Αποκλειστική προδημοσίευση μέρους του βιβλίου των Γιώργου Τσιρίδη και Γιώργου Χατζόπουλου με τίτλο “Από τον Πόντο, εδώ στον Πειραιά, στη Δραπετσώνα”
Η λοφώδης περιοχή κυλούσε ομαλά κατεβαίνοντας προς τη θάλασσα όπου υπήρχε η πετρώδης ακτή απέναντι από τη Σαλαμίνα (η ακτή που κατείχαν τα Λιπάσματα στον 20ο αιώνα). Στο τέλος της κυκλικής ακτής και στο δυτικό τμήμα της περιοχής υπήρχαν δύο ακόμη λιμανάκια (τα σημερινά λιμανάκια των Σφαγείων και των Φωρών) τα οποία ήταν σε χρήση καθ’ όλη τη διάρκεια των αιώνων που πέρασαν κυρίως σαν περάσματα λαθρεμπόρων και φυγάδων που δεν μπορούσαν να περάσουν από το λιμάνι του Πειραιά όπου υπήρχαν τελωνείο και αρχές.
Ο Πειραιάς είχε αναπτυχθεί καθώς είχε συντελεστεί ένα μικρό «θαύμα» στην 60-ετία 1830-1890. Το αναπτυξιακό αυτό θαύμα μετέτρεψε το μικρό χωριουδάκι των ολίγων εγκαταστάσεων σε πόλη μεγάλη και λιμάνι σημαντικό για ολόκληρη την Ελλάδα.
Στο θαύμα αυτό συντελούν και οι εγκαταστάσεις της Δραπετσώνας. Τα εργοστάσια, τα σφαγεία, το Λιμάνι και οι Δεξαμενές, κάποια βουστάσια και κάποιες άλλες δραστηριότητες είναι βασικές λειτουργίες για τη πόλη του Πειραιά και συντελούνται σε ένα προάστιό του, τη Δραπετσώνα, που σιγά-σιγά αρχίζει να επιβαρύνεται.
ΈΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΠΡΟΑΣΤΙΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
Η Δραπετσώνα ήταν ένα προάστιο αυτής της νέας μεγάλης πόλης του Πειραιά που επιλέχτηκε να δεχτεί τις πιο βαριές λειτουργίες όπως το νεκροταφείο, τα «βούρλα», τις δεξαμενές, το ναυπηγείο, τα χημικά εργοστάσια, το λιμάνι, τα βυρσοδεψία, τα γυψάδικα, το τσιμεντάδικο κλπ.
Πριν την εγκατάσταση των προσφύγων είχαν αρχίσει να κτίζονται τα «Γαλλικά» του Καστρακίου (αργότερα τα «Γαλλικά» φτιάχτηκαν στον γκρεμό στη περιοχή Λιπασμάτων) για να φιλοξενήσουν τους ξένους εργάτες, τα «οικήματα» για να φιλοξενήσουν τους εργάτες των Λιπασμάτων και ακόμη είχαν αρχίσει να φτιάχνονται οι πρώτοι δρόμοι (όπως η Κανελλοπούλου) και να οργανώνεται το πρώτο μεταφορικό δίκτυο για την εξυπηρέτηση των εργοστασίων και των άλλων λειτουργιών. Επίσης υπήρχαν ελάχιστες κατοικίες όπου είχαν εγκατασταθεί από τον 19ο κι όλας αιώνα νησιώτες από Νάξο, Χίο κλπ.
Ρεπορτάζ της εποχής, δείχνει πως ήταν η Δραπετσώνα στις αρχές του αιώνα πριν έλθουν οι πρόσφυγες
«O γνωστός εις το αστυνομικό δελτίο χασισοπότης K. Παντελίσκος ή Γιάφας νωχελώς εξηπληρωμένος χθές επί της οδού Aγ. Διονυσίου παρά την Kρεμμυδαρούν διασκέδαζε μετά κτηνώδους απαθείας ρίπτων κατά των διαβατών φυσήγγια δυναμίτιδος. Eις εκ τούτων ο Hλ. Γκριτζόλης παρ’ ολίγον να έπιπτε θύμα της άγριας διασκεδάσεως του αθλίου εκείνου κακοποιού”
(Σκριπ 1/8/1909).
