Είναι πολλές φορές μερικά πράγματα πού θέλει να ξεχνάει ο άνθρωπος, αλλά όσο προσπαθεί να τα αποφύγει, τόσο του έρχονται στο νου πιο έντονα. Κι ένα απ'αυτά είναι τα τρισήμισυ χρόνια της Κατοχής. Όσοι ήτανε τότε πάνω από δέκα χρονών, τα θυμούνται καλά. Από τις 9 Απριλίου πού κατέλαβαν οι Γερμανοί τη Θεσσαλονίκη, άρχισε για μας η μαύρη περίοδος της Κατοχής. Δεν θα αναφερθώ σε γεγονότα πού είναι έκτος τής περιοχής του χωριού μας, άλλα στο πώς αισθάνθηκε, έζησε και κινήθηκε ο κόσμος μέσα στο μικρό αυτό κύκλο. 9 Απριλίου 1941. Αργά την Τετάρτη το βράδυ μάθαμε ότι οι Γερμανοί πήραν τη Θεσσαλονίκη. Φώτα δεν υπήρχαν. Αμέσως όλος ο κόσμος στα σκοτεινά βγήκε στους δρόμους και ο καθένας έλεγε ό,τι σκεφτόταν. Οι αστείοι και όσοι δεν ήξεραν, το έριχναν στο αστείο, ενώ οι μεγάλοι πού περάσανε και την κατοχή του 1912-13 και 1916-18, έβρισκαν πολύ τραγικά τα πράγματα. Μια και ήμασταν μακριά από κεντρικό δρόμο και σιδηροδρομική γραμμή, άργησαν να έρθουν στο χωριό μας οι Γερμανοί. Μάλιστα, παραχώρησαν τη Μακεδονία στους Βουλγάρους, πού δεν άργησαν να έρθουν. Τα βράδια, μαζεύονταν όλοι νωρίς στα σπίτι τους, γιατί χτυπούσε η «καμπανούδα», πού ήτανε στον πλάτανο της πλατείας, μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει. Πηγαίναμε τότε όλοι στα σπίτια και τότε να δεις μαντάλωμα στις πόρτες! Οι πρώτοι μήνες περάσανε καλά και το καλοκαίρι επίσης. Αλλά όταν τέλος Σεπτεμβρίου έγινε η επανάσταση στη Δράμα, μας έσφιξαν πολύ οι Βούλγαροι. Τότε ήταν που το χωριό έδωσε και τα πρώτα του θύματα. Τον Απόστολο Κανλή, τον Γεώργιο Σεργή, τον Γεώργιο Παντώτη και τον Γιάννη τον Σιλό. Ο πρώτος χειμώνας της Κατοχής ήταν και ο χειρότερος χειμώνας από άποψη καιρού και ετοιμασίας τροφίμων. Ο κόσμος του χωριού, επειδή τα τελευταία χρόνια πουλούσε με καλές τιμές τα καπνά και έπαιρνε αρκετά χρήματα, δεν νοιάζονταν για τα άλλο προϊόντα. Κι όταν ήρθε η Κατοχή, τον βρήκε απροετοίμαστο από χειμώνα. Και ρούχα δεν υπήρχαν πολλά, ότι χαλούσε δεν έμπαινε στη θέση του άλλο. Μια δεύτερη παρτίδα από χωρικούς, περίπου 20-25, δεν θυμάμαι καλά, πήρανε πάλι οι Βούλγαροι, και κακοποιήσανε στην πόλη των Σερρών όπου τους είχανε κρατημένους. Από την άνοιξη του 1942, ο κόσμος άρχισε να ετοιμάζεται για την επόμενη χρονιά με ότι μπορούσε και όπως μπορούσε. Πρώτα - πρώτα, άρχισε να σπέρνει καλαμπόκι, φασόλια και ρεβίθια. Πριν το 1940, μας έλεγαν οι μεγάλοι, ότι το καλαμπόκι ευδοκιμούσε μόνο στα γερά χωράφια. Το τι καλαμπόκι έκαναν οι κορφές τότε, δεν λέγεται, καθώς και φασόλια και ρεβίθια, και όλα χωρίς λίπασμα. Το ελαιόλαδο φυσικά αντικαταστάθηκε από το σουσαμέλαιο. Η κάθε οικογένεια ενδιαφερόταν να εξασφαλίσει πρώτα το ψωμί της χρονιάς, τα άλλα ήταν δευτερεύοντα. Γιατί, έχοντας ψωμί, με τα χρήματα πού έπαιρνε από τα καπνά, μπορούσε να βρει και να αγοράσει, έστω και στη μαύρη αγορά, άλλα είδη, όπως αλάτι, πετρέλαιο και λάδι. Στο μεταξύ, τα καπνά τα δουλεύανε οι χωριανοί όπως και πριν από το 1940 και τα