Η Πλατεία Μοναστηρακίου πήρε τ’όνομά της από το Μεγάλο Μοναστήρι της Παντάνασσας που ιδρύθηκε τον 10ο Αιώνα.
Εκεί και στη γύρω περιοχή ύφαιναν υφάσματα που τ’ αποκαλούσαν «αμπάδες». Γι’ αυτό και μια άλλη ονομασία που δόθηκε στο μέρος, ονομασία που διατηρήθηκε και μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, ήταν «Αμπατζήδικα». Σήμερα έχει απομείνει ένα μέρος μόνο του Μοναστηριού. Πρόκειται για το μικρό εκκλησάκι της πλατείας όπου τιμούμε την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Επί Όθωνος(1834-1862) υπήρχε πολύ κοντά Στρατώνας που έδωσε άλλο ένα όνομα-παρατσούκλι στην πλατεία: Πλατεία της Παλιάς Στρατώνας. Οι Παλιοί Αθηναίοι τρελαινόντουσαν να δίνουν προσωνύμια και παρατσούκλια γι’ αυτό δεν άργησαν να ονομάσουν την περιοχή και «Τζιερτζίδικα», από τη λέξη Τζιέρι που σημαίνει συκώτι, σπλάχνο -ασφαλώς θα έχετε ακούσει την έκφραση «μού’πρηξες το τζιέρι» αντί του «μού’πρηξες το συκώτι»-, εντόσθια που τηγάνιζαν μικρές ταβερνούλες που γέμιζαν την περιοχή, όπως σήμερα τα σουβλατζίδικα.
Στην πλατεία δεσπόζει το επιβλητικό μουσουλμανικό τζαμί που χτίσθηκε το 1759. Σήμερα λειτουργεί σαν Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Ο δρόμος που περνά μπροστά από την είσοδό του, όπως και μπροστά από την είσοδο του σταθμού, ονομάζεται οδός Άρεως. Εκεί στον αρ.1 του δρόμου λειτουργούσε ένα από τα πιο γραφικά τζιερτζίδικα της Παλιάς Αθήνας: η «Οικονομία» του Χαράλαμπου Τασούλα. Πάρτε εικόνα και γυρίστε πίσω στο χρόνο. Βρισκόμαστε στο 1890
«Είναι το πιο περίεργο και το πιο μικρό μαγειρειό της Αθήνας και βρίσκεται σε μία από τις τρύπες που έχει στο ισόγειό της το αιωνόβιο τζαμί στο Μοναστηράκι. Οδός Άρεως, αριθμός 1. Αριστερά του είναι ένα τσαρουχάδικο και δεξιά του ένα μπακάλικο, το μικρότερο της Αθήνας.Για να διαβάσετε την επιγραφή του, πρέπει να τύχετε ή πολύ πρωί ή μετά το μεσημέρι. Όλες τις άλλες ώρες τη σκεπάζει, όπως και την είσοδο του καταστήματος, ένα πυκνό σύννεφο από τους καπνούς του τηγανιού, άλλοτε με μαρίδες, άλλοτε με μπακαλιαράκια, άλλοτε με τζιεράκια και καμιά φορά –ως είδος πολυτελείας– με τους κεφτέδες. Το τσιτσίρισμα του τηγανιού συνοδεύεται συχνά και από το σιγανό τραγούδι του Χαράλαμπου, πάντα με ένα πιρούνι στο χέρι.
Η κουζίνα του καταστήματος αποτελείται από μια φουφού που δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ με το τηγάνι. Διακοπές του τηγανιού γίνονται μονάχα λίγες ώρες το πρωί και νωρίς το απόγευμα, όταν βράζει στο τσουκάλι η ημερήσια φασολάδα με μπόλικες πιπεριές και κρεμμύδι.Το εσωτερικό του καταστήματος έχει εμβαδόν, πάνω κάτω, ενός τετραγωνικού μέτρου και ύψος δύο, και είναι πιασμένο από ράφια γεμάτα χαρτοσακούλες με όσπρια, με αλεύρι για το τηγάνισμα και διάφορα μπαχαρικά. Στα μπροστινά ράφια βρίσκονται μπουκάλες με κρασί, γιατί ο μικρός χώρος δεν επιτρέπει την τοποθέτηση βαρελιού.
