβγαινα στους δρόμους με κάτι φίλους και μοιράζαμε σουβλάκια στους άστεγους, στην Ομόνοια. Τότε δεν υπήρχαν δομές για να βοηθηθούν αυτοί οι άνθρωποι και εγώ δεν ήξερα τι ακριβώς συμβαίνει με αυτούς. Μιλώντας μαζί τους συνειδητοποίησα ότι πολλοί από αυτούς ήταν άνθρωποι που είχαν μία αξιοπρεπέστατη δουλειά στο παρελθόν και την έχασαν και κάπως έτσι κατέληξαν στον δρόμο. Βγαίναμε συχνά και τους πηγαίναμε φαγητό, ό,τι μπορούσαμε. Κρουασάν, φρούτα κανέναν χυμό. Έβλεπα ότι αυτοί οι άνθρωποι πάνω από όλα ήθελαν να κουβεντιάζουν. Θυμάμαι έγινε κι ένα περίεργο σκηνικό τότε. Ένα βράδυ ήμουν σε μία ταβέρνα στο κέντρο με την οικογένειά μου και τρώγαμε. Κάποια στιγμή ήρθε ένας άστεγος, ζήτησε ένα ποτήρι νερό, δεν του έδωσαν και τον έδιωξαν. Πήρα ανάποδες και έκανα φασαρία: «πώς είναι δυνατόν να μην δίνεις ένα ποτήρι νερό σε έναν άνθρωπο που στο ζητάει;». Τότε το πήρα απόφαση, έπρεπε να βρεθεί χώρος για να έρχονται αυτοί οι άνθρωποι και να τρώνε με αξιοπρέπεια. Αλλάξαμε διάφορους χώρους μέχρι να καταλήξουμε σε αυτόν, πάντα λειτουργούσαμε με ό,τι είχαμε και με όσα έδιναν φίλοι. Πριν από δέκα χρόνια ήρθαμε στην Ευριπίδου 14 και κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Σκοπός μας είναι να ενταχθούν αυτοί οι άνθρωποι και πάλι στον κοινωνικό ιστό. Αλλά υπάρχει πρόβλημα, δεν υπάρχουν εργασίες και δεν τα καταφέρνουν. Θέλουν, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Και έτσι διαλύονται οικογένειες, αντρόγυνα χωρίζουν και άνθρωποι καταλήγουν στον δρόμο. Καμιά φορά παίζουμε τον ρόλο του ψυχολόγου και προσπαθούμε να τους πείσουμε να γυρίσουν στις οικογένειες τους», λέει.