27 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ: ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΒΡΙΑΩΝ ΚΑΙ ΗΡΩΩΝ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΥΤΟΣ
του Κλέωνα Ιωαννίδη
(ιστολόγιο της Βασιλικής Μετατρούλου: http://xyzcontagion.wordpress.com)
Αθήνα, Μάρτιος του 1944. Ένα δεκατετράχρονο τότε Εβραιόπουλο διηγείται μετά από 65 χρόνια:
«Όταν ακούσαμε στη γειτονιά πως έρχονται τα γερμανικά αποσπάσματα που μάζευαν τους Εβραίους, εγώ και ο Χριστιανός φίλος μου κρυφτήκαμε στην αυλή του σπιτιού στο οποίο έμενε τότε η οικογένειά μου. Ο Έλληνας διερμηνέας μας ρώτησε τα ονόματά μας.
-Αριστοτέλης, απάντησα
-Δημήτρης, είπε ο φίλος μου
Ο Γερμανός επικεφαλής έκανε ένα νόημα, και ένας στρατιώτης μας τράβηξε κάτω τα παντελόνια. Ο διερμηνέας περιεργάστηκε τα γεννητικά μας όργανα, και, δείχνοντας εμένα μόνο, έκανε νόημα στους στρατιώτες να με συλλάβουν[1]».
Η περιτομή «πρόδωσε» το μυστικό του παιδιού, και φαίνεται ότι το ελληνοπρεπές όνομα που το είχαν δασκαλέψει να χρησιμοποιεί, δεν ήταν αρκετό να το σώσει από τις συνέπειες της εφαρμογής της «τελικής λύσης», που ξεδιπλωνόταν πλέον σε όλη την ελληνική επικράτεια. Και, εάν στην Αθήνα και στις άλλες ιταλοκρατούμενες περιοχές, το σχέδιο βιομηχανικής εξόντωσης των Ελλήνων Εβραίων δεν είχε προχωρήσει ακόμη, αυτό οφειλόταν στην απροθυμία των ιταλικών αρχών κατοχής να συμπράξουν. Όμως, έπειτα από την συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943, ο διοικητής του Sonderkommando Άλφρεντ Ρόζεμπεργκ, κύριος ιδεολόγος του ναζιστικού καθεστώτος, θα έκλεινε οριστικά το ζήτημα της ύπαρξης «υπανθρώπων» στην Ελλάδα. ‘Ηταν η ώρα να εφαρμοστούν και στην Αθήνα οι περιβόητοι «Νόμοι της Νυρεμβέργης».
Στην Αθήνα, τις παραμονές του πολέμου, η εβραϊκή κοινότητα αριθμούσε 3.000 άτομα. Στον πίνακα με τους πληθυσμούς «πριν» και «μετά» (την Κατοχή, εννοείται) ανά περιοχή της Ελλάδας, η Αθήνα είναι η μόνη κοινότητα που «σπάει» την καταθλιπτική ομοιομορφία των «ποσοστών εξόντωσης», 89%, 94%, 98% κ.ο.κ.[2]. Πράγματι, βλέπουμε στο «μετά» τον αριθμό των 4.930 ψυχών. Αυτό οφείλεται στο γεγονός της έλευσης στην πόλη διωκόμενων Εβραίων από άλλες περιοχές της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης. Στα μέσα του 1943, ο αριθμός των Εβραίων που επισκέπτονταν τις Συναγωγές έφτανε στις 5.000[3].
