Η παλιά αγορά, νευραλγικό σημείο της Αθήνας και στη διάρκεια της πρώτης οθωνικής εποχής, συνεχίζει τη λειτουργία της όπως και στην τουρκοκρατία. Η αναζωογόνηση της, χάρη στα καινούργια οικονομικά δεδομένα, δεν μεταβάλλει τη μορφή της. Το Μοναστηράκι παραμένει επίκεντρο της παραδοσιακής πόλης και σύμβολο της ανατολικής επίδρασης.
Οι πρώτες εντυπώσεις του Γάλλου επισκέπτη Abbet-Grasset, μεταφρασμένες και δημοσιευμένες στα ελληνικά, αναφέρονται στην είσοδο του στην Αθήνα του 1834. Όλοι οι επισκέπτες φτάνοντας απ'το λιμάνι του Πειραιά, που είναι το σημείο απ'το οποίο η περιοχή της πρωτεύουσας επικοινωνεί με τον έξω κόσμο, περνούν πρώτα απ'την αγορά:
«Η πρώτη οδός διά της οποίας διερχόμεθα, είναι —ως μοι είπον— η μεγαλυτέρα και καλύτερα της πόλεως, φέρουσα εκ του παλαιού ναΐσκου του αγίου Φιλίππου και της βρύσης του Χαλαράκη, εις το μέγα τουρκικόν τζαμίον. και όμως φαντασθήτε ότι η μεγαλυτέρα αύτη οδός δεν εκτείνεται πλειότερον των εκατόν μέτρων, ουδεμία δε οικία της διακρίνεται δι’ αρχιτεκτονικήν ή τουλάχιστον δι'όπως δήποτε καλλιτεχνικήν διακόσμησιν...
...Μέχρις ότου φθάσωμεν εις το πέρας της οδού προ του τζαμιού πολυάριθμοι ήσαν οι προτρέχοντες ίνα μας ίδωσι, καίτοι ουδέν απολύτως εξαιρετικόν προς θέαν παρείχεν η συνοδεία μας.
Ήδη υψούτο προ ημών βαρύ και άκομψον το μέγα τουρκικόν τζαμίον δεσπόζον της μικράς της πόλεως αγοράς. Κάτωθεν αυτού μία σειρά μικρών και σκοτεινών καταστημάτων, εις τα όποια ράπτονται εγχώρια ενδύματα και υποδήματα και απέναντι η μεγάλη τουρκική κρήνη γέμουσα επιγραφών και φέρουσα κεχαραγμένα το ονόματα όλων των κατά καιρούς διοικητών των Αθηνών.
Κατόπιν της βρύσεως ταύτης εξετείνετο μικρά πλατεία, το μόνον καφενείον της όποιας, ρυπαρόν και σεσαθρωμένον κτίριον, έκλειεν εκείνην την στιγμήν την θύραν του, διότι η ώρα είχε παρέλθει πλέον...»
Το Μοναστηράκι του Abbet-Grasset, παρ'όλη την ταπεινή για τον Ευρωπαίο εμφάνιση του, ήταν πάντα χώρος ζωτικός της Αθήνας, όπως και το Απάνω Παζάρι. Εκατό μαγαζιά είχαν καταμετρηθεί το 1833, άλλα μέσα στο τετράγωνο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού κι άλλα στην έξω περιοχή.
Το λιανικό λαϊκό εμπόριο απλώνεται και στις οδούς Αθηνάς και Αιόλου λίγο αργότερα, με την επέκταση του κέντρου προς την Ομόνοια. Στην περιοχή της αγοράς, εκτός απ'τα μαγαζιά και τα καφενεία, αφθονούν κι οι φυλακές μια και τα κατασταλτικά μέτρα είναι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων της εποχής. Ο Πύργος του Έλγιν, ο Μεντρεσές κι άλλα πολλά οικοδομήματα, χρησιμοποιούνται σαν φυλακές. Οι δημόσιες υπηρεσίες, τα πρώτα χρόνια της οθωνικής εποχής, βρίσκονταν επίσης στη γειτονική με το παζάρι περιοχή. Τα προϊόντα της αγοράς προσφέρονταν πάντα ετερόκλητα και σε γραφικό ανακάτεμα πάνω στους πάγκους των μαγαζιών, που ανοίγονταν σαν τα αρχαία μαγαζιά απ'ευθείας στο δρόμο, δίχως παράθυρο ή βιτρίνα: Κάλτσες πολύχρωμες, εσάρπες, παπούτσια, φέσια, φραγκόσυκα, μουσταλευριά με αμύγδαλο και ρόδι. Διαφοροποιήσεις πάντως στο παζάρι και στις συνθήκες της καθημερινής ζωής έχουν την ευκαιρία να σημειώσουν επισκέπτες που, όπως ο Ρος, ξέρουν καλά την πόλη. Έτσι σε διάστημα τεσσάρων μόνο χρόνων, ανάμεσα στο 1832 και το 1836, υπάρχουν μεταβολές σημαντικές που ο προσεχτικός ταξιδιώτης καταγράφει κυκλοφορώντας στην αγορά και συναντώντας τους παλιούς του γνώριμους:
«...Έχουν μείνει τίμιοι καταστηματάρχες, φορούν το ίδιο απαράλλαχτο κοστούμι, διατηρούν τα ίδια έθιμα. ...Τους βρίσκει στα παλιά στενά μαγαζάκια τους, στο παλιό παζάρι και έχουν, όπως τότε, καφενεία, καπνοπωλεία κι άλλα καταστήματα.
Γεμάτος χαρά αγοράζει από κάποιον ένα φέσι και το φοράει. Μόλις όμως προχωρήσει εκατό βήματα προσέχει ότι ο κόσμος δεν βρίσκει όπως παλιά φυσικό το να περπατάει στο δρόμο με κόκκινο φέσι ένας φράγκος καλοντυμένος. Επειδή δεν θέλει να γίνεται θέαμα, δίνει το φέσι στον υπηρέτη του και ξαναφοράει το καπέλλο του...» [Λ. Ρος].
Ήδη, τα δυτικά πρότυπα στο ντύσιμο έχουν αρχίσει να επιβάλλονται. Ένα πλήθος ετερώνυμο κυκλοφορεί πάντα στην αγορά. Η σύνδεση μόνο είναι κάπως διαφορετική απ το παρελθόν:
«....Βαυαροί στρατιώτες παζαρεύουν με Αρβανίτες χωριάτες σταφύλια και λαχανικά, βρίζοντας ταυτόχρονα σε βουνήσια διάλεκτο. Μαλτέζοι βαστάζοι τσακώνονται μεταξύ τους, στη λαρυγγώδη, τραχεία γλώσσα τους. Μέσα στο ανάκατο πλήθος μπερδεύονται νεαροί υπάλληλοι, και κυρίες κοπάζουν απ’ τα μπαλκόνια με τα λορνιόν...»
Την εποχή εκείνη η επαφή της Μάλτας με την Αθήνα ήταν στενή μια κι ο Πειραιάς ήταν το επόμενο μεσογειακό λιμάνι όπου προσέγγιζαν τα αγγλικά, κυρίως, πλοία. Η παροικία των Μαλτέζων της Αθήνας, των «Μελιταίων» των χρονογράφων του δέκατου ένατου αιώνα, ήταν πολυάριθμη. Προϋπήρχαν και στο Ναύπλιο, πριν η Αθήνα γίνει πρωτεύουσα. Σαν φτηνά εργατικά χέρια χρησίμευαν σε δουλειές χειρωνακτικές και υπήρχαν όπου υπήρχε και μεροκάματο. Και στο λιμάνι του Πειραιά και στην Αθήνα. Υπολογίζονταν σε χίλιους πεντακόσιους περίπου κι ήταν σκαφτιάδες, περιβολάρηδες, βαστάζοι. Καθώς οι δρόμοι της πρωτεύουσας ήταν άστρωτοι και γεμάτοι σκόνη και λάσπη, συχνά κουβαλούσαν όχι μόνο εμπορεύματα αλλά και ανθρώπους στις πλάτες τους....
Ο Λ. Ρος σημειώνει απ'την εποχή που ήταν ακόμα πρωτεύουσα το Ναύπλιο, τη χρησιμοποίηση τους σαν μεταφορείς ανθρώπων:
«Σκωπτικοί περιηγητές είχαν αργότερα διαδόσει στην Ευρώπη ότι στο Ναύπλιο πάει κανένας με καμήλες στις κοσμικές συγκεντρώσεις. Αλλά αυτά τα «πλοία της έρημου» στην περίπτωση μας δεν ήταν παρά Μαλτέζοι βαστάζοι…».
