Του κ. ΔΗΜ. ΓΙΑΝΝΟΥΚΑΚΗ
Βρε παιδιά, ας δημιουργήσωμε κι'εμείς μια λέξι: Τις πρωϊνούλες.
Τι είναι αυτές;΄Θα σας πω.
Οι Παριζιάνοι έχουν δημιουργήσει τις μιντινέττες από την λέξι: μιντί - μεσημέρι.
Απεκάλεσαν "μιντινέττες"όλο εκείνο το μελίσσι των χαριτωμένων κοριτσιών -δεκάδες χιλιάδων είναι- που εργάζονται σε διάφορα μαγαζιά, μοδιστράδικα, ραφτάδικα, καπελλάδικα, καταστήματα μόδας, γραφεία πάσης επιχειρήσεως και χύνονται το μεσημέρι στους δρόμους, σωστό μελίσσι νεότητος και δροσιάς για να πάνε να τσιμπήσουν κάτι για το μεσημεριανό τους φαγητό. Είναι "μεσημεριανούλες" -μιντινέττες όπως τις έβγαλαν κάποτε και τις αποκαλούν ακόμη.
Αυτές τις σκέψεις έκανα στις οκτώ το πρωί, όταν έβλεπα να ξεπροβάλλουν από όλους τους δρόμους που έχουν αφετηρία την πλατεία Ομονοίας, μικρά, μεγάλα, νόστιμα, άσχημα, μα πάντα δροσερά, νοικοκυροκόριτσα, δακτυλογραφούλες που τρέχουν να προλάβουν το "βιβλίο παρουσίας"σε μια Τράπεζα, υπαλληλούλες γραφείων, μαγαζιών, χαριτωμένα νειάτα γεμάτα κέφι και δροσιά.
Στις οκτώ το πρωί!..
Πρωϊνές-πρωϊνές οι πρωϊνούλες μας. Και τώρα τον χειμώνα ακόμη που ο ύπνος το πρωί είναι γλυκύτερος και η ζέστη του κρεββατιού δύσκολα εγκαταλείπεται, τα κοριτσόπουλα αυτά που κυκλοφορούν στις οκτώ, πρέπει να εγκατέλειψαν τα στρωσίδια του κρεββατιού τουλάχιστον στις επτά.
Διότι, τι θαρρείτε;΄
Δεν ζούμε στον παλιό καιρό που η γυναίκα δεν έδινε σημασία στην περιποίησι του εαυτού της. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η κάλτσα η νάϋλον δεν μπορεί φουριαστά-φουριαστά να ενθυλακώση τη γάμπα. Θέλει προσοχή, γιατί ένας πόντος εύκολα φεύγει, οπότε... κλάφ'τα Χαράλαμπε!...
Έπειτα είναι το χειλάκι που πρέπει να πασαλειφτή κανονικά με το θαυματουργό κραγιόνι. Χασομέρια είναι αυτά.
Και η κρέμα της ημέρας; Χμ!... Μπελάς κι'αυτός. Και η πούδρα; Άλλη χρονοτριβή. Κι'αν υπάρχει και ρουζ για λίγη ζωηρότητα στα μάγουλα ή κανένα ρίμελ, τότε τι γίνεται;
Το βιβλίο παρουσίας δεν περιμένει στην είσοδο της Τραπέζης.
Το μαλλί το ξεχνάτε;΄Είναι περιπέτεια ετοιμασίας κι'αυτό. Αφήνω που η πρωϊνή γυμναστική -στα περισσότερα κορίτσια- τρώει επίσης δέκα λεπτά. Κι'έπειτα οι αποστάσεις δεν είναι κοντινές. Κοπελλίτσα που κάθεται πέρα από το τέρμα Πατησίων, στην Νέα Χαλκηδόνα, πρέπει να πάη στο υπουργείο Μεταφορών κοντά στο Ζάππειο. Απόστασις, όχι αστεία...
Λοιπόν, κάτι η προετοιμασία για την άψογη εμφάνισι, κάτι ο δρόμος, περνάει η ώρα.
Φωνάζει καμιά φορά η μαμά:
- Άργησες Φωφώ...