Όμως, η «λεία» δεν ήταν εύκολη για τους Ναζί· τουλάχιστον, δεν ήταν τόσο εύκολη όπως στη Θεσσαλονίκη και στις βουλγαροκρατούμενες περιοχές. Όσο έσφιγγαν τα λουριά, τόσο εμφανίζονταν μηχανισμοί αλληλεγγύης. Είτε απλοί άνθρωποι που αποφάσιζαν να δώσουν κρησφύγετο στους διωκόμενους συνανθρώπους τους, χωρίς να υπολογίζουν τον κίνδυνο της πιθανής εκτέλεσης αν εντοπιζόταν («Όχι, πρέπει να μείνετε. Γιατί, παιδί μου, γιατί οι δικές μας ζωές να είναι πιο πολύτιμες από τις δικές σας;», είπε στον Αλφρέδο Κοέν ο Χριστιανός γείτονάς του, που τον έκρυβε), είτε δομές αλληλέγγυων που επίσης ρίσκαραν πολλά για να σώσουν ζωές, όπως η Αστυνομία του Άγγελου Έβερτ, η Εκκλησία τουΑρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού και οι αντιστασιακές οργανώσεις, κυρίως το ΕΑΜ.
Έξι αστυνομικοί, ένας υπάλληλος του Δήμου και ο Αρχιεπίσκοπος
Εάν το ΕΑΜ έμεινε στην καρδιά των Εβραίων για τις ηρωικές πράξεις διάσωσης συνολικά 3.000 διωκομένων, στην λογική πάντα της κοινωνικής δικαιοσύνης (οι πλούσιοι και ευκατάστατοι Εβραίοι υποχρεώνονταν να στηρίξουν οικονομικά τη φυγάδευση δύο ακόμα φτωχών ομοθρήσκων τους[4]), ο Δαμασκηνός έμεινε στην Ιστορία, αρχικά για τις δύο επιστολές («Μνημόνια») διαμαρτυρίας προς τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Λογοθετόπουλο και προς τον πληρεξούσιο του Ράιχ διά την Ελλάδα, Γκίντερ Άλτεμπουργκ, τον Μάρτιο του 1943[5]. Αυτό φανερά, μιας που κρυφά η δράση του ήταν πολύ πιο ουσιαστική, όταν φρόντισε π.χ. να κρυφτούν 250 μικρά παιδάκια σε μοναστήρια[6]. Ή όταν, σε συνεργασία με τον Έβερτ και έξι ακόμη αξιωματικούς της Αστυνομίας (τους αστυνομικούς διευθυντές Δημήτριο Βρανόπουλο, Μιχαήλ Γλύκα και Δημήτριο Βλαστάρη[7], και τους αστυνόμους Λουκάκη, Τσενόγλου και Βολταιράκη[8]), αλλά και με τον Παναγιώτη Χαλδέζο, γενικό διευθυντή διοικητικών υπηρεσιών και προϊστάμενο του Μητρώου του Δήμου Αθηναίων, συνέλαβαν και πραγματοποίησαν το παράτολμο σχέδιο του εφοδιασμού των διωκόμενων Εβραίων με αυθεντικές αστυνομικές ταυτότητες.
Ο Δαμασκηνός κάλεσε τον Χαλδέζο και του είπε:
«Εγώ έκαμα τον σταυρό μου, μίλησα με τον Θεό, και απεφάσισα να σώσω όσες ψυχές Εβραίων ημπορώ. Έστω και αν κινδυνεύω. Εγώ θα τους βαπτίζω τους Εβραίους, και συ θα τους δίδης πιστοποιητικόν του Δήμου για να πάρουν ταυτότητα ως χριστιανοί Έλληνες[9]».
Δεν επρόκειτο για μια απλή υπόθεση. Οι ταυτότητες έπρεπε, όχι μόνο να φαίνονταιαυθεντικές, αλλά και να είναι. Η δημοσιογράφος Μαρία Ρεζάν σώθηκε χάρη σε μια τέτοια ταυτότητα:
«Χάρη στον Έβερτ πλήθος […] σώθηκαν. Κυρίως χάρη στις πλαστές του ταυτότητες, που στο κάτω μέρος τους έφεραν φαρδιά πλατιά την υπογραφή του. Όπως ακριβώς και η δική μου, με το όνομα Μαρία Φιούμη, εκ Χανίων Κρήτης παρακαλώ, ώστε να είναι μακριά ο τόπος της καταγωγής και δύσκολη η επαλήθευση σε ώρα ανάγκης»[10].
Οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους ήταν υποψιασμένοι, και για αυτό, έπρεπε να παρθούν προσεκτικά όλα τα μέτρα και τίποτε να μην αφεθεί στην τύχη. Τα χριστιανικά ονόματα που εμφανίζονταν στα πλαστά δελτία έπρεπε να είναι καταχωρημένα στα μητρώα του Δήμου Αθηναίων, για την περίπτωση που θα γινόταν σχετικός έλεγχος από τους Ναζί. Αλλά, για να έχει μια οικογένεια την οικογενειακή της μερίδα στα μητρώα αυτά, έπρεπε να φαίνονται -και να είναι διαθέσιμα- τα αντίστοιχα πιστοποιητικά βάπτισης, τα οποία φυσικά εκδίδονταν από την Εκκλησία, με προγενέστερη ημερομηνία.
Μια μάλλον ενοχλητική λεπτομέρεια σε ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός
Γράφει η Ιωάννα Τσάτσου, δεξί χέρι του Δαμασκηνού, για τα όσα συνέβαιναν στα υπόγεια της Αρχιεπισκοπής:
«20 Απρίλη 1943
Μέσα σε απόλυτη μυστικότητα, βαφτίζομε εβραίους στην Αρχιεπισκοπή. Ο Αρχιεπίσκοπος, με μεγάλο προσωπικό του κίνδυνο, κάνει μια τεράστια προσπάθεια να σώση όσους μπορεί. Συνεννοήθηκε με τον Παναγιώτη Χαλδέζο του Δήμου Αθηναίων. Αυτός έχει ανοίξει ιδιαίτερο δημοτολόγιο και μετά τη βάφτιση, τους δίνει πιστοποιητικό ότι είναι Έλληνες Χριστιανοί[11]».
Ίσως με την απόσταση του χρόνου, η πρακτική του Δαμασκηνού να επιμένει να βαφτίζει στην Ορθοδοξία τους Εβραίους με όλο το εκκλησιαστικό τυπικό, (με ολόκληρη τη λειτουργία της Βάφτισης και μέσα στις τεράστιες κολυμπήθρες για τους ενήλικες), ουσιαστικά δηλαδή να αλλάζουν τη θρησκεία τους, ίσως να προκαλεί ερωτήματα. Για ποιο λόγο, άραγε, να ήταν απαραίτητο αυτό, σκέφτεται ο σημερινός αναγνώστης, που μόνο μια υποψία μπορεί να έχει για τον ζόφο, την τρομοκρατία και τον φόβο μέσα στον οποίο ζούσαν οι συμπατριώτες μας Εβραίοι πριν 70 χρόνια. Προφανώς, δεν ήταν γενικευμένη πρακτική· μάλλον γινόταν μόνο στα γραφεία της Αρχιεπισκοπής. Υπάρχουν μαρτυρίες που λένε ότι οι ορθόδοξοι κληρικοί φοβόνταν να το πράττουν, σκεπτόμενοι και την απειλή θανάτου[12]. Πάντως, έτσι ίσως εξηγούνται και κάποιες μαρτυρίες Εβραίων που λένε ότι έζησαν σαν Χριστιανοί στη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και μετά το τέλος της, εξακολουθούσαν να ζουν σαν Χριστιανοί, μέχρι το πέρας της ζωής τους.
Το σημαντικό, ασφαλώς, είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός της διάσωσης τόσων πολλών ζωών. Διότι, από την άλλη, υπήρξαν πράξεις ντροπής και προδοσίας, όπως στις περιπτώσεις των 200 Εβραίων της Αθήνας που ανασύρθηκαν από τις κρυψώνες τους από Χριστιανούς συμπολίτες τους, όχι μόνο Ταγματασφαλήτες[13], και παραδόθηκαν έναντι αμοιβής στη Γκεστάπο[14], ενώ το ΕΑΜ προειδοποιούσε με προκηρύξεις ότι όποιος θα πρόδιδε κρυπτόμενο Εβραίο θα εκτελούνταν. Ή όπως οι περιπτώσεις κάποιων λίγων Εβραίων που κατέδιδαν ομόθρησκους τους[15], και οι οποίοι αργότερα δικάστηκαν, την ίδια στιγμή που αστυνομικοί και χωροφύλακες δεν παρέδιδαν τους φυγάδες που ανακάλυπταν, παρακούοντας με αυτόν τον τρόπο τις επίσημες διαταγές των κατοχικών αρχών, αλλά υπακούοντας ταυτόχρονα στις εντολές του πολύ δυναμικού ΕΑΜ Αστυνομικών.