Οι Μαλτέζοι κατοικούσαν λίγο πιο κάτω απ'το Μοναστηράκι, γύρω απ'την πλατεία του Αγίου Φιλίππου. Έκαναν πιάτσα κοντά στο τζαμί του Σταροπάζαρου και σ'άλλα επίκαιρα σημεία της πόλης, αποτελώντας κι αυτοί συμπλήρωμα της μικρής, μα πολυσύνδετης κοινωνίας της. Όσο για τα υπόλοιπα μεταφορικά μέσα, οι καμήλες εξακολουθούσαν πάντα να έχουν μεγάλη ζήτηση. Τα τροχοφόρα, βέβαια, πλήθαιναν με τον καιρό, κυρίως για τις μεταφορές απ'το λιμάνι στην Αθήνα. Ήδη από το τέλος του 1836, η συγκοινωνία Αθήνας-Πειραιά, γινόταν με το αλογοκίνητο «Παντοφορείον» ή Omnibus ή Παμφορείον, είδος λεωφορείου της εποχής. Επίσης, με την ταχυδρομική άμαξα κι ιδιωτικά αμάξια, καθώς και άλογα που μπορούσε να μισθώσει κανείς. Η πλατεία Μοναστηρακίου, φυσική αφετηρία του δρόμου προς τον Πειραιά, αποτελούσε συγκοινωνιακό κόμβο της Αθήνας, γι'αυτό έκαναν εκεί πιάτσα και τ'αμάξια. Καθώς οι αρχές δεν είχαν επιβάλει ακόμα συγκεκριμένο τιμολόγιο, τα παζάρια των ταξιδιωτών με τους αμαξάδες ήταν σε ημερήσια διάταξη. Ξένος επισκέπτης της Αθήνας κάνει τις παρατηρήσεις του:
«...Οι Αθηναίοι καταφέρνουν να πάνε στον Πειραιά με αμάξι, και να τους στοιχίσει η μεταφορά λιγότερο κι από λεωφορείο: Ο πρώτος που θέλει να ξεκινήσει παίρνει ένα αμάξι, εγκαθίσταται και περιμένει. Φτάνει ένας δεύτερος, τον φωνάζουν, παίρνει θέση. Έρχεται και τρίτος. Τέλος, οκτώ πρόσωπα που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους στιβάζονται μέσα στο ίδιο αμάξι που γίνεται έτσι λεωφορείο…».
(Και πρόδρομος των ταξί της σημερινής αδηναϊκής πραγματικότητας!). Ως τον καιρό του Τρικούπη, όταν, στα πλαίσια του κυβερνητικού προγράμματος για την ανάπτυξη των συγκοινωνιών, ο σιδηρόδρομος Πειραιά-Αθήνας επεκτάθηκε το 1895 μέχρι το Μοναστηράκι, τ αμάξια εξακολούθησαν ν'αποτελούν την καλύτερη λύση για την επικοινωνία με το λιμάνι.
«…Η είσοδος των Αθηνών, γινομένη τότε από την οδόν Ερμού, δεν εσυμβιβάσθη με την ιδέαν την οποίαν είχον σχηματισμένην περί της πόλεως· ούτε η πλατεία των αμαξών με έφερε καλήν εντύπωσιν. Καταβάς από την άμαξαν, εφόρτωσα την μικράν μου αποσκευήν εις τον πρώτον παρουσιασθέντα, ξυπόλυτον μαλτέζον, όστις ήτο και μονόφθαλμος, ενθυμούμαι, και ετράβηξα εις το πλησιέστερον ξενοδοχείον κατά την διασταύρωσιν των δύο κυριωτέρων οδών, του Ερμού και του Αιόλου...» («Η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι», χειρόγραφον Έλληνος υπαξιωματικού).
Στα προεπαναστατικά χρόνια νοικιάζονταν δωμάτια για ξένους μόνο σε σπίτια, όπως της οικογένειας Μάκρη όπου έζησε ο Byron, ή του Βιτάλη που στέγασε τον Dupre. Τα ξενοδοχεία, είδος καινούργιο για την Αθήνα, πρωτοεμφανίζονται μετά το 1832. Το πρώτο ιδρύθηκε στην οδό Ερμού, νεοχάρακτη τότε, σ'ένα σπίτι αγορασμένο σε τιμή ευκαιρίας από έναν Τούρκο που εγκατέλειπε την Αθήνα. Ήταν το «Hotel d’ Europe». Ιδιοκτήτες του ένα ζευγάρι ξένων που είχε καταλήξει στην Αθήνα, αφού περιπλανήθηκε πρώτα σ'όλη την Ανατολή. 0 σύζυγος, Ιταλός, λεγόταν Casali. Η σύζυγος Αυστριακή, κατ’ άλλους Μαλτέζα, ήταν άλλοτε καμαριέρα. Μονόφθαλμοι και οι δυο, αλλά ιδιαίτερα διορατικοί, είχαν σωστά σκοπεύσει. Έχοντας το μονοπώλιο για ένα διάστημα αρκετά μεγάλο, τα κατάφεραν έτσι ώστε το ξενοδοχείο τους έγινε γρήγορα γνωστό. Ο Λαμαρτίνος, στο δρόμο του προς τη Φιλιππούπολη, όντας απ'τους πρώτους μεταεπαναστατικούς επισκέπτες της Αθήνας, το επαινεί ιδιαίτερα:
«...Μερικά δωμάτια ασπρισμένα με ασβέστη και καθαρά επιπλωμένα, μία αυλή που τη δρόσιζε μιά βρύση και στη σκιά, κοντά στη σκάλα, ένα ώραίο λιοντάρι, από άσπρο μάρμαρο…».
Στο ίδιο αυτό ξενοδοχείο έμεινε για λίγο κι ο Όθωνας, σε μια απ'ης σύντομες επισκέψεις του στην Αθήνα, πριν να εγκατασταθεί στην πόλη οριστικά. Γι'αρκετόν καιρό το ζευγάρι των ξένων εξακολούθησε να διευθύνει μ'επιτυχία το «Ξενοδοχείον της Ευρώπης». Χάρη πάντα και στην έλλειψη ανταγωνιστών, η επιχείρηση λειτουργούσε θαυμάσια. Το φαγητό κι οι προσφερόμενες υπηρεσίες ήταν ικανοποιητικές. Αλλά, όπως συχνά συμβαίνει με τον εύκολο πλουτισμό, οι ιδιοκτήτες του σιγά-σιγά εξαχρειώθηκαν: Όπως ο Βαυαρός στρατιωτικός Χριστόφορος Νέζερ γράφει στ'απομνημονεύματα του: «...Οι τιμές αυξανόταν συνεχώς ενώ αντιστρόφως μίκραιναν οι μερίδες του φαγητού.» Οι υπερβολικές σπατάλες του ζεύγους σκανδάλιζαν:
«...Τα δέκα κυνάρια της κυρίας Καζάλι απέκτησαν δύο φύλακας που καθημερινώς τα έλουζαν, τα εκτένιζαν και τα έβγαζαν περίπατο...».
Στη σταδιακή φθορά του «Ξενοδοχείου της Ευρώπης» έπαιξε ρόλο φαίνεται κι η δυσαρέσκεια του βαυαρικού στοιχείου της Αθήνας, που δεν ανεχόταν το μονοπώλιο αυτό. Κάνοντας έρανο μεταξύ τους, οι Βαυαροί αξιωματικοί μάζευαν 65 τάλιρα και μ'αυτά ενίσχυσαν τους Χάρτμαν, ένα ζευγάρι Γερμανών που αγόρασε οικόπεδο κοντά στο Πολυτεχνείο κι έχτισε εκεί ένα καινούργιο ξενοδοχείο, σε περιοχή που συνδύαζε οικόπεδα ακόμα φτηνά και προοπτική μεγάλης εξέλιξης. Έτσι σιγά-σιγά υποσκελίστηκε οριστικά το πρώτο ξενοδοχείο της Αθήνας. Το ζευγάρι του Ιταλού και της Αυστριακής, μετά από πολλές περιπέτειες χρεωκόπησε, και το ξενοδοχείο τους πέρασε σ'άλλα χέρια, αλλάζοντας και όνομα γύρω στα 1844 με 1846. Ήδη πια τότε είχαν αρχίσει να λειτουργούν κι άλλα ξενοδοχεία — πάντα γύρω απ'το Μονοστηράκι και την περιοχή του. Από μια «ειδοποίησιν» (Μικρή αγγελία) του Ιανουαρίου 1835, μαθαίνουμε:
«Υπό το όνομα Αίολος, ανοίγεται ξενοδοχείον εν Αθήναις πλησίον της πλατείας του Πλατάνου και της Πνυκός. Εις το ξενοδοχείον τούτο δίδονται δωμάτια εφωδιασμένα με κραββάτους και έπιπλα ευρωπαϊκά, πωλούνται δε διαφόρων ειδών οίνοι της Ευρώπης και άλλα διάφορα οινοπνευματώδη ποτά. Δίδεται πρόγευμα με τζάι και διάφορα άλλα ξηρά βρώματα. τα φαγητά της τραπέζης γίνονται και κατά τον ευρωπαϊκόν και κατά τον τουρκικόν τρόπον, αι δε τράπεζαι είναι εις πάσαν ώραν έτοιμαι. τα πάντα δίδονται εις μέτριας τιμάς».