- Τι να κάνω μαμά; Να πάω σαν κατσιβέλλα; Τό'χει πιάσει το μαλλί μου το πείσμα του σήμερα και δεν θέλει να στρώση...
Δραματική υπόθεσις. Το ντύσιμο δεν πιάνει πολύ χρόνο. Που τα παλαιά ντυσίματα με τους κορσέδες, με τ'απειράριθμα κορδόνια, τα μποτίνια ίσαμε το γόνατο με τα τριάντα δύο κουμπιά το καθένα, τις μπερδεμένες κατσοδέτες, τις χίλιες μια φουρκέτες στα μαλλιά, τους κότσους και τα λοιπά...
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στις πρωϊνούλες.
Οκτώ παρά τέταρτο, επτάμιση καμιά φορά το πρωί, ενώ οι άνδρες με το πρωϊνό αγιάζι χουχουλίζουν τα χέρια τους, έχουν σηκωμένους τους γιακάδες των πανωφοριών και βαδίζοντας βλαστημούν την ώρα που γεννηθήκανε , πουλάκια τιτιβίζοντα διασχίζουν την πλατεία με το ροδοκόκκινο μυτάκι αναπεπταμένο στον αέρα σαν να οσφραίνεται και να φερμάρη αρσενικό κυνήγι.
Θα πηδήσουν με χάρι από το λεωφορείο. Τα πρώτα βήματα μετά το πήδημα απ'το λεωφορείο είναι βιαστικά κατά κανόνα, σαν να τα προωθή η κεκτημένη ταχύτης από το σάλτο.
Και διασχίζουν δρόμους, στενά και πλατείες οι πρωϊνούλες. Έξυπνα τα νεανικά μάτια, ρίχνουν βλέμματα ναζιάρικα, χαδιάρικα, παθητικά, προκλητικά, όλων των ειδών τα βλέμματα.
Το φρεσκοβαμμένο χειλάκι δεν έχει προλάβει να χάση την ζωηρή του στιλπνότητα. Η ελαφρά πουδρίτσα παρουσιάζει το νεανικό μάγουλο σαν αγίνωτο ροδάκινο. . Κάποιο ψεύτικο κολλιέ από στρογγυλά πρασινόγυαλα, δίνει και αυτό τον τόνο του στην όλη εμφάνισι.
Η τσάντα κρέμεται στον ώμο. Είναι ο γυλιός με τα εφόδια σε άλλη θέσι.
Κι'η τεζαρισμένη κάλτσα με την άψογα ρυθμισμένη θέσι της ραφής στην υποθετική κάθετη τομή της γάμπας, η κάλτσα η νάϋλον συμπληρώνει το αερώδες στην πρωϊνή έκστασι...
Σιγοψιθυρίζουν οι άνδρες:
- Βρε την αφιλότιμη... Ακόμα δεν ξύπνησε και τό'βαλε το κοκκινάδι..
- Στη γυάλα τό'χες το κεφαλάκι σου κοπέλλα μου;
Tι τα συζητείτε βρε παιδιά; Αγήστε να τις βλέπουμε πρωί-πρωί. Ποιος δεν θέλει ανθοστόλιστα τα λεωφορεία, λουλουδιασμένα τα τραμ, ανοιξιάτική την άσφαλτο, αρωματισμένο το πεζοδρόμιο;
Αν έχουν οι Παριζιάνοι τις μιντινέττες, αφήστε νά'χωμε κι'εμείς τις πρωϊνούλες μας. Είναι το μόνο μας ορεκτικό για τον εισαγωγικό της δουλειάς και απαίσιο καφέ του γραφείου που θα μας τον φέρη ένα γκαρσόνι με λαδωμένη χωρίστρα και βρώμικη ποδιά.
Πρωϊνούλες περνάτε... Περνάτε αδιάκοπα. Στους θλιβερούς τόνους της καθημερινής ζωής είσαστε η δεύτερη εντύπωσις, η ευχάριστη. Η πρώτη, η δυσάρεστη, είναι το σαρδελλοστοίβαγμά μας στα απίθανα τροχοφόρα που μας μαζεύουν από τις μακρυνές γειτονιές για να μας αδειάσουν στα σκυθρωπά γραφεία...