Η «τραπεζαρία» είναι απέξω, κάτω από την επιγραφή στο χαγιάτι. Την προστατεύουν από τους τέσσερις ανέμους μερικά σανιδένια φράγματα, θωρακισμένα με γκαζοντενεκέδες.
Η «τραπεζαρία» είναι απέξω, κάτω από την επιγραφή στο χαγιάτι. Την προστατεύουν από τους τέσσερις ανέμους μερικά σανιδένια φράγματα, θωρακισμένα με γκαζοντενεκέδες.
Οι πελάτες στέκονται όρθιοι και τρώνε μπρος στο τηγάνι ή το τσουκάλι που αχνίζει στη φουφού. Αν θέλουν να φάνε πιο «άνετα», κάθονται στην άκρη σε ένα ξύλινο πεζούλι, που είναι δεξιά κι αριστερά από την πόρτα του μαγαζιού. Παίρνουν στα χέρια το πιάτο με τη φασολάδα ή τον πατσά και… φασκελώνουν τις πολυτέλειες του «Αβέρωφ» και του «Διεθνούς». Σε περίπτωση συνωστισμού, κάθε πελάτης περιφρουρεί αυστηρά το πιάτο του, γιατί πολλοί επιτήδειοι παίρνουν κουταλιές και από τα πλαϊνά πιάτα!»
Κέντρο της συνοικίας του Μοναστηρακίου, μια από τις παλιές συνοικίες της Αθήνας, ήταν και η Πλατεία Αβησσυνίας.Εδώ λειτουργεί, από το 1910 μέχρι σήμερα, οργανωμένη αγορά μεταχειρισμένων ρούχων, παπουτσιών, επίπλων, βιβλίων και ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Φυσικά στη σύγχρονη έκδοση, στα «παλιατζίδικα» έχουν προστεθεί κοσμήματα, ρούχα σινιέ και πολλά άλλα παράταιρα, πράγμα βεβαίως που δεν χαλά καθόλου τους επισκέπτες που βρίσκονται μπροστά σ’ ένα πρωτότυπο και αλλόκοτο πανηγύρι.
Επειδή όμως μιλάμε για την Παλιά Αθήνα θα πρέπει να φανταστείτε το όλο σκηνικό κάπως αλλιώς. Το Μοναστηράκι ήταν τότε η Πύλη Εισόδου στην Αθήνα των κάθε λογής επαρχιωτών που ερχόντουσαν από διάφορα μέρη της Ελλάδος στην Πρωτεύουσά της, είτε για μόνιμη εγκατάσταση, είτε για τις δουλειές τους. Έτσι λοιπόν η περιοχή ήταν γεμάτη χάνια, αργότερα μικρά ξενοδοχεία. Από εδώ ξεκινούσαν τα κάρα και οι άμαξες προς όλες τις κατευθύνσεις.Εδώ και στο διπλανό Ψυρρή ήταν μαζεμένες οι περισσότερες βιοτεχνίες της Αθήνας. Ορείχαλκος, δέρμα, σίδερο, ξύλο, ψαθί ήταν τα υλικά με τα οποία δούλευαν οι μάστορες της πόλης, οργανωμένοι αυστηρά σε συντεχνίες (ρουφέτια).
Κάθε πρωτοεμφανιζόμενος επισκέπτης της πόλης χανόταν στα δρομάκια της συνοικίας, φροντίζοντας πρώτα-πρώτα για την αγορά ρούχων και παπουτσιών ώστε να φαίνεται λιγότερο επαρχιώτης! Μετά φυσικά όλη η άλλη αγορά ήταν κυριολεκτικά στα πόδια του. Ας πάμε λοιπόν και εμείς μια βόλτα στο Παζάρι, στο Μοναστηράκι -βρισκόμαστε κάπου στο 1926-, πιο γνωστό πλέον σαν «Γιουσουρούμ», από το όνομα του πρώτου εμπόρου μεταχειρισμένων, Εβραίου από τη Σμύρνη, που εγκαταστάθηκε στην περιοχή κατά το 1863: Του Ελία ή Νώε Γιουσουρούμ ή Γιεσουρούμ.