Το κτίριο αυτού του ξενοδοχείου υπάρχει ακόμα, κλειστό και ετοιμόρροπο, σε σημείο κεντρικότατο της τότε Αθήνας: γωνία Αιόλου και Αδριανού... Εκτός απ’ τον Casali, υπήρχαν και πολλοί άλλοι ξένοι επιχειρηματίες στην οθωνική Αθήνα. Καθώς οι Έλληνες ομογενείς δεν είχαν ακόμα αποφασίσει να μεταφέρουν ΠΣ οικονομικές τους δραστηριότητες στην Ελλάδα και το ντόπιο κεφάλαιο ήταν λιγοστό, το ξένο είχε εύκολα διεισδύσει στη νεογέννητη οικονομία της αθηναϊκής αγοράς. Στο ισόγειο του «Hotel d' Europe» στεγαζόταν το γερμανικό βιβλιοπωλείο του Ναστ. Στη γωνία Ερμού και Αθηνάς υπήρχε, το 1836, το εμπορικό κατάστημα του Άγγλου Μπράουν όπου εύρισκε κανείς «όλα τα αγγλικά προϊόντα σε τιμές Μάλτας». Ήταν το μόνο μαγαζί που πουλούσε τότε και ψωμί — όχι πάντως και πολύ νόστιμο, όπως παρατηρούν οι ξένοι πελάτες του. (Οι Αθηναίοι, πιστοί στην παράδοση της οικιακής οικονομίας, έτρωγαν πάντα ψωμί απ τους σπιτικούς τους φούρνους). Αργότερα, το 1850, ο Ε. Spencer σημειώνει την παρουσία στην κοσμοπολίτικη, όπως την χαρακτηρίζει, Αθήνα, Γάλλων κομμωτών, Ιταλών ραφτών, Γερμανών κατασκευαστών τσιμπουκιών, Άγγλων υφασματεμπόρων και Αρμένηδων σαράφηδων. Οι πινακίδες των κυριότερων δρόμων, ξύλινες, αναρτημένες στις γωνίες, είχαν τα ονόματα τους γραμμένα στα γαλλικά. Η γαλλική επίδραση ήταν γενικότερα έντονη και αγγελίες όπως αυτή του 1835, στην Εφημερίδα «Αθηνά», ήταν συνηθισμένες:
«Είδοποίησις / Ξένος τις διδάσκαλος της Γαλλικής γλώσσης (καί των επιστημών) προσκαλεί τους όσοι επιθυμούν να σπουδάσουν την ρηθείσανγ λώσσαν να τον ανταμώσωσιν εις το Φαρμακοπωλείον του Κ. Ορλάνδου».
Οι εφημερίδες βέβαια δεν αποτελούσαν τότε το μόνο μέσο πληροφόρησης. Ο παραδοσιακός «τελάλης» ήταν η λαϊκή ημερήσια εφημερίδα της εποχής. Μέσα στην αγορά διαλαλούσε τα γεγονότα της μέρας, κοινοτικά και εμπορικά, όπως γινόταν και — σε πολύ μεταγενέστερα χρόνια — στις μικρές επαρχιακές πόλεις της Ελλάδας. Καθώς η Αθήνα συγκέντρωνε όλο και περισσότερο διερχόμενο πληθυσμό απ το 1834 και πέρα, ταβέρνες και μπακάλικα σέρβιραν φαγητό στους περαστικούς απ την περιοχή της Αγοράς ταξιδιώτες. Πάνω στους πάγκους των μπακάλικων, ελιές, παστά, τυρί, συνόδευαν ένα κρασί ή μια μαστίχα που πινόταν στα όρθια — αναγκαστικά, αφού το κατάστημα δεν διέθετε τραπέζια και καρέκλες. Οι ταβέρνες πρόσφεραν τηγανητά ψάρια, που τα προμηθεύονταν απ'τα γειτονικά ψαράδικα, εντόσθια στο τηγάνι, όλα σερβιρισμένα στο χαρτί. Η κνίσσα απ'το ψήσιμο, που πάντα γινόταν στο ύπαιθρο, ή και κοντά στο άνοιγμα του μαγαζιού, ήταν το δέλεαρ για τους διαβάτες (Το σημερινό σουβλάκι εισάγεται στην περιοχή πολύ αργότερα!). Πολλές ταβέρνες είχαν μονιμότερη πελατεία: κυνηγούς — κι έτσι ήταν εφοδιασμένες και με μπαρούτι, αμαξάδες — γι'αυτό και σε πολλές υπήρχε πηγάδι για το πότισμα των αλόγων. Άλλες ήταν κέντρα συνάντησης των ξωτάρηδων που έφταναν στην Αθήνα για να πουλήσουν τα προϊόντα των περιβολιών τους. Οι ταβέρνες της αγοράς ήταν και μόνιμα κέντρα προσφοράς και εύρεσης εργασίας. Οι εργοδότες ήξεραν ότι εκεί θα 'βρισκαν πάντα ανθρώπους να τους περιμένουν, παίζοντας χαρτιά για να σκοτώσουν την ώρα τους κι έτοιμους για οποιαδήποτε προσωρινή απασχόληση με χαμηλό μεροκάματο.
Στις ταβέρνες της οθωνικής εποχής, σε περιόδους προεκλογικές, προσφερόταν δωρεάν κρασί απ'τους κομματάρχες. Εκεί, ανάμεσα στους άνεργους, στρατολογούσαν και τους μπράβους — απαραίτητο τότε συμπλήρωμα των προεκλογικών αγώνων. Καθώς στην εποχή του Όθωνα ισχύει η δεκαπεντάωρη εργασία, το παζάρι μένει ανοιχτό από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Όλος ο ανδρικός πληθυσμός της Αθήνας δίνει το παρών στην αγορά, τουλάχιστον μια φορά τη μέρα.
Μια περιγραφή του παζαριού απ τον Ε. About δίνει μια εικόνα αντιπροσωπευτική του βιωτικού επιπέδου του λαού και της αθηναϊκής κοινωνίας ταυτόχρονα:
«... το παζάρι βρίσκεται στην ίδια δέση όπου ήταν στον καιρό της τουρκοκρατίας. Βλέπεις ακόμα το ρολόι που ό λόρδος Έλγιν έδωσε στην πόλη για να την παρηγορήσει για όλα όσα της έπαιρνε. το ίδιο κι οι θαλασσοπόροι του παλιού καιρού αγόραζαν ράβδους χρυσού με περιδέραια από γυαλί και ρολόγια της δεκάρας.
...Το παζάρι είναι ίσως το πιό πολυσύχναστο μέρος της πόλης. το πρωί όλοι οι πολίτες, όποια κι αν είναι η σειρά τους, πηγαίνουν οι ίδιοι για ψώνια. Αν θέλετε να δήτε ένα βουλευτή που κουβαλάει μιά νεφραμιά στο ένα χέρι και σαλατικά ατό άλλο, πηγαίνετε στην αγορά στις οκτώ το πρωί. Οί κύριοι αυτοί τριγυρνάνε από μαγαζί σε μαγαζί, ρωτάνε για την τιμή των μήλων, των κρεμμυδιών, ή αναφέρονται στην ψήφο τους της προηγούμενης μέρας.
... Ο σαράφης έχει, όπως άλλοτε, το μαγαζί του στην αγορά. δεν άλλαξε ούτε τραπέζι απ'τον καιρό του Αριστοφάνη. Χάρη μονάχα στις προόδους του πολιτισμού έχει σκεπάσει το τραπέζι του μ'ένα σιδερένιο δικτυωτό που προστατεύει τα χρυσά και αργυρά νομίσματα...
Στις οχτώ το βράδυ, το καλοκαίρι, το παζάρι παίρνει μιά νεραϊδένια όψη. Είναι ή ώρα που οι εργάτες, οι υπηρέτες, οι φαντάροι, έρχονται να ψωνίσουν κάτι για να φάνε... μοιράζονται στα εφτά με οχτώ ένα αρνίσιο κεφαλάκι με έξη πεντάρες.
Ο φτωχόκοσμος της Αθήνας τρώει στο ύπαιθρο ή μέσα σε μαγέρικα που κάνουν ένα είδος ιταλικής κουζίνας. Αλλά συχνότερα τρέφεται με κρύα πράγματα που τα τρώει μέσα στην παλάμη του
...αγοράζουν ένα κομμάτι ροζ καρπούζι ή μεγάλο αγγούρι και το δαγκώνουν σά μήλο.