“Xθές περί τα ξημερώματα ο N. Σιγάλας μεταβαίνων εις την παρά τον Aγ. Διονύσιον οικία του υπέστη καθ’ οδόν δολοφονική επίθεση υπό τριών αγνώστων, οίτινες ετραυμάτισαν αυτόν θανασίμως εις την αριστερά ωμοπλάτη και τον βραχίονα. Διαβάται διέλθοντες εκείθεν, εύρον τον τραυματία λιπόθυμο λίμνης αίματος. Aι δράσται αγνοούνται» (Σκριπ 12/9/1909)
Το 1863 μετεγκαταστάθηκε στην παραλία της Δραπετσώνας το Λοιμοκαθαρτήριο, δυτικά του όρμου της Κρεμμυδαρούς: και έδωσε το όνομά του στην περιοχή, αλλά και την απαξίωση στο χώρο, που κουβαλούσε η λειτουργία του υπό αθλιότατες συνθήκες. Μια σωρεία παραγκών που στο μεταίχμιο του αιώνα ήταν επιπλέον φυλακή και τάφος για τους χολεριασμένους.
Το 1852, γράφει ο ίλαρχος και φρούραρχος Γ. Αγγελόπουλος, ο Πειραιάς είχε τρεις περιπάτους. Ο ένας από αυτούς τους τρεις μαγευτικούς πειραιώτικους περιπάτους ήταν στην παραλία της Δραπετσώνας, όπου μετά το 1885 ο Πρεβεδούρος και ο Κράκαρης έφτιαξαν ξύλινα μπάνια, ακριβώς στο λιμανάκι της Κρεμμυδαρούς.
Ο χώρος Υποδοχής
Η Δραπετσώνα στις αρχές του αιώνα λίγο διέφερε από την κατάσταση της ερήμωσης καθώς ελάχιστες εγκαταστάσεις υπάρχουν στις ακτές της. Ιδιοκτησίες υπάρχουν χωρίς όμως εκμετάλλευση. Το 1712 καταγράφεται μια αγοραπωλησία στην Τραπετσώνα όπως λεγόταν τότε η Δραπετσώνα. O μεγαλοεπιχειρηματί·ας της εποχής εκείνης, αρβανίτης –όπως δείχνει και το όνομα- Κόλλιας Μαλαγάρης αγοράζει πενήντα στρέμματα στην Tραπετσώνα. Tο τοπωνύμιο Trabezon αναφέρεται και στο βιβλίο των Stuart και Revelt, που γράφεται το 1756.
Στις αρχές του 20ου αιώνα υπάρχουν πολύ λίγα και σκόρπια σπίτια (χαμόσπιτα βασικά) που κατοικούντο από νησιώτες που εγκαταστάθηκαν εδώ για διάφορες δουλειές είτε στις πρώτες βιομηχανίες και βιοτεχνίες είτε σε λιμενικά έργα.
Όταν η πόλη κτίστηκε, μετά το 1922, ισοπεδώθηκε το φυσικό περιβάλλον το οποίο την εποχή πριν τους πρόσφυγες αποτελείτο από χαμηλούς λόφους (που υπάρχουν βέβαια και σήμερα καλυμμένοι με οικοδομές), το οποίο είχε χαμηλή σχετικά βλάστηση και σε μεγάλο μέρος του ήτανε πετρώδες. Την εικόνα αυτή δίνουν και όλα τα σχεδιάσματα του Πειραιά κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Υπήρχαν βέβαια και ομαλές και επίπεδες επιφάνειες κατάλληλες για παρατήρηση, που χρησιμοποιήθηκαν και στις μάχες που δόθηκαν κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης.
Ο σχετικά λοφώδης αλλά τετραγωνισμένος χώρος που ονομαζόταν Τραπεζώνα (ίσως και εξ αιτίας του σχήματός του) είχε τριγύρω του όρμους και μικρούς λιμένες. Πολύ κοντά στον κεντρικό λιμένα του Πειραιά που αποτελούσε το ανατολικό του σύνορο ήταν ο υπήνεμος όρμος της Κρεμμυδαρούς, εκεί που στη συνέχεια έγιναν οι Δεξαμενές. Στην περιοχή αυτή ήταν εμφανή τα ίχνη του τείχους του Κόνωνα, της Ηετιώνειας Πύλης με ένα κυκλικό και ένα τετράγωνο πύργο, αλλά και του Αφροδίσιου Ιερού, ενώ η όλη περιοχή ήταν γεμάτη τύμβους και ορθογώνιες πλάκες (επιτάφιες) που ονομάζονταν τράπεζες (και εξ αυτού η προέλευση του πρώτου ονόματος της Δραπετσώνας ως «Τραπεζών»)
Από το βιβλίο της Λ. Μιχελή μια περιγραφή της Ανατολικής πλευράς της πόλης:
“Tο παλιό νεκροταφείο του Πειραιά βρισκόταν τότε γύρω από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, στην Δραπετσώνα.