Έτοιμοι; Πάμε!«Κυριακή πρωί στην Πλατεία Αβησσυνίας
– Ορίστε, κύριοι… Διαλέγετε και παίρνετε!
Συνωστισμός που θα τον ζήλευε η Ερμού.
Ένας, κάποτε κομψευόμενος, γεροντάκος παζαρεύει ματογυάλια…
– Θέλετε για μύωψ; ρωτά ο πωλητής.
– Όχι, πρεσβυωπία έχω.
– Δεν έχουμε δυστυχώς. Αυτά είναι για τους μύωψ και γι’ αυτούς που δε βλέπουνε κοντά!!!
– Ε, απ’ αυτά θέλω! εξηγεί ο γεροντάκος. Δοκιμάζει διαβάζοντας ένα παλιό βιβλίο και ικανοποιείται! Ούτε νούμερο ούτε τίποτα! Πληρώνει και φεύγει ενθουσιασμένος…
Στο διπλανό μαγαζί με επιγραφή “Εν τούτω νίκα”, ο καταστηματάρχης έχει βάλει το γραμμόφωνο:
“Κελαηδήστε, ωραία μου πουλάκια κελαηδήστε”… Το γραμμόφωνο πωλείται.
– Είναι… ρομαντικό! φωνάζει ο πωλητής για να προσελκύσει την πελατεία.
– Είναι καλό; ρωτά ένας.
– Αφού παίζει και συναυλίες, απαντά σοβαρότατα ο καταστηματάρχης.
Κι επειδή ο πελάτης δεν ενθουσιάζεται, συμπληρώνει:
– Άκου δω… αν δεν το θέλεις, έχω μέσα και βιολί!Ένας πόλισμαν παίρνει να δει μια σφυρίχτρα.
– Αυτή που βλέπεις, μπορεί να είναι και του Μπαϊρακτάρη, παρατηρεί ο καταστηματάρχης.
– Μα, δε σφυρίζει! παρατηρεί ο πόλισμαν…
– Τι λες, καλέ; Αυτή δε σφυρίζει; Φέρ’ τη δω!
Την παίρνει, τη βάζει στο στόμα και με ταχυδακτυλουργική δεξιοτεχνία αφήνει ένα παρατεταμένο και ηχηρό σφύριγμα… με τα δάχτυλα! Ο πόλισμαν τον αγριοκοιτάζει και φεύγει…
– Πάρτην κι άμα θέλεις να σφυρίξεις εδώ είμαι εγώ! επιμένει ο έμπορος…Πιο κάτω, ένας πλανόδιος “καθηγητής του Πανεπιστημίου” φωνάζει αξιοπρεπώς: “Εδώ τα ανθρωποσωτήρια έμπλαστρα!”.
– Τι κάνουν αυτά;
– Όλες τας παθήσεις των νοσημάτων, κύριε, τας νοσηλεύουν στιγμιαίως!
– Δηλαδή;
– Γρίπη, συνάχι, βήχα, καρκίνο, φυματίωση, βαρυστομαχιά! Βάζετε ένα έμπλαστρο και είσθε εν τάξει. Όλοι οι καθηγηταί του Πανεπιστημίου τα χρησιμοποιούν…
– Τι λες; Και γιατί δε σε υποστηρίζουν;
– Ένεκα η αντιζηλία βλέπετε!Παραδίπλα κρέμονται καμιά δεκαριά κιθάρες…
– Θέλεις μια κανταδορίστικη, αφεντικό; Είναι μερακλού!
– Μα, δεν ξέρω να παίζω…
– Άμα την πάρεις αυτή, θα μάθεις. Να, κοίτα… και της τραβάει μια στις χορδές που ηχούν ασυνάρτητα.
– Είδες! λέει σοβαρότατα…
Αλλά ο πελάτης φεύγει.Παρακάτω ένας πελάτης περιεργάζεται ένα πιάτο του τοίχου.