παίρνανε όλα οι Βούλγαροι, ως και τα καψίδια τέσσερα λέβα το κιλό. Όλα τα καπνά φεύγανε στη Γερμανία. Τότε ακριβώς, άρχισε ο κόσμος να καλλιεργεί τα αμπέλια. Ο Μυλωνάς, ο Κράκορς, τα Δρουμούδια. το Αγίασμα, η Κουρφούδα, το Τσούσμα γέμισαν από αμπέλια. Πολλά χωράφια που ήτανε πουλιάνες, ανοίχτηκαν τότε. Αν πεις πάλι για «μπαξούδια», γέμισε ο τόπος. Για κρέας δεν ξέρω τι γινότανε στα άλλα χωριά, πάντως στο δικό μας υπήρχε, μια και οι χασάπηδες σφάζαν συνέχεια. Ακόμα κι απ'τα γειτονικά χωριά έρχονταν και αγόραζαν κρέας. Μάλιστα, έπαιρναν το παχύ το κρέας για να το λιώνουν και να κρατούν το λάδι. Η μπομπότα ήταν η καθημερινή τροφή των χωριανών μας. Μερικοί που είχανε σιτάρι, ζυμώνανε μερικές φορές ανάμεσα και μπομπότα για να έχουν το σιτάρι για αργότερα, όπως έλεγαν. Κι ήταν η άτιμη τόσο γλυκιά, πού δεν τη χόρταινες. Όταν βοσκούσαμε τα ζώα, ανάβαμε φωτιά και επάνω στα κάρβουνα ρίχναμε ολόκληρες μπομπότες, τις ψήναμε και τις τρώγαμε. Και επειδή ήταν ξερή, το στόμα μας έκανε "γαγάτσια" (κάλους). Αν πεις μάλιστα για κατσαμάκα, το πόσο φαγώθηκε μέσα στην Κατοχή και ειδικά το χειμώνα, δεν λέγεται. Κατά το μήνα Μάιο κάθε χρόνο σ'όσους δεν έφτανε το σιτάρι και το καλαμπόκι, θέριζαν νωρίς κριθάρι, το άλεθαν και το ζύμωναν. Το ψωμί γινόταν μαύρο και με μικρά κομματάκια (άγανα) . Όταν οι γυναίκες κοσκινίζανε το αλεύρι, χρησιμοποιούσαν τρία είδη σίτας. Τη μεταξόσιτα, την πυτινή και την αραιή ή σίτα. Για την πρώτη και τη δεύτερη, δεν υπήρχε περίπτωση να κοσκινίσουν. Κοσκίνιζαν με την αραιή τη σίτα. Μια κοπέλα κοσκίνιζε με την αραιή και ο πατέρας της της έλεγε να πάρει το κόσκινο. Όταν με την αραιή δεν μένει τίποτα, με το κόσκινο τι θα μείνει; Έλεγε ο πατέρας: «Πάρι, άρή, το κόσκνου, δε καταλαβαίν'ς, πάρι τού κόσκνου». «Έ ολαν πατέρα, του κόσκνου, του κόσκνου, μή θέλ'ς να πάρω κι του δερμόν'» (που είχε μεγάλες τρύπες) ; Το δεύτερο χειμώνα, ο κόσμος του χωριού ήτανε πιο ετοιμασμένος από τρόφιμα, άλλα έπασχε από ρούχα. Μια και δεν υπήρχε άλλη λύση, ξήλωσαν στρώματα και έκαναν παντελόνια από μέσα, αν υπήρχε βαμβάκι ή μαλλί, το λαναρίζανε και το πλέκανε οι γυναίκες πουλόβερ, φανέλλες ή και εσώρουχα και σαν δεν φτάναν κι αυτά, αρχίσανε από τους μουσαμάδες που σκέπαζαν τις σκαλωσιές. Όσοι είχανε σταφιδόπανο, ήτανε μαλακό πανί και γινόταν καλά παντελόνια, όσο για τα χρώματα ήτανε πάντα μαύρα η μπλε. Τα παντελόνια «ρετσίνα» (μάλτες δεν υπήρχαν) ήταν είδος πολυτελείας. Όσοι έτυχε να έχουν, τα είχανε για γιορτινά. Όταν άρχιζαν να χαλάνε τα παντελόνια, έβαζαν οι γυναίκες τα μπαλώματα με διάφορα χρώματα έτσι, πού καμιά φορά τα μπαλώματα ήταν περισσότερα από το κανονικό ύφασμα. Άλλοι πάλι έβαζαν μεγάλα μπαλώματα πίσω και μπροστά στα γόνατα. Αυτά τα λέγανε «κουλαρές» και «γονατες». Αφού φτάσαν και στο σημείο να μπαλώνουν και τα κασκέτα τους, πού όλο κι όλο ήταν ένα μπάλωμα. Άλλοι πάλι είχανε ένα παντελόνι για τον ύπνο τους, το χωράφι, για έξω, «μονάλλαγο» όπως το