Tο νεκροταφείο αυτό δεν αναφέρεται στο πολεοδομικό χάρτη των Κλεάνθους – Schaubert, του 1834. Όμως ο ναός που υπήρχε απ’ τον καιρό της Τουρκοκρατίας και γύρω του, περίπου 1770, είχαν χτιστεί κελιά για τους αγρότες που πήγαιναν εκεί για την συγκομιδή των καρπών των γειτονικών δέντρων, που ανήκαν στην εκκλησία.
Tο 1834 ένα μέρος της περιοχής παραχωρήθηκε στο Δήμο Πειραιά από την εκκλησία για να χρησιμεύσει σα νεκροταφείο, με τον όρο να μεγεθυνθεί και να ανακαινισθεί ο ναός. Αργότερα, ένα τμήμα του νεκροταφείου αυτού παραχωρήθηκε στους Δυτικούς συμμάχους κατακτητές (στα 1851) “επειδή, μη έχοντες ίδιον νεκροταφείο, αναγκάζονταν να θάβουν τους νεκρούς των τήδε κακείσε”.
O Άγιος Διονύσιος βρισκόταν πια μέσα στα όρια της παλιάς πόλης όταν, μεταξύ 1883 και 1887, αγοράστηκαν από το Δήμο οικόπεδα στην Ευγένεια, για να ιδρυθεί εκεί νέο νεκροταφείο -ώστε με προέκταση του Σχεδίου Πόλεως να αφεθεί ελεύθερη η περιοχή του Αγίου Διονυσίου για την οικοδόμηση κατοικιών.
Tο 1922, η γύρω από τον Άγιο Διονύσιο περιοχή του παλιού νεκροταφείου απαλλοτριώθηκε, για να εγκατασταθούν εκεί πρόσφυγες από την Μικρά Aσία, και του Πόντου.
H εγκατάσταση αυτή των προσφύγων εξαπλώθηκε πέρα από τον Άγιο Διονύσιο σ’ όλη την Δραπετσώνα δυτικά έως τον Ακροκέραμο, και βόρεια στο Κερατσίνι προς τα Ταμπούρια.»
Η Δραπετσώνα στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ακόμη στις ακτές της ένας ειδυλλιακός τόπος περιπάτου και μια όμορφη περιοχή με τύμβους και πλάκες από αρχαία μνημεία, σε ένα λόφο που κατέβαινε ομαλά προς τη θάλασσα και έφτιαχνε ένα όμορφο φυσικό τοπίο. Ωστόσο σε ορισμένα της σημεία το βράδυ ήταν πολύ επικίνδυνη περιοχή καθώς δεν υπήρχε ούτε ηλεκτροφωτισμός ούτε δρόμοι ούτε σπίτια παρά μόνο ελάχιστες εγκαταστάσεις.
Το 1893, το σημείο αυτό ενισχύθηκε με την κατασκευή του νεωλκείου0 Αδελφών Βασιλειάδη και την μετεγκατάσταση του μηχανουργείου τους (αρχές 20ού αι.). Ακολούθησαν στα βορεινά του τα Λιπάσματα (1909), ο Ηρακλής (1911), το βυρσοδεψείο (1910) και το Γυψάδικο (1920). Ανατολικά, η καρβουνόσκαλα κι οι πετρελαιαποθήκες.
Ανατολικά, η Ηετιωνία και τα Βούρλα έσφυζαν από ζωή και τα παρεπόμενά της.
«Χθες τη νύχτα ο δίοπος του Β. Ναυτικού Εμ. Κουνέλης μετά του κουρέως Σπυρ. Μπουνέση εν καταστάσει μέθης διατελούντες προξένησαν ταραχάς εις τους άνωθεν του Νεκροταφείου δυσωνύμους οίκους τραυματίσαντες και μίαν γυναίκα. Αμφότεροι συνελήφθησαν».
(Εμπρός 1/8/1898).