Οι έμποροι, ανάμεσα στο λαχανικά και τα φρούτα τους, φωνάζουν με δυνατές φωνές τους αγοραστές. Μεγάλες λάμπες λαδιού φωτίζουν δυνατά τους σωρούς των σύκων, των ροδιών, των πεπονιών και των σταφυλιών. Μέσα σ’ αυτό το χάος όλα τα προϊόντα αστράφτουν. Οι παράφωνοι ήχοι γίνονται αρμονικοί. Δεν προσέχεις πώς τσαλαβουτάς μέσα σε μια μαύρη λάσπη και μόλις αισθάνεσαι τις αηδιαστικές μυρουδιές που μολύνουν το παζάρι...» (La Grece Contemporaine, 1855)
Η κριτική του About, καυστική και ενάντια στο κατεστημένο της εποχής του, του έδωσε για χρόνια τον χαρακτηρισμό του μισέλληνα. Οι παρατηρήσεις του είναι συνήθως καίριες, άσχετα με το γεγονός ότι δεν προσπαθεί να φτάσει στη ρίζα του κακού και να ερμηνεύσει τις αιτίες των «κακώς κειμένων». Ήταν φυσικό π.χ. η έλλειψη πάγου, και σωστής επομένως συντήρησης των ευαίσθητων προϊόντων, να δημιουργεί δυσοσμία στην αγορά. Χιόνι κουβαλημένο απ'τα βουνά, ήταν το μόνο συντηρητικό των τροφίμων — δυσεύρετο φυσικά σε ορισμένες εποχές του χρόνου. Μια κι οι συνθήκες υγιεινής δεν ήταν βέβαια ιδανικές, επιδημίες εμφανίζονταν συχνά στην Αθήνα. Ο About εδώ γράφει ένα μόλις χρόνο μετά τη μεγάλη επιδημία χολέρας που είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού της πόλης κατά το ένα δέκατο. Η χολέρα είχε μεταφερθεί με τα πληρώματα του κατοχικού στόλου, στη διάρκεια του αποκλεισμού του 1854-1857. Προερχόταν από τη Βάρνα, έφθασε στην Αθήνα με τα γαλλικά πληρώματα το 1854, και κράτησε πέντε ολόκληρους μήνες. Εκτός από τα προβλήματα υγιεινής, η καινούργια πρωτεύουσα αντιμετώπιζε κι ολόκληρη σειρά άλλων ανάλογων προβλημάτων. Όσο αφορά π.χ. την κατάσταση των αθηναϊκών δρόμων, για χρόνια πάγιο έξοδο στον προϋπολογισμό του Δήμου, αποτελούσε το ετήσιο κονδύλι «δι’ άρσιν κόνεως και πηλού». (Η σκόνη δημιουργούσε επίσης προβλήματα και στην υγεία των ματιών, γι'αυτό κι ένα απ'τα πρώτα αθηναϊκά νοσοκομεία υπήρξε το Οφθαλμιατρείο, χτισμένο στα 1844). Πλακόστρωτη ήταν μονό η αριστοκρατική, τότε, οδός Αδριανού. Πολύ αργότερα στρώθηκαν μ'ένα είδος ασφάλτου, το μακαντάμι, λίγοι κεντρικοί δρόμοι. Το κράτος έπρεπε να φροντίσει, μέσα στ'άλλα, εκτός απ'την καθαριότητα και τη ρυμοτόμηση και για το βάφτισμα των δρόμων. Παλιότερα, οι δρόμοι της Αθήνας δεν είχαν ονόματα'απλά και μόνο έπαιρναν το όνομα της πιο κοντινής εκκλησίας της περιοχής τους. Εξαίρεση αποτελούσε η οδός Κυδαθηναίων, που λεγόταν Πλατέα Ρούγα του Αλικόκου — όνομα της συνοικίας που διέσχιζε. Οι δύο νεοχαραγμένοι δρόμοι της νεότερης Αθήνας, που διασταυρώνονταν λίγο πιο κάτω απ'το Μοναστηράκι, ήταν η οδός Αιόλου και η Ερμού. Κατά τη συνήθεια της εποχής, πολλοί δρόμοι βαφτίζονταν τότε με επίθετα κι όχι με κύρια ονόματα. Έτσι κι αυτοί οι δύο ονομάστηκαν αρχικά Αιολική οδός κι Ερμαϊκή οδός. Κατάλοιπο της συνήθειας αυτής των επιθέτων, έχει μείνει στην ίδια περιοχή η Βραχεία οδός, που ως τα σήμερα διατηρεί το οθωνικό της όνομα. Η Αιολική οδός είχε την αφετηρία της στους Αέρηδες, που την εποχή του βαφτίσματός της, τους θεωρούσαν ναό του Αιόλου. Εκεί οφείλεται και το μέχρι σήμερα λαθεμένο όνομα της μια και το Ρολόι του Κηρρύστου πολλές μεταμορφώσεις γνώρισε, αλλά ναός του Αιόλου δεν υπήρξε ποτέ. Η Αιόλου ονομαζόταν ανεπίσημα και «Μεγάλος Δρόμος». Στη διασταύρωση της Ερμαϊκής και της Αιολικής οδού γινόταν τότε κι η διαίρεση της Αθήνας σε τέσσερα αστυνομικά τμήματα. Σ'αυτό το ίδιο σταυροδρόμι, απ'τα κυριότερα «περάσματα» της Αθήνας, ένας Ιταλός επιχειρηματίας, ο Santo, ίδρυσε το πιο ονομαστό καφενείο της εποχής, την «Ωραία Ελλάδα», στα 1839. Ο ιδρυτής της «Bella Grecia» έζησε πολύ λίγο, τερματίζοντας ο ίδιος τη ζωή του λίγον καιρό αργότερα. Το καφενείο του όμως επέζησε και για σχεδόν μισό αιώνα υπήρξε το κέντρο της πολιτικής ζωής της Αθήνας. Στέκι του πολιτευόμενου, εμπορικού, επιστημονικού, δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου της εποχής, η «Ωραία Ελλάς» έγινε κέντρο καθοδήγησης της κοινής γνώμης, για δυο ολόκληρες γενιές. Σε ώρες αιχμής των συζητήσεων ο συνωστισμός, ακόμα κι έξω απ'το καφενείο, ήταν τόσος που δύσκολα μπορούσες να διασχίσεις το σταυροδρόμι αυτό. Όλα τα γεγονότα, απ'το 1839 μέχρι το 1878, πέρασαν σαν θέματα συζήτησης των θαμώνων. Από κει διοχετεύθηκαν προς τα έξω συνθήματα πολιτικά, εκεί διοργανώθηκαν συνωμοσίες και κινήματα — τόσο συχνά στη ρευστή εκείνη εποχή. Βαρόμετρο της καθημερινής ζωής της πρωτεύουσας, η «Ωραία Ελλάς» αποτελούσε ταυτόχρονα και κέντρο κοινωνικής καθιέρωσης:
«...έπειτα έως το μεσημέρι να περνάς την ώρα σου εδώ από κάτω, εις την Ωραίαν Ελλάδα, με εφημερίδες και με φίλους· διότι αυτού πηγαίνουν οι καλλίτεροι άνθρωποι...» («Η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι»)
Είναι συμβουλές πολύπειρου Αθηναίου ξενοδόχου σε άπειρο νεαρό πελάτη του, Έλληνα του εξωτερικού. Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν εντυπωσιάστηκε απ'το ανθρώπινο μωσαϊκό που συνάντησε το 1841 στην «Ωραία Ελλάδα»:
«...Έλληνες με εθνικές ενδυμασίες έπαιζαν μπιλιάρδο φορώντας γάντια και κρατώντας lorgnet. Άλλοι ήταν ντυμένοι σαν Γάλλοι δανδήδες. Κι έξω στα πεζοδρόμια, τα υποζύγια της εποχής: οι Μαλτέζοι χαμάληδες...»
Διαδηλώσεις ξεκινούσαν και κατέληγαν σ’ αυτό το καφενείο, προβλήματα «παντός του Ελληνικού, της Ευρώπης και της Οικουμένης» αναλύονταν ανάμεσα στους καπνούς, τους καφέδες, τα μπιλιάρδα. Προεκλογικοί λόγοι, συναντήσεις και διαβουλεύσεις υποψήφιων βουλευτών, κομματαρχών και μπράβων, επινίκια πολιτικών θριάμβων, έπαιρναν το χρίσμα της «Ωραίας Ελλάδος». Οι αντιπολιτευτικές τάσεις έβρισκαν εκεί την πλήρη τους έκφραση. Εκεί κάηκε κάποτε, σαν διαμαρτυρία προς την κυβέρνηση, ένα φύλλο της φιλομοναρχικής εφημερίδας «Ελπίς». Εκεί εμφανιζόταν κι ένας αντιοθωνικός ρήτορας που, παριστάνοντας τον πλανόδιο πωλητή μ'ένα καλάθι στο χέρι, όταν τον ρωτούσαν τι έχει μέσα, απαντούσε: «κοπριά για τους βασιλικούς» (κάνοντας λογοπαίγνιο, γιατί οι πλατύφυλλοι βασιλικοί ήταν τα κατ'εξοχήν καλλωπιστικά φυτά των αθηναϊκών αυλών της εποχής εκείνης). Συχνά, ο ίδιος ο Όθωνας χρησιμοποιούσε για σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης, το πέρασμα του έξω απ'το καφενείο: το αν τον χαιρετούσαν οι θαμώνες αποτελούσε έγκριση ή όχι κάποιας πολιτικής του πράξης. Στα Λαυρεωτικά, είχε εγκατασταθεί στην «Ωραία Ελλάδα» ένα περιστασιακό χρηματιστήριο, το «μετοχοπρατήριον» του 1873.
«...Το σφαιριστήριον είχε αντικαταστήσει τον σιδηρούν κλοιόν του χρηματιστηρίου, πέριξ δε του αρχαίου εκείνου σφαιριστηρίου, άνθρωποι φέροντες φαιούς υψηλούς πίλους, άλλοι φεσάκια, άλλοι λευκός φουστανέλλας, άνθρωποι ους ηδύνασο να εκλάβης ως γαλακτοπώλας, νήστεις από της αυγής, εξηγριωμένοι ως γαλαί επί τη θέα κυνός, σείοντες τας χείρας αυτών, ως Έλληνες ηθοποιοί, επώλουν και ηγόραζον Λαύρια, ουχί γαίας αλλά χαρτιά εν απεριγράπτω οχλοβοή...»