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Εμπρός", στις 9/2/1952
(Διατηρήθηκε η σύνταξη και η ορθογραφία του πρωτότυπου)
Βρε παιδιά, ας δημιουργήσωμε κι'εμείς μια λέξι: Τις πρωϊνούλες.
Τι είναι αυτές;΄Θα σας πω.
Οι Παριζιάνοι έχουν δημιουργήσει τις μιντινέττες από την λέξι: μιντί - μεσημέρι.
Απεκάλεσαν "μιντινέττες"όλο εκείνο το μελίσσι των χαριτωμένων κοριτσιών -δεκάδες χιλιάδων είναι- που εργάζονται σε διάφορα μαγαζιά, μοδιστράδικα, ραφτάδικα, καπελλάδικα, καταστήματα μόδας, γραφεία πάσης επιχειρήσεως και χύνονται το μεσημέρι στους δρόμους, σωστό μελίσσι νεότητος και δροσιάς για να πάνε να τσιμπήσουν κάτι για το μεσημεριανό τους φαγητό. Είναι "μεσημεριανούλες" -μιντινέττες όπως τις έβγαλαν κάποτε και τις αποκαλούν ακόμη.
Αυτές τις σκέψεις έκανα στις οκτώ το πρωί, όταν έβλεπα να ξεπροβάλλουν από όλους τους δρόμους που έχουν αφετηρία την πλατεία Ομονοίας, μικρά, μεγάλα, νόστιμα, άσχημα, μα πάντα δροσερά, νοικοκυροκόριτσα, δακτυλογραφούλες που τρέχουν να προλάβουν το "βιβλίο παρουσίας"σε μια Τράπεζα, υπαλληλούλες γραφείων, μαγαζιών, χαριτωμένα νειάτα γεμάτα κέφι και δροσιά.
Στις οκτώ το πρωί!..
Πρωϊνές-πρωϊνές οι πρωϊνούλες μας. Και τώρα τον χειμώνα ακόμη που ο ύπνος το πρωί είναι γλυκύτερος και η ζέστη του κρεββατιού δύσκολα εγκαταλείπεται, τα κοριτσόπουλα αυτά που κυκλοφορούν στις οκτώ, πρέπει να εγκατέλειψαν τα στρωσίδια του κρεββατιού τουλάχιστον στις επτά.
Διότι, τι θαρρείτε;΄
Δεν ζούμε στον παλιό καιρό που η γυναίκα δεν έδινε σημασία στην περιποίησι του εαυτού της. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η κάλτσα η νάϋλον δεν μπορεί φουριαστά-φουριαστά να ενθυλακώση τη γάμπα. Θέλει προσοχή, γιατί ένας πόντος εύκολα φεύγει, οπότε... κλάφ'τα Χαράλαμπε!...
Έπειτα είναι το χειλάκι που πρέπει να πασαλειφτή κανονικά με το θαυματουργό κραγιόνι. Χασομέρια είναι αυτά.
Και η κρέμα της ημέρας; Χμ!... Μπελάς κι'αυτός. Και η πούδρα; Άλλη χρονοτριβή. Κι'αν υπάρχει και ρουζ για λίγη ζωηρότητα στα μάγουλα ή κανένα ρίμελ, τότε τι γίνεται;
Το βιβλίο παρουσίας δεν περιμένει στην είσοδο της Τραπέζης.
Το μαλλί το ξεχνάτε;΄Είναι περιπέτεια ετοιμασίας κι'αυτό. Αφήνω που η πρωϊνή γυμναστική -στα περισσότερα κορίτσια- τρώει επίσης δέκα λεπτά. Κι'έπειτα οι αποστάσεις δεν είναι κοντινές. Κοπελλίτσα που κάθεται πέρα από το τέρμα Πατησίων, στην Νέα Χαλκηδόνα, πρέπει να πάη στο υπουργείο Μεταφορών κοντά στο Ζάππειο. Απόστασις, όχι αστεία...
Λοιπόν, κάτι η προετοιμασία για την άψογη εμφάνισι, κάτι ο δρόμος, περνάει η ώρα.
Φωνάζει καμιά φορά η μαμά:
- Άργησες Φωφώ...
- Τι να κάνω μαμά; Να πάω σαν κατσιβέλλα; Τό'χει πιάσει το μαλλί μου το πείσμα του σήμερα και δεν θέλει να στρώση...