ΤΑ ΟΙΚΗΜΑΤΑ
Το 1910, η εταιρεία Λιπασμάτων στο βραχώδη και έρημο τότε χώρο της εγκατάστασης της, κατασκεύασε οικισμό που περιλάμβανε διαμερίσματα σε μονώροφα, διώροφα και τριώροφα κτήρια, για 325 άτομα. Ήθελε να ελκύσει προσωπικό και να συγκρατήσει τους Έλληνες και ξένους τεχνίτες, που μετακαλούσε.
Ο συνοικισμός ονομάστηκε «Οικήματα»[2] και εμπνευστής τους ήταν ο πρόωρα χαθείς Λεόντιος Οικονομίδης, μέτοχος τότε του εργοστασίου. Η κατασκευή τους ολοκληρώθηκε το 1918 και στοίχισαν 891.000 δρχ.
Μετά τον Αγ. Διονύσιο, τα Οικήματα, ήταν ο δεύτερος χρονικά αξιόλογος οικισμός της Δραπετσώνας και αυτός πάλι με την ίδια αιτία, δηλαδή την εργοστασιακή πρόσδεση των οικιστών στο χώρο. Αλλά η σχέση των νέων οικιστών απέναντι στο εργοστάσιο Λιπασμάτων και μεταξύ τους, είχε άλλο, πατερναλιστικό χαρακτήρα.
Τα «Οικήματα» με τεράστιες αλάνες και πράσινο στον περίγυρο, με μεγάλο εσωτερικό και ενιαίο ακάλυπτο στις τριώροφες και διώροφες, με νερό και λουτρό, ήταν προνομιούχα για τις νοικοκυρές και παράδεισος για τον παιδόκοσμο.
ΚΡΕΜΜΥΔΑΡΟΥ
Στην «Ηετιώνια» ακτή στο αριστερό κύκλωμα του λιμανιού ήτανε κι εκεί όρμος που ονομαζότανε «Κρεμμυδαρού» ή «Λιμανάκι». Κατά τα χρόνια 1845-1914 έγιναν εκεί τα πρώτα μπουζουξίδικα, όπου εκεί συγκέντρωναν τους μάγκες και τους ναυτικούς της εποχής εκείνης. Εκεί επίσης προς τα μέσα στην «Κρεμμυδαρού» ήταν η ιστορική περιοχή όπου είχαν δημιουργηθεί τα σπίτια ανοχής τα λεγόμενα από τότε και μέχρι σήμερα τα «Βουρλά».
Να σημειωθεί ότι η περιοχή αυτή σε αρκετά μεγάλη έκταση, από την Κρεμμυδαρού της Δραπετσώνας και μέχρι πέρα προς τον Πειραιά, ήτανε «ελώδη» με στάσιμα νερά, τη γεμάτη αναθυμιάσεις.
[ΣΗΜ.: Τα Οικήματα γκρεμίστηκαν, σταδιακά, επί δικτατορίας, ο χώρος έγινε χωματερή και η Δραπετσώνα έχασε τον κοινωνικό, τον φυσικό και τον πολιτιστικό πλούτο, που περιλάμβανε η περιοχή. Βέβαια, ήδη από τη δεκαετία του 50, είχε γίνει αντικείμενο συναλλαγής και καταργήθηκε η ρυμοτομία της περιοχής, ώστε να διευκολυνθεί η ενοποίηση της ιδιοκτησίας των γύρω εργοστασίων]
ΒΡΩΜΟΛΙΜΝΗ
Τα στάσιμα αυτά νερά αποτελούσαν το μεγάλο πρόβλημα της περιοχής «βρωμολίμνη Ζέας» λίμνη πίσω από τον Άγιο Διονύσιο και μέχρι την Κρεμμυδαρού της Δραπετσώνας (το τέλμα, οι πυρετοί, ο τύφος), που ακόμα η γενιά του 1850-1880 τον θυμόταν να πλημμυρίζει και να πηγαίνουν οι άνθρωποι από εκεί με βάρκα στον Πειραιά. Το πρόβλημα απασχόλησε από τις αρχές του 1836 το Δήμο Πειραιώς που έλεγχε και τις συνοικίες, οπόταν άρχισαν να γίνονται εργασίες – επιχωματώσεις με πέτρες και χώμα από τον Άγιο Διονύσιο μέχρι το άλλο άκρο της λίμνης.