Η ομαδική υστερία εξηγείται απ'την κατάλληλη προφορική διαφήμιση και τις διαδόσεις για τον πλούτο των μεταλλείων, που η εταιρεία του Λαυρίου είχε έντεχνα κυκλοφορήσει. Ήταν η πρώτη φορά που στην Ελλάδα δινόταν η ευκαιρία για επενδύσεις με βέβαιο κέρδος. Επόμενο ήταν, σπίτια και κτήματα να πουληθούν για να γίνουν χαρτιά, και οικονομίες ετών να εξανεμισθούν σε μια νύχτα, αφήνοντας με την κατάρρευση πολλούς Αθηναίους κυριολεκτικά απένταρους, και στο υποσυνείδητο του Έλληνα μικροαστού μια μόνιμη δυσπιστία για τα «χαρτιά», που μεταδίνεται από γενιά σε γενιά μέχρι σήμερα. Για πολλά χρόνια, ο ημερήσιος κι εβδομαδιαίος Τύπος, επώνυμοι όπως ο Άγγελος Βλάχος, αλλά κι ανώνυμοι συγγραφείς, αναφέρονται στην «Ωραία Ελλάδα»:
«...Το καφενείον τούτο δύναται να θεωρηθή ως η κεντρική διεύθυνσις της εκκλησίας του λαού. Εκεί δικάζονται βασιλείς και υπουργοί, εκεί αποκαλύπτονται επιτηδείως πρόσωπα και ενέργειαι. εν αυτώ η νεότης αντιτάσσει την οιστρήλατον ευφυΐαν της εις τας αυστηράς κρίσεις των γερόντων» («Φλυαρίαι Έλληνος αγαπώντος την πατρίδα του»).
Καθώς, μετά το 1870, η περιοχή της «Ωραίας Ελλάδος» σαν κέντρου κοσμικού της Αθήνας άρχισε να παρακμάζει, έκλεισε λίγα χρόνια αργότερα κι ο κύκλος για το ιστορικό καφενείο, που ακολούθησε τη μοίρα της περιοχής του. Παρ'όλες τις άφθονες περιγραφές του καφενείου σε κείμενα της εποχής, οι απεικονίσεις του σπανίζουν. Έτσι, εικονιστικά μας είναι σχεδόν άγνωστο και η ολοκληρωτική παραμόρφωση του οικοδομικού του περίγυρου δεν άφησε ούτ'ένα ίχνος. «Sic Transit Gloria» εν Ελλάδι. Λίγα τετράγωνα παραπέρα, σε καφενεία πιο ταπεινά, θέμα συζητήσεων αποτελούσε ό,τι λεγόταν και γινόταν στην «Ωραία Ελλάδα». Τα καφενεία αυτά βρίσκονταν στην πλατεία Αναβρυτηρίου, όπου υπήρχε άλλοτε κι η Μητρόπολη της Αθήνας. Στο χώρο της διαβάζονταν δημόσια τον καιρό της τουρκοκρατίας, πατριαρχικό κι άλλα έγγραφα σχετικά με την ελληνική κοινότητα. Στο κέντρο της πλατείας υπήρχε το συντριβάνι με τους τέσσερις κρουνούς που της είχε δώσει και το όνομα της. Το αναβρυτήριο, ένα κιονόκρανο από κολόνα του Ολυμπίου Διός, ήταν σε χρήση μέχρι το 1880, όταν η πλατεία άλλαξε όνομα κι έγινε πλατεία Δημοπρατηρίου. Το νέο όνομα οφειλόταν στη χρήση της σαν χώρου υπαίθριων δημοπρασιών. Σήμερα πια δεν υπάρχει. Ανάμεσα σ'άλλα λαϊκά καφενεία της, το πιο γνωστό ήταν των «Αγωνιστών» που έζησε μέχρι το 1875, ακολουθώντας περίπου και το μέσο όρο ζωής των θαμώνων του. Εκεί συναντιόνταν οι παλαίμαχοι αξιωματικοί του αγώνα του '21, άνεργοι και παραγκωνισμένοι απ'το οθωνικό κατεστημένο. Τα παλιά τους πρωτοπαλίκαρα, οι παραγιοί, πιστοί ακόλουθοι τους και στην παρακμή, τους συντρόφευαν και κρατούσαν αναμμένους τους ναργιλέδες τους. Σήμα κατατεθέν του καφενείου αυτού ο ναργιλές, κατάλοιπο της τουρκοκρατίας, προσφερόταν μαζί μ'άλλα ταπεινά είδη: φασκόμηλο, χαμομήλι, γλυκά του κουταλιού ή λουκούμια και, φυσικά, καφέ σε χοντρό φλυτζάνι. Ενδυματολογικά κυριαρχούσε η βράκα κι η φουστανέλα. Το γνωστότερο παιχνίδι χαρτιών ήταν η Πρέφα των Αγωνιστών. Καθώς ελάχιστοι θαμώνες ήξεραν διάβασμα, το καφενείο διέθετε μια και μοναδική εφημερίδα. Κάποιος απ'όλους τη διάβαζε μεγαλόφωνα για να ενημερώνονται κι οι υπόλοιποι. Το καφενείο ήταν κι ένα από τα φυτώρια της Μεγάλης Ιδέας. Εκεί, με γνώμονα τον «Αγαθάγγελο» και τις προφητείες του, ερμηνεύονταν τα διάφορα γεγονότα (Ο Αγαθάγγελος, προπαγανδιστικό κείμενο της ρωσικής πολιτικής, είχε κυκλοφορήσει στις παραμονές του ρωσοτουρκικού πολέμου κι είχε βρει μεγάλη απήχηση στο λαό). Οι ανταλλαγές γνωμών κι η αναπόληση των αγωνιστικών ημερών απ'τους ανθρώπους αυτούς, ανθρώπους δράσης κατ'εξοχήν, που οι νέες συνθήκες τους είχαν κάνει να χάσουν την πραγματικότητα μέσ'απ'τα χέρια τους, τους δημιουργούσαν ψευδαισθήσεις. Είχαν την πεποίθηση, όπως άλλωστε και μια αρκετά μεγάλη μερίδα του λαού, πως η Αθήνα ήταν προσωρινή πρωτεύουσα της Ελλάδας. Κάθε μονιμότερη προσπάθεια εγκατάστασης εδώ, την χλεύαζαν. Ζώντας ακόμα πολύ κοντά στην εποχή των πολεμικών κατορθωμάτων τους και μέσα στις συνοριακές ανακατατάξεις του παρόντος, οι παλαίμαχοι πίστευαν πως όπως η Αθήνα είχε υποκαταστήσει την Αίγινα και το Ναύπλιο, έτσι κι εκείνη σύντομα θα την υποκαθιστούσε η Κωνσταντινούπολη, οριστική πια έδρα του ελληνικού βασιλείου. Σταδιακά, βέβαια, οι μεγάλες προσδοκίες άρχισαν να υποχωρούν με τη συρρίκνωση της Μεγάλης Ιδέας. Τα πράγματα έδειχναν πως η Ελλάδα, αντί να επιδιώξει την ηγεσία της χριστιανικής Ανατολής, έπρεπε ν'αρκεστεί απλά και μόνο στην επέκταση των συνόρων της. Στην εποχή ακόμα της τουρκοκρατίας πολλά καφενεία, άλλα μόνο για Τούρκους, άλλα για Έλληνες, και πολλά μεικτά, λειτουργούσαν κυρίως μέσα στην αγορά. Υπήρχαν καφενεία γύρω απ'το Κάτω Συντριβάνι, κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε στην Ακρόπολη περνώντας μεσ'απ'το Πάνω Παζάρι, και γύρω απ'τους Αέρηδες. Στα ίδια αυτά σημεία εξακολούθησαν πολλά να λειτουργούν και στην οθωνική περίοδο. Γύρω απ'τους Αέρηδες είχε δημιουργηθεί μια συστάδα καφενείων — χαρτοπαικτείων και στην καρδιά της αγοράς υπήρχε το «Καφενείο της Αγοράς», κοντά στον Πύργο του Ρολογιού του Έλγιν, καθώς κι άλλα λαϊκά καφενεία.