– Να σου δώσω ένα τάληρο να το πάρω;
Ο καταστηματάρχης ενδίδει…
– Κομμάτια να γίνει!
Και… ω του θαύματος, το πιάτο γλιστρά από τα χέρια του πελάτη και γίνεται κομμάτια. Ο έμπορος θέλει να πληρωθεί, ο πελάτης αρνείται, ο μοιραίος πόλισμαν, χωρίς σφυρίχτρα, εμφανίζεται και ο πελάτης συμβιβάζεται να πληρώσει τα μισά…– Ορίστε, κυρία… περάστε, κύριοι…
– Μα πού να περάσουμε; Μήπως έχεις μαγαζί;
– Τι να το κάνω; Εδώ δε σταυρώνουμε φράγκο στο δρόμο! Φαντάσου νάχαμε και μαγαζί!
– Πόσο έχει το καναρίνι;
– Ένα χιλιάρικο, εγώ το πουλάω διακόσες…
– Και γιατί το πουλάς διακόσιες;
– Γιατί τόχω κλεμμένο, κύριος!
Και ο κύριος που είναι λιγάκι αφελής, την παθαίνει και παίρνει τον φλώρο για καναρίνι οκαζιόν!
– Μα, κελαηδεί; διατυπώνει την τελευταία του αμφιβολία…
– Αν κελαηδεί! Μήπως παύει μέρα-νύχτα; Μην κοιτάς τώρα που σε είδε και φοβήθηκε…
– Σαλόνια ωραία, μοντέρνα, Λουδοβίκου τετάρτου! Τι κοιτάτε, κυρία μου; Το κάντρο; Αυτό είναι του Μιχαήλ Άγγελου!
Η κυρία όμως φαίνεται να μην καταπλήσσεται…
– Ποίος είναι ο Μιχαήλ Άγγελος; ρωτάει…
– Ο Μιχαλάκης ο Άγγελος –αλλάζει αμέσως το τροπάρι ο έμπορος–, παιδί δικό μας, ελαιοχρωματιστής. Να, εδώ κάθεται. Θέλεις να τον φωνάξω;
Και η κυρία αγοράζει αντί 45 δραχμών τον πίνακα και παρακαλεί να περάσει από το σπίτι της ο Μιχαήλ Άγγελος για να βάψει κάτι!
– Ορίστε, κύριοι… δόξες, χαρές, δάκρυα, αισθήματα, αναμνήσεις… Όλα στη φτήνια!»
– Ορίστε, κύριοι… Διαλέγετε και παίρνετε!
Συνωστισμός που θα τον ζήλευε η Ερμού.
Ένας, κάποτε κομψευόμενος, γεροντάκος παζαρεύει ματογυάλια…
– Θέλετε για μύωψ; ρωτά ο πωλητής.
– Όχι, πρεσβυωπία έχω.
– Δεν έχουμε δυστυχώς. Αυτά είναι για τους μύωψ και γι’ αυτούς που δε βλέπουνε κοντά!!!
– Ε, απ’ αυτά θέλω! εξηγεί ο γεροντάκος. Δοκιμάζει διαβάζοντας ένα παλιό βιβλίο και ικανοποιείται! Ούτε νούμερο ούτε τίποτα! Πληρώνει και φεύγει ενθουσιασμένος…
Στο διπλανό μαγαζί με επιγραφή “Εν τούτω νίκα”, ο καταστηματάρχης έχει βάλει το γραμμόφωνο:
“Κελαηδήστε, ωραία μου πουλάκια κελαηδήστε”… Το γραμμόφωνο πωλείται.
– Είναι… ρομαντικό! φωνάζει ο πωλητής για να προσελκύσει την πελατεία.
– Είναι καλό; ρωτά ένας.
– Αφού παίζει και συναυλίες, απαντά σοβαρότατα ο καταστηματάρχης.
Κι επειδή ο πελάτης δεν ενθουσιάζεται, συμπληρώνει:
– Άκου δω… αν δεν το θέλεις, έχω μέσα και βιολί!