Μετά τον Άγιο Διονύση και μέχρι την Κρεμμυδαρού όμως δεν το επιχωμάτωσαν γιατί ήτανε ανηφορικό το τμήμα αυτό αυτής της περιοχής. Έτσι έμεινε εκεί λασπώδες το μέρος (βούρκος) και σιγά-σιγά με τα χρόνια γέμισε εκεί όλο βουρλόχορτα.
Έτσι έμεινε από τότε η ονομασία αυτή του τόπου εκεί, τα «βούρλα». Για την περιοχή αυτή -εκατό μέτρα μετά τον Άγιο Διονύση– λεγόταν τότε ότι την είχε κατακτήσει και την έκανε κτήμα του κάποιος Πιπινέλης (ο παππούς του Πιπινέλη του Νεώτερου που χρημάτισε Υπουργός επί Δικτατορίας της επταετίας του 1967-1974). Το 1870 περίπου, αφού το αποξηράνανε και το καθάρισαν από τα βουρλόχορτα, το μπάζωσαν και το ισοπέδωσαν. Αυτός λοιπόν ο μεγαλόσχημος πολιτικός σκέφτηκε να επενδύσει τα χρήματά του σε μια επικερδέστατη επιχείρηση (πορνείο).
Κατά το έτος 1898 περίπου σε έκταση ολόκληρου αυτού του οικοδομικού τετραγώνου, που περιορίστηκε από μια υψηλή μάνδρα, έκτισε τρεις διπλές σειρές από χαμηλοτάβανα δωμάτια (περίπου 22 σε κάθε σειρά) και στέγασε περίπου 70 πόρνες, όπου σύχναζαν κυρίως ναυτικοί. Όπως ο Ρωσικός στόλος, ο Αγγλικός στόλος και ο Ελληνικός στόλος, καθώς και Έλληνες πολίτες με συμπεριφορά καθόλου κόσμια. Δημιουργούσαν κάθε τόσο μεγάλης έκτασης επεισόδια.
Έτσι ο τόπος αυτός από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τον πόλεμο του 1940 ήταν η Μέκκα του εταιρισμού στον Πειραιά, πριν να μετατραπούν σε δικαστικές φυλακές.
ΟΙ ΑΚΤΕΣ
Αυτός λοιπόν ο όρμος –το λιμανάκι στην Κρεμμυδαρού- είχε το όνομα Μόλος του Βασιλιά Γεωργίου Α’ και από το Κέντρο, το Μπουζουξίδικο του Κράκαρη, το λέγανε «ο κάβος Κράκαρη». Οι ναυτικοί και οι χασικλήδες, διωγμένοι από τις σπηλιές της Πειραϊκής Χερσονήσου, καταλήξανε στα όρια Αγίου Διονυσίου – Δραπετσώνας, όπου εκεί συγκεντρώνονταν στις παράγκες απολαμβάνοντας την χασισίδικη μέθη, όπου γίνονταν και συμπλοκές τόσο μεταξύ τους όσο και με την αστυνομία.
Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα γεννήθηκε το ρεμπέτικο τραγούδι και ανακατεύτηκε με τους ανατολικούς αμανέδες, τα αρμένικα τραγούδια και τα νησιώτικα.
Δυτικά στη μπούκα και αριστερά στην είσοδο του λιμανιού ιδρύθηκε το 1860 το Μηχανουργείο – και αργότερα «Ναυπηγείο του Βασιλειάδη». Τότε το 1861 οι Αδελφοί Μελετόπουλοι, οι τότε τσιφλικάδες, που κατείχαν –μετά την Επανάσταση του 1821- όλη την περιοχή τόσον της Δραπετσώνας όσο και του Κερατσινίου, αγόρασαν και στο μόλο του λιμανιού της Τραπετζώνας, όπως λεγότανε τότε, ένα οικόπεδο από τον Ν. Γκίκα πλάτους 90 μέτρα και μήκους 100 μέτρα.
Αυτό δεν το πούλησαν το 1881, 7 Ιουλίου, στο Δήμο Πειραιώς προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για Δημοτικά Σφαγεία, τα οποία τελειοποιήθηκαν το έτος 1883. Στο ιστορικό αρχείο του Δήμου Πειραιώς βρίσκεται το συμβόλαιο αγοράς, με το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του οικοπέδου συνοδευόμενο με την εξής σημείωση:
«Ο Δήμος Πειραιώς έχει παρά την Τραπετζώνα το τελειώτερο εν Ελλάδι «Σφαγείον» εις απόστασιν 20 λεπτών εκ της πόλεως, καθώς και προς την θάλασσαν της Σαλαμίνος».