Στην περιοχή του Πάνω Παζαριού ενδημούσαν κι οι μάγκες του Ρολογιού, λούμπεν στοιχείο της Αθήνας. Τη νύχτα κοιμόνταν κάτω απ'το ρολόι και τη μέρα έκαναν το λούστρο, τον εφημεριδοπώλη, τον «οψοκομιστή», παίρνοντας σαν αμοιβή απ τους νοικοκυραίους 50 με 60 λεπτά τη μέρα. Εκτός απ'τους ανθρώπους που ασκούσαν διάφορα παρασιτικά επαγγέλματα, αποτέλεσμα της αύξησης του πληθυσμού και της υποαπασχόλησης ήταν κι η εμφάνιση διάφορων ομάδων ληστών στην περιοχή της Αθήνας. Ήδη απ'το 1834 ο Abbet-Grasset παρατηρούσε:
«... Ηκούσθη, ισχυρός κρότος επί τετραγώνου λίθου τοποθετημένου ως την γωνίαν της οδού. Εστράφην έκπληκτος ίνα ιδώ τι συμβαίνει, και είδον ότι νυκτοφύλαξ, ωπλισμένος δια βαρύτατης και μακράς ράβδου, ειδοποιεί τους πολίτας της μικρός πόλεως να εισέλθωσιν εις τας οικίας των και να μη πλανώνται έξω, διότι η αρχή δεν ηδύνατο να εξασφαλίση αυτούς από κακοποιών στοιχείων. Την επομένην επληροφορήθην ότι το μέτρον δεν ήτο άσκοπον, ως το εφαντάσθην. Από των αρχών του θέρους ήδη απειράριθμοι λησταί ενέμοντο την Αττικήν».
Οι ληστές αυτοί, κατάλοιπα της τουρκοκρατίας, ενισχύθηκαν σιγά-σιγά κι από άλλους, δημιουργήματα της νέας κατάστασης. Με την αύξηση και την εξάπλωση τους, αποτέλεσαν ένα απ'τα σημαντικότερα εσωτερικά προβλήματα της Ελλάδας στα κατοπινά χρόνια.
«…Σ’ όλους αυτούς τους τακτικούς κατοίκους της Αθήνας, πρέπει να προσθέσει κανείς ένα μεγάλο αριθμό παλιών στρατιωτικών που έρχονται απ'τις επαρχίες για να δηλώσουν πίστη στους αρχηγούς τους ή να ζητήσουν την οικονομική τους υποστήριξη.
Στη διάρκεια της μέρας, όλ'αυτά τα παληκάρια ντυμένα με φουστανέλες... γεμίζουν τις οδούς Ερμού, Αιόλου, Αθηνάς και τα πεζοδρόμια της Αγοράς...»
Ένα μέρος απ'αυτούς τους άνεργους και παραγκωνισμένους πολεμιστές της Επανάστασης για τους οποίους καμιά κρατική πρόνοια δεν υπήρξε, σκορπίστηκαν πάλι στα βουνά. Γνωρίζοντας τα καλά από την παλιότερη δράση τους, δημιούργησαν εκεί συμμορίες κι ένα αληθινό «κράτος εν κρατεί» στην ελληνική ύπαιθρο. Με την αφορμή μιας περιγραφής του ορθόδοξου Πάσχα της Αθήνας στα 1854, σημειώνεται η παρουσία τους: «...Το Σάβατο όλοι οι άνθρωποι που συναντάς στους δρόμους κουβαλάνε, όπως ο καλός ποιμήν, ένα αρνί ατούς ώμους. Κάθε οικογενειάρχης, γυρίζοντας σπίτι του, σφάζει το ζώο ανάμεσα στα παιδιά και τα κορίτσια του, το αδειάζει όσο πιο καθαρά μπορεί, το καρυκεύει με αρωματικά βότανα και του περνάει ένα ξύλο ανάμεσα στο σώμα.
Οι ληστές που αγοράζουν τα αρνιά χωρίς να τα πληρώσουν, τρώνε αρκετά συχνά το ψητό όπως το περιγράφω κι η ανακάλυυη αυτής της μαγειρικής συνταγής τους ανήκει, όπως λένε. Ένα ολόκληρο αρνί μαγειρεμένο έτσι, λέγεται «αρνί α λα παληκάρ»! (Ε. About)
Η πιο παλιά επίσημη πληροφορία για τον αριθμό των κατοίκων της Αθήνας έρχεται απ'το 1853, παρ'όλο που από την απελευθέρωση και πέρα είχαν ήδη γίνει επανειλημμένα απογραφές του πληθυσμού. Έτσι, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του 1853, η Αθήνα εμφανίζεται με 30.590 κατοίκους. Αυτό σημαίνει ότι απ'την ανακήρυξη της σαν πρωτεύουσας ο πληθυσμός είχε τριπλασιαστεί περίπου. Από κτιριολογική άποψη η πόλη διατηρούσε τότε ακόμα την παλιά αρχιτεκτονική μορφή της. Τα νεοκλασικά οικοδομήματα, που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται σιγά-σιγά, της έδωσαν αργότερα κάπως την όψη που διατήρησε μέχρι την εποχή της «ανοικοδόμησης», μετά το 1950. Καθώς ο πληθυσμός είχε αυξηθεί, ο εφοδιασμός της αγοράς με τρόφιμα γινόταν με πιο εντατικό ρυθμό. Αγρότες απ'τα χωριά της Αττικής, απ'τη Λιβαδειά και τη Θήβα, με τα γαϊδουράκια και τις σούστες τους, έφερναν στο παζάρι της Αθήνας τα προϊόντα τους. Τα τριάντα χάνια και πανδοχεία της πρωτεύουσας μαρτυρούν και το μεγάλο αριθμό αυτού του κινητού πληθυσμού. Εκεί ξαπόσταιναν οι εμπορευόμενοι μέχρι να τελειώσουν τις δουλειές τους και να ξαναπάρουν το δρόμο της επιστροφής. Οι απαιτήσεις τους, κι οι αντίστοιχες ανέσεις που τους προσφέρονταν, περιορίζονταν στο ελάχιστο. Κάδε πελάτης κουβαλούσε μαζί και το κρεβάτι του: μια κουβέρτα που 'στρώνε τη νύχτα στο πάτωμα για να κοιμηθεί! Από κείνο το παλιό χάνι του Εβλιά, το χάνι της Φοινικιάς, έμενε μόνο ο απόγονος του δέντρου του, που έκοβε στα δυο την οδό Ερμού. Ούτε το Χάνι του Φρανσουά που, όπως σημειώνει ο Στράντφορντ Κάννιγκ, το διηύθυνε η χήρα του Ιταλού Φραγκίσκου Βιτάλη κι είχε φιλοξενήσει άλλοτε πολλούς περιηγητές, υπήρχε πια. Στην οδό Ερμού, εκείνη την εποχή, δυο ήταν τα κυριότερα πανδοχεία της αγοράς: «του Σκουρλά» και του «Καλκούνη το Χάνι». Τα χάνια, που απ'τον IB'αιώνα εξυπηρετούσαν τους ταξιδιώτες, αντικαταστάθηκαν σταδιακά απ'τα πανδοχεία. Τα χάνια σχηματίζονταν από ένα, ακανόνιστο συνήθως, τετράπλευρο κτίσμα που στο κέντρο είχε εσωτερική αυλή για το σταβλισμό των ζώων. Στον όροφο, γύρω-γύρω, ήταν τα δωμάτια κι η κατοικία του ιδιοκτήτη. Το χαγιάτι που τριγύριζε τα δωμάτια, με θέα στην αυλή, ήταν και το σημείο απ'όπου οι χώροι αυτοί επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Στις παρυφές του κέντρου της αγοράς, όπως και στους μεγάλους οδικούς κόμβους, υπήρχαν τέτοια χάνια — όπως το Χάνι του Σκόρδα στο δρόμο των Μεσογείων κι ίσως η ίδια η πλατεία Αβησσυνίας, στην είσοδο της αγοράς της Αθήνας. Έκδοση οθωνική τέτοιου κτίσματος ήταν και το χάνι «Η Ελευσίς», λίγο πιο κάτω απ'το Μοναστηράκι. Τρίφατσο, με εισόδους απ'την οδό Ερμού και την οδό Άστιγγος, διατηρήθηκε ακέραιο ώς τους σεισμούς του 1981. Σήμερα, παρά τη μερική του κατεδάφιση, διατηρεί αρκετά στοιχεία της αρχικής του μορφής: μια καλοδουλεμένη σιδεριά, τόξα μαρμάρινα και στύλους από χυτό σίδερο που στηρίζουν την αυθεντική ξύλινη οροφή του ενός σταύλου, κι ακόμα, το παλιό φαναράκι του γκαζιού που φώτιζε το εσωτερικό του...
Όπως σ'όλες τις μικρές πόλεις, χώροι συναντήσεων και συζητήσεων για τους Αθηναίους ήταν τότε τα μπακάλικα, τα κουρεία, τα φαρμακεία. Με σαφή διαχωρισμό των κοινωνικών τάξεων:
«... Ο φαρμακοποιός συγκεντρώνει κυρίως τους καλοστεκούμενους ανθρώπους και την αφρόκρεμα της αστικής τάξης. Oι συνομιλητές δεν στριμώχνονται μέσα στο κατάστημα. Μένουν κατά προτίμηση στο κατώφλι με το ένα πόδι στο πεζοδρόμιο, το ένα αυτί προς το δρόμο, για να πιάνουν τα νέα που κυκλοφορούν...» (Ε. About).
