Γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου το 1915 και πέθανε το 1965 στην Αθήνα από την επάρατο νόσο.
Αυτοδίδακτος, σπούδασε βιολί και έπαιζε αριστοτεχνικά κιθάρα. Ο Αντρέ Σεγκόβια, που ήταν φίλος του, δήλωνε και θαυμαστής του.
Πρωτοεμφανίστηκε στα αθηναϊκά κέντρα διασκέδασης το 1936 και υπήρξε δραστήριος κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Έχει συνθέσει και το «Χαϊδάρι», ένα πατριωτικό τραγούδι, που όμως το έθαψαν τότε εξαιτίας πολιτικών σκοπιμοτήτων και δεν διασώθηκε. Παράλληλα συμμετείχε στην Αντίσταση και τιμήθηκε με το Αριστείο της Εθνικής Αντίστασης προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα για την Απελευθέρωση και ριψοκινδυνεύοντας τη ζωή του, πάντα καλόκαρδος και γαλαντόμος. Αναφέρεται, εξάλλου, ότι αυτός ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε το «Κορόιδο Μουσολίνι» με στίχους του Γιώργου Οικονομίδη, πριν από τη Σοφία Βέμπο.
Εκτός από μεγάλος ερμηνευτής ήταν επίσης συνθέτης και στιχουργός.
Τραγούδησε και ρεμπέτικο αλλά υπηρέτησε και σφράγισε, πότε μόνος του και πότε με συνεργάτες –κυρίως το Τρίο Μπελκάντο–, το ατυχώς λεγόμενο «ελαφρό τραγούδι», ή τραγούδι της Παλιάς Αθήνας, ένα πολύ επιτυχημένο είδος που μεσουρανούσε από τη δεκαετία του 1930.
Τραγούδησε και ρεμπέτικο αλλά υπηρέτησε και σφράγισε, πότε μόνος του και πότε με συνεργάτες –κυρίως το Τρίο Μπελκάντο–, το ατυχώς λεγόμενο «ελαφρό τραγούδι», ή τραγούδι της Παλιάς Αθήνας, ένα πολύ επιτυχημένο είδος που μεσουρανούσε από τη δεκαετία του 1930.
Μετά την απελευθέρωση έφυγε στην Αμερική όπου αγαπήθηκε πολύ από την ομογένεια και κέρδισε υψηλά μεροκάματα, δίνοντας τα περισσότερα σε φιλανθρωπίες και σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Ερχόταν συχνά στην Αθήνα όπου ηχογραφούσε τα τραγούδια δουλεύοντας παράλληλα σε πολλά κέντρα, από τα φημισμένα κοσμικά όπως το «Σε Λαπέν» ως τα κλασικά λαϊκά όπως του «Τζίμη του Χοντρού».
Στη δεκαετία του 1950 μάλιστα, που και το λαϊκό τραγούδι βρισκόταν σε ακμή και τα δύο είδη ανταγωνίζονταν για την κορυφή της μουσικής σκηνής, ο Βασίλης Τσιτσάνης λέγεται ότι είχε πει: «Όσο υπάρχει Γούναρης δεν μπορεί το λαϊκό να σηκώσει κεφάλι». Βεβαίως, αργότερα το λαϊκό θα εξοβελίσει το «ελαφρό» και θα γίνει κυρίαρχο. Είχαν εκφράσει τον θαυμασμό τους για αυτόν σπουδαία ονόματα της εποχής όπως ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Θόδωρος Δερβενιώτης, ο Βαγγέλης Περπινιάδης και ο Στέλιος Καζαντζίδης.
Μέσα στη θαυμαστή απλότητά του, ένας γλυκός και χαμογελαστός γίγαντας, με την κιθάρα του ερμήνευσε απαράμιλλα. Αυθεντικός, είχε το χάρισμα να αγγίζει το κοινό με τη ζεστή φωνή του που ερχόταν κατευθείαν από την ψυχή.
Και επειδή πάντα αρέσουν και διαχέονται εύκολα οι θρύλοι, επικρατούσε και γι’ αυτόν ένας θρύλος εκείνη την εποχή. Ότι, λέει, τον είχε αφήσει η αγαπημένη του για κάποιον άλλον και ήταν ένας απατημένος και πληγωμένος που έγραφε τραγούδια για να τη φέρει πίσω.
Η καλύτερη τροφοδοσία αυτού του παραμυθιού ήταν τα τόσα ερωτικά τραγούδια του: «Γύρνα πάλι αγάπη μου», «Ποιος σε πήρε και μου ’φυγες», «Αυτός ο άλλος», «Πού να ’σαι τώρα αγαπημένη», «Ένα βράδυ που ’βρεχε» και τόσα άλλα. Ο κόσμος συγκινείτο και του συμπαρίστατο με κατανόηση. Λέγεται δε ότι ζήτησε από τον Κώστα Κοφινιώτη να του γράψει και να ερμηνεύσει με βαριά καρδιά το «Αυτός ο άλλος είναι ευεργέτης μου μεγάλος» ώστε να διασκεδάσει και να καταρρίψει αυτόν τον μύθο.
Ο θρύλος απέχει όμως παρασάγγας από την πραγματικότητα. Ήταν πολύ ερωτευμένος και αγαπούσε τη γυναίκα του, τη Βαλεντίνη, η οποία υπήρξε σε όλη του τη ζωή η μούσα του.