Μάνδρα του Λούκου
Εκεί κατά την απόκρημνη περιοχή του κρεμνού, έναντι του όρμου Βασιλειάδη είχε δημιουργήσει παράλληλα και κάποιος ονόματι Λούκος, «Στάβλους» ασκεπής για τα διάφορα ζωντανά προς σφάξιμο: Έτσι έμεινε τότε να λένε οι «Στάβλοι του Λούκου». Στο ιστορικό αρχείο του Δήμου σε κάποια παράγραφο –με τη βαριά καθαρεύουσα- γράφει: «Το 1883 εις θέσιν Δραπετσώνα (ωκοδομήθη πρωτοβουλία του δημάρχου Πειραιώς Σφαγείον εις το οποίον εδαπανήθησαν 50 χιλιάδες δραχμές)».
Όταν άρχισε τα έργα εγκατάστασής του το πρώτο μεγάλο εργοστάσιο των Λιπασμάτων, κατασκευάστηκε αμέσως πιο μπροστά από την διεύθυνση της εταιρείας Λιπασμάτων ο μοναδικός ασφαλτοστρωμένος δρόμος, ο οποίος δρόμος άρχιζε από κει που θα γινόταν το εργοστάσιο, διασχίζοντας κατακόρυφα την Δραπετσώνα, κατ’ ευθείαν μέχρι το υπόβαθρο σημείο μετά από την θέση Βουρλά και πριν από την εκκλησία στον Άγιο Διονύσιο.
Πεζογέφυρα και Τροχογέφυρα
Τότε κατασκευάστηκαν και οι δύο γέφυρες, η πεζογέφυρα και η γέφυρα των τροχοφόρων για να εξυπηρετηθούν τα μέσα μεταφοράς για το υπό κατασκευή εργοστάσιο, καθώς επίσης για να συνδεθεί με τον Πειραιά και Αθήνα η Δραπετσώνα. Τις γέφυρες αυτές συνηθίστηκε να τις λένε «Γέφυρες του Άη-Διονύση». Η άσφαλτος ο «Μεγάλος δρόμος», όπως τον έλεγαν τότε, γιατί ήτανε τότε ο μοναδικός μεγάλος ασφαλτοστρωμένος δρόμος στην Δραπετσώνα – τότε εκείνα τα χρόνια – κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή γινότανε ο δρόμος περιπάτου τόσο για τους νέους όσο και για τους μεγάλους.
Τα Γαλλικά το 1924
Η Γαλλική Εταιρία που είχε αναλάβει τη διαμόρφωση του χώρου για την κατασκευή του λιμανιού, έκανε τους εκβραχισμούς από την βορειοδυτική πλευρά της Δραπετσώνας και κατά σειρά από την ακτή Βασιλειάδη, όπως άρχιζε ο κρεμνός, μέχρι τον όρμο της Κρεμμυδαρούς πάνω από τις μόνιμες δεξαμενές, όπου εκεί έσβηνε κατηφορικά ο κρεμνός.
Όταν έγινε η τέλεια διαμόρφωση του λιμανιού και ισοπεδώθηκε από την ακτή με 500 μέτρα μέσα προς την Δραπετσώνα, δημιουργήθηκε ένας λόφος δύσβατος όλο αγκάθια. Στη χέρσα αυτή περιοχή μέχρι διακόσια μέτρα περίπου, ο Ο.Λ.Π. την ισοπέδωσε. Την περιοχή αυτή η Διεύθυνση του Ο.Λ.Π. την διέθεσε για να κατοικήσουν οι Γάλλοι Μελετητές λιμενολόγοι και ειδικοί τεχνικοί, οι οποίοι είχαν έλθει με τις οικογένειές τους. Εκεί λοιπόν τους έφτιαξαν κάτι ομοιόμορφα σπιτάκια ξύλινα με κεραμίδια πολύ ωραία και γραφικότατα, όπου και εγκαταστάθηκαν με τις οικογένειές τους. Η περιοχή αυτή συνηθίστηκε και λέγονταν από τότε τα «Γαλλικά» επειδή κατοικοέδρευσαν εκεί οι Γάλλοι. Τότε φεύγοντας οι Γάλλοι λεμενολόγοι και λοιποί τεχνικοί εγκατέλειψαν τα γραφικά σπιτάκια.