Τα κουρεία ήταν εγκατεστημένα κυρίως στις δύο πλευρές της εισόδου του Πάνω Παζαριού, στα Σκαλάκια της οδού Πανδρόσου που σώζονται ως τα σήμερα. Πετσέτες κυμάτιζαν σαν σημαίες στις πόρτες τους και τα βρωμικά νερά απ'τα ξυρίσματα πετάγονταν βέβαια στο δρόμο. Οι Αθηναίοι ξυρίζονταν κυρίως τα Σαββατόβραδα, πληρώνοντας δέκα λεπτά. Δεκαπέντε λεπτά στοίχιζε το κούρεμα. Τα καλλυντικά ήταν ξίδι, ανθόνερο και μαντέκες από χοιρινό ξύγκι για τα μουστάκια και τα μαλλιά. Πίστευαν πως το λίπος δυναμώνει τις τρίχες, και τους χασάπηδες, που βρωμούσαν λίπος και μεδούλι απ'τα σφαχτά, πηγή των καλλυντικών του τριχωτού μέρους του κεφαλιού τους, τους θαύμαζαν για τη δύναμη και τον ανδρισμό τους! Εκτός απ'το κύριο έργο τους, πολλοί κουρείς είχαν σαν δεύτερη απασχόληση και διάφορα «παραϊατρικά» επαγγέλματα. Μια κι οδοντογιατροί δεν υπήρχαν στην Αθήνα, οι κουρείς ήταν και οδοντοβγάλτες. Δίπλα στα καλάμια με τις πετσέτες οι διαβάτες έβλεπαν σε παράταξη εκατοντάδες βγαλμένων δοντιών μέσα σ'ένα είδος βιτρίνας με θήκες. Τοποθετημένη σε περίοπτο σημείο, ήταν η ζωντανή διαφήμιση της ικανότητας των οδοντοβγαλτών. Παραπέρα υπήρχε συχνά κι η σχετική γυάλα με τις επιπλέουσες βδέλλες για τις αφαιμάξεις — πανάκεια της ιατρικής...
Στα κουρεία, κέντρα διερχομένων πολιτών απ'την εποχή του Αριστοφάνη, άσβεστη είχε διατηρηθεί η παράδοση που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας: η ενημέρωση για τα κοινά και ταυτόχρονα το κουτσομπολιό. Οι φουστανελοφόροι κουρείς της Αθήνας ήταν πάντα οι καλύτερα πληροφορημένοι επαγγελματίες της αγοράς. Η πλατεία της Παλαιάς Στρατώνας, ή Πλατεία Αδριανού, όπως λεγόταν το Μοναστηράκι πριν πάρει το σημερινό του όνομα, ήταν γνωστή και με την επωνυμία «στις Καρότσες» μια κι εκεί έκαναν πιάτσα οι περισσότεροι αμαξάδες της Αθήνας. Το κόστος αγοράς ενός καινούργιου αμαξιού ήταν πολύ υψηλό, γι'αυτό και προμηθευτές των αμαξιών από δεύτερο χέρι ήταν οι στάβλοι των ξένων πρεσβειών. Η καταγωγή κυρίως αγγλική, γαλλική, ρωσική: ένα ετερόκλητο πλήθος από άμαξες κάθε μόδας και προέλευσης. Όσο για τους αμαξάδες, όπως ήταν φυσικό, προέρχονταν κι αυτοί τα πρώτα χρόνια από κάποιο άλλο επάγγελμα. Πρώην ναυτικοί, καμηλιέρηδες, που ακολουθώντας την εξέλιξη των συγκοινωνιακών μέσων προσαρμόζονταν στις νέες συνθήκες, τέως μάγειροι, ακόμα κι άνεργοι αρματολοί, νησιώτες και βουνίσιοι δίχως πόρους ζωής, που έρχονταν στην πρωτεύουσα σ'αναζήτηση τύχης ένα σύνολο ετερόκλητο όσο και τα εργαλεία της δουλειάς τους. Το επάγγελμα, απ'τα πιο προσοδοφόρα της εποχής, άνθιζε κυριολεκτικά. Όταν στα 1849 οι χτίστες, περιζήτητοι πάντα χάρη στο συνεχιζόμενο οικοδομικό οργασμό, ήταν απ'τους εργάτες με τα καλύτερα μεροκάματα κι έπαιρναν 4,90 δρχ. τη μέρα, οι αμαξάδες την ίδια εποχή έφτανε να κερδίζουν 15 δραχμές! Παρά την ύπαρξη κι άλλων συγκοινωνιακών μέσων η πελατεία τους ήταν εξασφαλισμένη. Η διαδρομή Αθήνας — Πειραιά ήταν η πιο προσοδοφόρα. Εκτός απ'την εσωτερική κίνηση το λιμάνι ζωήρευε συχνά και με τις αφίξεις απ'το εξωτερικό καραβιών με «λόρδους», όπως συνοπτικά χαρακτηρίζονταν οι τουρίστες της εποχής που ανήκαν πάντα στις υψηλές εισοδηματικά τάξεις, αν και δεν συνοδεύονταν πια απαραίτητα κι από τίτλους ευγενείας όπως οι παλιότεροι περιηγητές. Οι «λόρδοι» φυσικά αποτελούσαν την καλύτερη πελατεία των αμαξάδων. Ο επαγγελματικός αυτός κλάδος, που ερχόταν έτσι σ'άμεση επαφή με το ξένο στοιχείο, επηρεάστηκε ενδυματολογικά ανάμεσα στους πρώτους απ'το δυτικό ντύσιμο. Οι αρχικά φουστανελοφόροι αμαξάδες της πλατείας με τις καρότσες, γρήγορα αντάλλαξαν την πατροπαράδοτη στολή και το φέσι με τη λιβρέα και το ψηλό καπέλο. Πηγή και πάλι οι στάβλοι των ξένων πρεσβειών αλλά και των αθηναϊκών αρχοντικών, όπου ήδη είχαν εισχωρήσει οι δυτικές συνήθειες — τουλάχιστον οι ενδυματολογικές. Όταν αργότερα το κέντρο μετατοπίστηκε προς την Ομόνοια, η περιοχή του Μοναστηρακιού έγινε η αφετηρία ενός αλογοκίνητου τραμ που κάλυπτε τη διαδρομή ως εκεί. Τότε και τ'αμάξια, ακολουθώντας την εξέλιξη της πόλης, άρχισαν να σταθμεύουν και στην Ομόνοια, χωρίς όμως ν'απομακρυνθούν τελείως κι απ'το Μοναστηράκι.
Το 1899 οι άμαξες χρειάστηκε ν'αντιμετωπίσουν τον εχθρό που σήμανε και την αρχή του τέλους τους: το πρώτο αυτοκίνητο. Φυσικές ήταν οι ραγδαίες αλλαγές στη ζωή της Αθήνας μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια ελεύθερης ζωής. Με τον καταιγισμό των δυτικών μοντέλων ζωής που εισάγονται για πρώτη φορά, οι άνθρωποι αρχίζουν να ταλαντεύονται ανάμεσα στο συντηρητισμό που η αυτοάμυνα της εποχής της τουρκοκρατίας τους είχε κληροδοτήσει, και στη λαχτάρα για το καινούργιο. Στη δεκαετία του 1840 το κυρίως σώμα της αγοράς βρισκόταν πάντα μέσα στα παλιά της σύνορα, αλλά κι εκεί η διαφοροποίηση είχε αρχίσει:
«Κοντά σ'ένα μαγαζί τουρκικού τύπου, που μέσα του ο έμπορος κάθεται οκλαδόν χάμω, παίζοντας με τις χάντρες του κομπολογιού του, συναντάει κανείς ένα καφενείο γαλλικού τύπου με μπιλιάρδο από μαόνι. Εδώ είκοσι Μαλτέζοι καθιστοί στο δρόμο περιμένουν τη μίσθωση των υπηρεσιών τους, εκεί Έλληνες με άσπρη φουστανέλλα και χρυσά γιλέκα, καπνίζουν τις μακριές τους πίπες, ενώ άλλοι Έλληνες ντυμένοι φράγκικα τελειώνοντας ένα μπουκάλι μπύρα καπνίζουν πούρο ή τσιγάρο και κουβεντιάζουν γαλλικά για τις παρισινές εφημερίδες. Ο ένας φοράει στολή ελληνική με γαλλικές μπότες, ο άλλος ρεδιγκότα γαλλική με φουστανέλλα και γκέτες ελληνικές. Η ελληνική, η γαλλική, η ιταλική, η γερμανική γλώσσα ακούγονται ταυτόχρονα και μια ανάλυση μυθιστορήματος του Μπαλζάκ διακόπτεται από ένα πατριωτικό μονόλογο για την Κρήτη, τον Ομέρ Πασά, ή τον Μαυροκορδάτο...» (1840, J. Α. Buchon)