Δραματική υπόθεσις. Το ντύσιμο δεν πιάνει πολύ χρόνο. Που τα παλαιά ντυσίματα με τους κορσέδες, με τ'απειράριθμα κορδόνια, τα μποτίνια ίσαμε το γόνατο με τα τριάντα δύο κουμπιά το καθένα, τις μπερδεμένες κατσοδέτες, τις χίλιες μια φουρκέτες στα μαλλιά, τους κότσους και τα λοιπά...
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στις πρωϊνούλες.
Οκτώ παρά τέταρτο, επτάμιση καμιά φορά το πρωί, ενώ οι άνδρες με το πρωϊνό αγιάζι χουχουλίζουν τα χέρια τους, έχουν σηκωμένους τους γιακάδες των πανωφοριών και βαδίζοντας βλαστημούν την ώρα που γεννηθήκανε , πουλάκια τιτιβίζοντα διασχίζουν την πλατεία με το ροδοκόκκινο μυτάκι αναπεπταμένο στον αέρα σαν να οσφραίνεται και να φερμάρη αρσενικό κυνήγι.
Θα πηδήσουν με χάρι από το λεωφορείο. Τα πρώτα βήματα μετά το πήδημα απ'το λεωφορείο είναι βιαστικά κατά κανόνα, σαν να τα προωθή η κεκτημένη ταχύτης από το σάλτο.
Και διασχίζουν δρόμους, στενά και πλατείες οι πρωϊνούλες. Έξυπνα τα νεανικά μάτια, ρίχνουν βλέμματα ναζιάρικα, χαδιάρικα, παθητικά, προκλητικά, όλων των ειδών τα βλέμματα.
Το φρεσκοβαμμένο χειλάκι δεν έχει προλάβει να χάση την ζωηρή του στιλπνότητα. Η ελαφρά πουδρίτσα παρουσιάζει το νεανικό μάγουλο σαν αγίνωτο ροδάκινο. . Κάποιο ψεύτικο κολλιέ από στρογγυλά πρασινόγυαλα, δίνει και αυτό τον τόνο του στην όλη εμφάνισι.
Η τσάντα κρέμεται στον ώμο. Είναι ο γυλιός με τα εφόδια σε άλλη θέσι.
Κι'η τεζαρισμένη κάλτσα με την άψογα ρυθμισμένη θέσι της ραφής στην υποθετική κάθετη τομή της γάμπας, η κάλτσα η νάϋλον συμπληρώνει το αερώδες στην πρωϊνή έκστασι...
Σιγοψιθυρίζουν οι άνδρες:
- Βρε την αφιλότιμη... Ακόμα δεν ξύπνησε και τό'βαλε το κοκκινάδι..
- Στη γυάλα τό'χες το κεφαλάκι σου κοπέλλα μου;
Tι τα συζητείτε βρε παιδιά; Αγήστε να τις βλέπουμε πρωί-πρωί. Ποιος δεν θέλει ανθοστόλιστα τα λεωφορεία, λουλουδιασμένα τα τραμ, ανοιξιάτική την άσφαλτο, αρωματισμένο το πεζοδρόμιο;
Αν έχουν οι Παριζιάνοι τις μιντινέττες, αφήστε νά'χωμε κι'εμείς τις πρωϊνούλες μας. Είναι το μόνο μας ορεκτικό για τον εισαγωγικό της δουλειάς και απαίσιο καφέ του γραφείου που θα μας τον φέρη ένα γκαρσόνι με λαδωμένη χωρίστρα και βρώμικη ποδιά.
Πρωϊνούλες περνάτε... Περνάτε αδιάκοπα. Στους θλιβερούς τόνους της καθημερινής ζωής είσαστε η δεύτερη εντύπωσις, η ευχάριστη. Η πρώτη, η δυσάρεστη, είναι το σαρδελλοστοίβαγμά μας στα απίθανα τροχοφόρα που μας μαζεύουν από τις μακρυνές γειτονιές για να μας αδειάσουν στα σκυθρωπά γραφεία...
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Εμπρός", στις 9/2/1952
(Διατηρήθηκε η σύνταξη και η ορθογραφία του πρωτότυπου)