– Αυτή που βλέπεις, μπορεί να είναι και του Μπαϊρακτάρη, παρατηρεί ο καταστηματάρχης.
– Μα, δε σφυρίζει! παρατηρεί ο πόλισμαν…
– Τι λες, καλέ; Αυτή δε σφυρίζει; Φέρ’ τη δω!
Την παίρνει, τη βάζει στο στόμα και με ταχυδακτυλουργική δεξιοτεχνία αφήνει ένα παρατεταμένο και ηχηρό σφύριγμα… με τα δάχτυλα! Ο πόλισμαν τον αγριοκοιτάζει και φεύγει…
– Πάρτην κι άμα θέλεις να σφυρίξεις εδώ είμαι εγώ! επιμένει ο έμπορος…
– Τι κάνουν αυτά;
– Όλες τας παθήσεις των νοσημάτων, κύριε, τας νοσηλεύουν στιγμιαίως!
– Δηλαδή;
– Γρίπη, συνάχι, βήχα, καρκίνο, φυματίωση, βαρυστομαχιά! Βάζετε ένα έμπλαστρο και είσθε εν τάξει. Όλοι οι καθηγηταί του Πανεπιστημίου τα χρησιμοποιούν…
– Τι λες; Και γιατί δε σε υποστηρίζουν;
– Ένεκα η αντιζηλία βλέπετε!
– Θέλεις μια κανταδορίστικη, αφεντικό; Είναι μερακλού!
– Μα, δεν ξέρω να παίζω…
– Άμα την πάρεις αυτή, θα μάθεις. Να, κοίτα… και της τραβάει μια στις χορδές που ηχούν ασυνάρτητα.
– Είδες! λέει σοβαρότατα…
Αλλά ο πελάτης φεύγει.
– Να σου δώσω ένα τάληρο να το πάρω;
Ο καταστηματάρχης ενδίδει…
– Κομμάτια να γίνει!
Και… ω του θαύματος, το πιάτο γλιστρά από τα χέρια του πελάτη και γίνεται κομμάτια. Ο έμπορος θέλει να πληρωθεί, ο πελάτης αρνείται, ο μοιραίος πόλισμαν, χωρίς σφυρίχτρα, εμφανίζεται και ο πελάτης συμβιβάζεται να πληρώσει τα μισά…
– Μα πού να περάσουμε; Μήπως έχεις μαγαζί;
– Τι να το κάνω; Εδώ δε σταυρώνουμε φράγκο στο δρόμο! Φαντάσου νάχαμε και μαγαζί!
– Πόσο έχει το καναρίνι;
– Ένα χιλιάρικο, εγώ το πουλάω διακόσες…
– Και γιατί το πουλάς διακόσιες;
– Γιατί τόχω κλεμμένο, κύριος!
Και ο κύριος που είναι λιγάκι αφελής, την παθαίνει και παίρνει τον φλώρο για καναρίνι οκαζιόν!
– Μα, κελαηδεί; διατυπώνει την τελευταία του αμφιβολία…
– Αν κελαηδεί! Μήπως παύει μέρα-νύχτα; Μην κοιτάς τώρα που σε είδε και φοβήθηκε…
– Σαλόνια ωραία, μοντέρνα, Λουδοβίκου τετάρτου! Τι κοιτάτε, κυρία μου; Το κάντρο; Αυτό είναι του Μιχαήλ Άγγελου!
Η κυρία όμως φαίνεται να μην καταπλήσσεται…
– Ποίος είναι ο Μιχαήλ Άγγελος; ρωτάει…
– Ο Μιχαλάκης ο Άγγελος –αλλάζει αμέσως το τροπάρι ο έμπορος–, παιδί δικό μας, ελαιοχρωματιστής. Να, εδώ κάθεται. Θέλεις να τον φωνάξω;
Και η κυρία αγοράζει αντί 45 δραχμών τον πίνακα και παρακαλεί να περάσει από το σπίτι της ο Μιχαήλ Άγγελος για να βάψει κάτι!
– Ορίστε, κύριοι… δόξες, χαρές, δάκρυα, αισθήματα, αναμνήσεις… Όλα στη φτήνια!»