Η ενδυματολογική διαφοροποίηση ολοκληρωνόταν σιγά-σιγά ήδη απ'το 1840. Καθώς οι αλλαγές ο'όλες τις εκδηλώσεις της ζωής γίνονταν ταχύτερες όσο ο καιρός περνούσε, τα ελληνοραφεία και τα φεσοποιεία διαδοχικά άρχισαν να κλείνουν. Οι μέχρι τότε τεχνίτες της φουστανέλας άρχισαν να μαθητεύουν κοντά στους πρώτους Ιταλούς και Γερμανούς «φραγκοράφτες» που ίδρυσαν οίκους μόδας στην πρωτεύουσα. Όχι μόνο οι ξένοι, περαστικοί και μόνιμοι, αλλά κι οι Έλληνες του Λιβόρνου, της Κωνσταντινούπολης, της Βιέννης, της Τεργέστης, που απ τις παροικίες άρχισαν να μεταφέρουν μαζί με την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και τις κοινωνικές τους συνήθειες στην Αθήνα, δημιούργησαν νέα πρότυπα για το ντόπιο πληθυσμό. Ο Κωλέττης κι ο Μαυροκορδάτος ήταν οι δυο κύριοι εκφραστές του ιδεολογικού πολέμου μεταξύ της φουστανέλας (που ήταν σήμα κατατεθέν του πρώτου) και του ψηλού καπέλου (του δεύτερου):
«Πέντε λόξες φουστανέλλα / βράζουν τα ψηλά καπέλα»
Αυτό ήταν το λάιτ-μοτίβ των οπαδών του παραδοσιακού ντυσίματος. (Δίστιχο που είχε και μια κάπως πιο δύσοσμη παραλλαγή…). Τελικά, το ενδυματολογικό χάος που επικράτησε στην Αθήνα για αρκετά χρόνια, έληξε με ολοκληρωτικό θρίαμβο της ευρωπαϊκής μόδας, που η επίδραση της γινόταν όλο και πιο έντονη σε πολλούς τομείς. (Χαρακτηριστική είναι η επανεισαγωγή του κλασικού στοιχείου στην ελληνική αρχιτεκτονική, με τη μόδα των νεοκλασικών κτιρίων που τότε θριάμβευε στη Δύση). Στον τομέα του ντυσίματος, στους άνδρες υποχώρησε πρώτα το τσαρούχι και, σαν αντίκτυπος της αντικατάστασης του απ'το παπούτσι, υπήρξε κι η σταδιακή αντικατάσταση των τσαρουχάδικων της Πανδρόσου από άλλου είδους μαγαζιά. Στις γυναίκες τελευταίο έπεσε το φέσι, ίσως γιατί είχε υιοθετηθεί από την αυλή του Όθωνα, κι έτσι η Αμαλία κι η ακολουθία της το κράτησαν στην επικαιρότητα μέχρι το 1862. ΓΓ αυτό και στα αμέσως επόμενα χρόνια ο συνδυασμός φεσιού και κρινολίνου δεν ήταν σπάνιος... Ούτε σπάνιζε άλλωστε κι ο αντίστοιχος ανδρικός: μαύρο ψαθάκι και φουστανέλα! Το 1899 πια όμως, η φουστανέλα, τα «παπάλια», τα σεγκούνια και τα «τουζλούκια», αποτελούσαν σπάνιο γραφικό στοιχείο της Κυριακάτικης βόλτας στην Αθήνα του τέλους του ΙΘ'αιώνα. Πληρέστερη θα ήταν η εικόνα που έχουμε για τη ζωή της Αθήνας στο παρελθόν, αν ένα ενδιαφέρον θέμα, το θέμα του κόστους της ζωής στη διάρκεια των περασμένων αιώνων, είχε περισσότερο διερευνηθεί. Τα στοιχεία, ιδίως για τις πιο μακρινές περιόδους, είναι λειψά κι η ακριβής γνώση του κόστους της ζωής σχεδόν αδύνατη, τουλάχιστον προς το παρόν — μια κι η σχετική έρευνα είναι ακόμα στην αρχή της. Στην οθωνική εποχή πάντως, μερικές τιμές ενδεικτικές για το ύψος του τιμάριθμου — αν συγκριθούν με το ανώτερο μεροκάματο του ειδικευμένου εργάτη, του χτίστη, που ήταν 4,95 δρχ. - είναι: το ψωμί 20 λεπτά η οκά. Το κρέας 40 με 60 λεπτά η οκά. Ο καφές σερβιριζόταν στα αριστοκρατικά καφενεία με μια πεντάρα και στα λαϊκά στοίχιζε 3 λεπτά. Η «μπογάτσα» είχε 5 λεπτά το πιάτο. Αργότερα, στα 1876, μια άμαξα απ’ το Μοναστηράκι στον Πειραιά χρέωνε μια δραχμή στον καθένα απ'τους πέντε επιβάτες που μπορούσε να μεταφέρει: τέσσερις μέσα κι έναν έξω. Τα καινούργια σταθμά, τα μέτρα και τα νομίσματα, που είχαν επιλεγεί μετά την απελευθέρωση, δεν υιοθετήθηκαν εύκολα απ'το λαό, παρόλα τα σχετικά διατάγματα που δημοσιεύτηκαν για την επιβολή τους ταυτόχρονα με την ίδρυση του κράτους. Η οκά ήταν το μέτρο βάρους που ο λαός δέχτηκε πιο εύκολα μια και εν μέρει τη γνώριζε από πιο παλιά. To μετρικό σύστημα βρήκε αξεπέραστες σχεδόν δυσκολίες, αν και είχε γίνει ήδη υποχρεωτικό με διαταγή της 28ης Σεπτεμβρίου 1836. Η δραχμή, στην οθωνική εποχή, αποτελούσε τα 9/10 του γαλλικού φράγκου και καθιερώθηκε οριστικά σαν νομισματική μονάδα της χώρας. Η Ελλάδα, στο τέλος της Επανάστασης, βρισκόταν σε νομισματικό λαβύρινθο. Στην αγορά κυκλοφορούσαν νομίσματα ισπανικά, πορτογαλικά, ενετικά, ολλανδικά, παπικά, γαλλικά, τουρκικά. Τον Απρίλιο του 1828 η χάραξη εθνικού νομίσματος, ενέργεια αναγκαία, αποφασίστηκε μετ'από πρόταση του Καποδίστρια, αλλά έλειπαν τα απαραίτητα μηχανήματα και τα οικονομικά μέσα. Τελικά, μετά από ενίσχυση της ρωσικής κυβέρνησης, στάλθηκε στη Μάλτα ο Α. Κοντόσταυλος για την προμήθεια νομισματικών μηχανών. Σε τιμή ευκαιρίας, για εκατό λίρες, ο απεσταλμένος του Καποδίστρια αγόρασε τις μηχανές του τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών που είχε διαλυθή το 1798, όταν ο Βοναπάρτης κυρίευσε το νησί. Οι μηχανές που αγοράστηκαν ήταν βέβαια παλιές και φθαρμένες. Παρ'όλα αυτά, το πρώτο νομισματοκοπείο λειτούργησε στην Αίγινα. Ασημένια διακοσμητικά μέρη από όπλα της επανάστασης, άχρηστα πυροβόλα του αγώνα καθώς και χάλκινα σκεύη του σπιτιού, προσφέρθηκαν για τα πρώτα απ'αυτά τα νομίσματα.
Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο, η βάση των εθνικών νομισμάτων, ο φοίνιξ: «κατά μεν το έτερον πρόσωπον φέρει τον μυθολογικόν φοίνικα, έχοντα επί κεφαλής το σημείον του Σταυρού, επί δε της δεξιάς πλευράς του οποίου φέρονται ηλιακαί τινές ακτίνες, έχει και περιγραφήν Ελληνική Πολιτεία· κατά δε το άλλο πρόσωπον φέρει την τιμήν του, δηλαδή εις φοίνιξ, εν μέσω δύο κλάδων ελαίας και δάφνης, με περιγραφήν Κυβερνήτης Ι. Α. Καποδίστριας, και εις το κάτω μέρος το έτος». Με την αλλαγή του πολιτεύματος τα πρώτα αυτά νομίσματα αντικαταστάθηκαν από άλλα, με τη φιγούρα και το έμβλημα της δυναστείας Όθωνα και μονάδα τη δραχμή. Είχαν κοπεί χρυσά εικοσάδραχμα, που ονομάζονταν Όθωνες, ασημένια πεντάδραχμα και δραχμές, πενηντάλεπτα και εικοσιπεντάλεπτα. Απ'όλα αυτά όμως, τίποτα δεν κυκλοφορούσε σε ποσότητα μεγάλη μέσα στην αγορά, καθώς πολλά είχαν γρήγορα πάρει το δρόμο για το εξωτερικό. Έτσι, τα χάλκινα νομίσματα των 10, των 5, των δυο και ενός λεπτών, ήταν τα μόνα που κυκλοφορούσαν ουσιαστικά στην αγορά της οθωνικής περιόδου.
Με την άνοδο του Γεωργίου του πρώτου, η δραχμή εξακολούθησε ν'αποτελεί την ελληνική νομισματική μονάδα, έχοντας παγιωθεί πια σαν ευρωπαϊκό νόμισμα, παρά τις περιπέτειες και τ'ανεβοκατεβάσματα της μέσα σ'αυτές τις τόσο δύσκολες για τη χώρα εποχές.
ΛΙΖΑ ΜΙΧΕΛΗ «ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ ΑΠ'ΤΟ ΣΤΑΡΟΠΑΖΑΡΟ ΣΤΟ ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ» ΩΚΕΑΝΙΔΑ 1984