Στη Λεωφόρο των Δικαίων των Εθνών
Ο ακριβής αριθμός των Εβραίων που σώθηκαν χάρη στις πλαστές ταυτότητες είναι δύσκολο να διακριβωθεί. Το Εβραϊκό Ίδρυμα YadVashem κάνει λόγο για «50 οικογένειες». Πολλοί ερευνητές μιλούν για 1.200 άτομα[16]. Ο Μιλτιάδης Έβερτ στο βιβλίο για τον πατέρα του αναφέρει τον αριθμό των 7.500 πλαστών δελτίων μόνο σε Εβραίους[17], ενώ έχει γραφτεί μέχρι και ο αριθμός των 18.500[18]. Σήμερα γνωρίζουμε, και πολλοί συμφωνούν, ότι ένας αριθμός κοντά στην τάξη μεγέθους των 560 ατόμων πλησιάζει πολύ στην πραγματικότητα.
Στο Yad Vashem, μέχρι σήμερα που γράφεται αυτό το άρθρο, Ιανουάριος του 2012, έχουν αναγνωριστεί 307 Έλληνες ως «Δίκαιοι των Εθνών»[19], μεταξύ των οποίων οι Δαμασκηνός, Έβερτ, Βρανόπουλος, Γλύκας και Βλαστάρης, ήδη από το 1969. Τέσσερα δέντρα, ειδικά αφιερωμένα στους τέσσερις πρώτους, έχουν φυτευτεί στους λόφους της Ιερουσαλήμ[20], στο βουνό που είναι αφιερωμένο στους Ήρωες και τους Μάρτυρες του Ολοκαυτώματος, στη Λεωφόρο των Δικαίων των Εθνών που οδηγεί στο Μουσείο όπου βρίσκονται τα αρχεία του Yad Vashem. Όσοι περισσότεροι μη Εβραίοι ήρωες έρχονται στο φως, τόσα περισσότερα δέντρα φυτεύονται, έτσι ώστε τώρα πλέον να αποτελούν ένα δάσος που καλύπτει όλο και περισσότερο την πλαγιά, για να θυμόμαστε όσους είπαν έμπρακτα «Όχι» στη ναζιστική θηριωδία.
Η υπενθύμιση των ονομάτων των έξι αστυνομικών και του υπαλλήλου του Δήμου Αθηναίων, μέσω του παρόντος άρθρου, είναι αναγκαία, πιστεύουμε, την στιγμή που στην κυβέρνηση βρίσκεται το αντισημιτικό κόμμα του οποίου ο ιδεολογικός καθοδηγητής υποστηρίζει, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι οι Ναζί έκαναν χάρη στους Εβραίους, όταν τους έκλεισαν στα στρατόπεδα της φρίκης, διότι με αυτόν τον τρόπο οι Εβραίοι, «σαν δειλοί που είναι ως λαός, δεν συμμετείχαν στον πόλεμο, και έτσι σώθηκαν εκ του ασφαλούς» (!!!)[21] και την ίδια στιγμή που στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας προσέρχεται, συνοδεία μπράβων, ο επικεφαλής της ναζιστικής συμμορίας, της οποίας τα μέλη, όταν δεν μαχαιρώνουν μετανάστες, βεβηλώνουν τάφους και γράφουν συνθήματα «Juden Raus». Σε ένα κράτος, που η επίσημη πολιτεία κάνει τα πάντα για να μην θυμάται και οι πολίτες του απλά δεν γνωρίζουν.