Με την καταστροφή της Σμύρνης οι πρόσφυγες γέμισαν Αθήνα και Πειραιά...
Άλλοι ήρθαν με τις οικογένειες άλλοι μόνοι τους και σκορπίστηκαν σε διάφορες
γειτονιές προσπαθώντας να επιβιώσουν.
Νέα κορίτσια δεν άντεξαν την φτώχεια και την μιζέρια της σκηνής και της παράγκας
την δουλειά στο εργοστάσιο στα αρχοντόσπιτα ως υπηρεσίες κ.λ.π.
Την λύση τους την έδωσαν οι μαντάμες...
Και τσατσάδες τις έλεγαν...στρατολογούσαν από τις προσφυγικές γειτονιές
όμορφα κορίτσια τα έντυναν ωραία και τα χρησιμοποιούσαν σε μασατζίδικα της εποχής όπου σύχναζαν λιπαροί κύριοι με χοντρά πορτοφόλια.
Τα έλεγαν και χαμάμ αν και στην πιάτσα ήταν γνωστά σαν μπουρδέλα.
Διαφήμιση δεν χρειαζότανε ο ένας πελάτης έστελνε τον άλλο συστημμένο και αυτός πρώτα θα περνούσε από μίνι "συνέντευξη"με την μαντάμα που και το μάτι της έκοβε
αλλά και τον προειδοποιούσε για τυχόν παρεκτροπή που σήμαινε κακομεταχείριση
της κοπέλας.
Το δράμα για αυτά τα κορίτσια τις παστρικιές όπως τις έλεγαν στις γειτονιές
όπου νοίκιαζαν κάποιο δωμάτιο και έμεναν ήταν όταν τις έδιωχναν από τα χαμαμτζίδικα "προσλαμβάνοντας"νεώτερες.
Η κατάληξη ήταν το πεζοδρόμιο...το καλντερίμι...
Οι πρόσφυγες συγγενείς τους τις είχαν ξεγράψει...
Μεγάλες πλέον σε ηλικία μετά τον εμφύλιο κατέληγαν στην καλύτερη περίπτωση
σε οίκους ανοχής υπεύθυνες για την τάξη στην αίθουσα αναμονής και στην καθαριότητα.
Συναρπαστικές οι ιστορίες που άκουγες όταν ερχόντουσαν στο μαγαζί που δούλευες
σαν πελάτισες.
Ήταν πάντα περιποιημένες και έβλεπες να δακρύζουν όταν μιλούσαν για τις χαμένες
πατρίδες.
Το μόνο που τις φόβιζε ήταν η μοναξιά...γνώριζαν ότι πεθαίνοντας θα περνούσαν
από τα αζήτητα του νεκροτομείου πρίν καταλήξουν στο νεκροταφείο βάζοντας
σε έξοδα τον Δήμο.
πίσω στα παλιά