έλεγαν. Οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν όλα τα τεχνάσματα πού βρίσκει η γυναικεία φιλαρέσκεια για να φαίνονται καλοντυμένες, έστω και με λίγα και φτηνά ρούχα πού είχαν. Όταν δεν έφτανε το ύφασμα για φόρεμα, τότε συνδυάζανε δύο χρώματα. Υποχρεωτικά, καθιερώθηκε το κοντό φόρεμα — όχι βέβαια το μίνι — αφού το ύφασμα δεν έφτανε για περισσότερο. Έφταναν μάλιστα και στο σημείο να ξηλώνουν τα τσούλια και να τα κάνουν σοσόνια. Πολύ φορέθηκε τότε το πατίκι, γιατί είχε το πλεονέκτημα να απαιτεί ελάχιστα χρήματα και να μοιάζει με παπούτσι, μια και τα πόδια δεν πατούσαν στο χώμα. Για το 1943, ο κόσμος του χωριού ήτανε κάπως καλύτερα. Άρχισαν να παρουσιάζονται και στην αγορά των Σερρώ'ν μερικά σακάκια και παντελόνια χοντρά τα όποια εμείς λέγαμε «ντερβεσίνες». Τι να έκανε ο κόσμος, τα έπαιρνε και τα φορούσε. Για παπούτσια χρησιμοποιούσαν πέδιλα και σκαρπίνια. Μετά άρχισαν τα τσόκαρα. Όσοι είχαν μερικά λάστιχα από παλιά πέδιλα, βάζανε κανά δυο λουριά επάνω και τα φορούσαν, άλλοι έβαζαν λουρίδες και πανιά γαζωμένα. Γυναίκες, άνδρες, όλοι το ίδιο φορούσαν. Το τι τσαρούχι φορέθηκε τότε δεν λέγεται, ως και το δέρμα ψόφιων γαϊδουριών δεν πήγαινε ανεκμετάλλευτο. Το Μάη του 1943 είχαμε το τρίτο και τελευταίο μπλόκο των Βουλγάρων στο χωριό μας, που πήραν και τους «εννιά» και τους σκοτώσανε. Τα ονόματα τους ήταν: Γεώργιος Τσιπλάκης, Κων)νος Βαγιάτας. Γεώργιος Βακαλιός, Αλέξανδρος Μούκας, Γεώργιος Γκλιόγκος. Αθανάσιος Καρανάσιος, Νικόλαος Δράγιος, Αθανάσιος Καλαϊτζής και Αθανάσιος Κοτρώτσιος. Στον τρίτο χρόνο άρχισε και η καλυτέρευση της ζωής των χωριανών. Το ένα έρχεται πίσω απ'τ άλλο. Άρχισε η νεολαία να παίρνει θάρρος και να σηκώνει το κεφάλι, κάμνοντας μερικά δειλά γλεντάκια με μπόλικο κρασί, άλλα ελάχιστο μεζέ, τόσο ώστε να μην πειραχτούν τα στομάχια. Αν πείς για χορούς, δεν έμεινε πογιάτα για πογιάτα, ως και στ'αλώνια χορεύανε. Αρκεί να υπήρχε γραμμόφωνο και πλάκες. Κι έπειτα απ'όλα αυτά. άρχισαν οι αρραβώνες και οι γάμοι. Νύφες με δανεικές προίκες, δανεικά νυφικά, γαμπροί με δανεικά κοστούμια. 1944. Ήδη με την απόβαση των συμμάχων στη Σικελία το 1943, με την υποχώρηση των Γερμανών από την Αφρική και στο ανατολικό μέτωπο, με την απόβαση στη Νορμανδία, είχαν χαλαρώσει πολύ τα πράγματα και οι Βούλγαροι είχαν αλλάξει συμπεριφορά. Έτσι και το χωριό μας, άρχισε να παίρνει τον προηγούμενο του ρυθμό. Τότε καθιερώθηκε και το «ράδιο παντόφλα». Καθώς δεν υπήρχαν εφημερίδες και ραδιόφωνα, ό.τι μαθαίναμε, το μαθαίναμε από στόμα σε στόμα. Οι τρεις - τέσσερις οικογένειες Βουλγάρων που είχαμε, φύγανε και μείνανε ως το τέλος, ένας πρόεδρος και ένας γραμματέας. Και, αν η Αθήνα λευτερώθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1944, εμείς γιορτάσαμε στο χωριό την απελευθέρωση στις 14 Σεπτεμβρίου 1944. Σε γενικές γραμμές, αυτή είναι η Ιστορία χωριού μας για τα τρισήμιση χρόνια της κατοχής. http://www.darnakas.gr Θ. Κοκοντζάρη |
↧
Η ζωή στο χωριό τα χρόνια της κατοχής
↧