Ο Ο.Λ.Π. τα ενοίκιασε με μίσθωμα σε διάφορους ανώτερους υπαλλήλους του και εγκαταστάθηκαν με τις οικογένειες τους στα έτοιμα εκείνα σπιτάκια, δημιουργώντας μια καινούργια γειτονιά από ελληνικές οικογένειες.
Έτσι, επί πολλά χρόνια η περιοχή αυτή λεγότανε στα «Γαλλικά». Αυτό ήτανε τότε το πιο ωραίο και το πιο καθαρό ακραίο τμήμα της Δραπετσώνας.
Μετά από διακόσια περίπου μέτρα δυτικά, εκεί όπου τελείωνε ο κρεμνός που ήτανε ένα χέρσο τμήμα κατηφορικό πριν από τα Σφαγεία, στα παράλια του λιμανιού ήτανε οι στάβλοι του «Λούκου» που συγκέντρωναν τα διάφορα ζώα για σφάξιμο.
Βούρλα
Μετά την απόκτηση της Ανεξαρτησίας μας το 1827, ο λιμένας Αλών, νότια του Αγ. Διονυσίου, δεν είχε βέβαια κρηπιδώματα (ολοκληρώθηκαν το 1927), αλλά διατηρούσε την πάλαι ποτέ φυσική του διαμόρφωση, δηλ. της ελώδους λιμνοθάλασσας, γεμάτης από φυτείες βούρλων (βουρλιές) όπου οι κυνηγοί θήρευαν αγριόπαπιες. Περί το 1836 μεγάλο μέρος της δυτικής του πλευράς επιχωματώθηκε σαν δυσπρόσιτο και νοσογόνο.
«Η έναρξις θέλει γίνη από το μέρος των Βρούλων και του Βάλτου, καλυπτόμενων διά λίθων και χωμάτων…» (Υπόμνημα Δημάρχου Πειραιά 29/2/1836)
Οι φυτείες αυτές έδωσαν το όνομα στην περιοχή και στους περιώνυμους οίκους ανοχής που, αργότερα τους φιλοξένησε (το 1876). Την εργολαβία για την κατασκευή και λειτουργία τους ανέλαβε σαν εκπρόσωπος ομάδας κρυφών ιδιοκτητών, κάποιος εργολάβος Ν. Μπόμπολας, με το αζημίωτο, προς χρήση των πληρωμάτων των ξένων καραβιών, αλλά και για να βρίσκονται μακριά απ’ το κοινωνικό γίγνεσθαι των κατοίκων του Πειραιά, στην έρημη τότε Δραπετσώνα. Στην αρχή κτίστηκαν μικρά δωμάτια, που αργότερα περιφράχτηκαν.
Από συστάσεώς τους τα ίδια τα Βούρλα, αλλά και ο περίγυρός τους, έγιναν εστία και θέατρο κάθε είδους αντικοινωνικής δραστηριότητας.
Ήδη πριν από το 1924, επί χωροφυλακής, είχε εγκατασταθεί εκεί ο σπουδαιότερος τεκές (χασικλίδικο) του Σωτηράκη που έκλεισε όταν ανέλαβε η Αστυνομία Πόλεων. Όμως ξεπήδησαν άλλα και λειτουργούσαν σαν κάτι περισσότερο από τα σημερινά καφενεδάκια. Ένα τέτοιο πάνω από το σταθμό του Λαρισαϊκού ήταν της κυρά-Ρήνης της Σμυρνιάς, μια κατακόμβη που δύσκολα περιφέρονταν τρία άτομα.
Τεκέδες
Η έκταση και η διάδοση του χασίς και των ναρκωτικών ξεπερνούσε τα όρια του Χιώτικου συνοικισμού και των Λιπασμάτων. Είχε αγκαλιάσει κι άλλους Δραπετσωνίτικους χώρους. Υπήρχαν λοιπόν και αλλού τεκέδες.
Στον Αγ. Διονύση ο τεκές του Σωτηράκη ήταν για τους «ποντικούς» και τους «λαχανάδες» των σιδηροδρόμων, καθώς επίσης και του Σάλωνα, που κάθε τρεις μήνες μετακόμιζε. Το 1924 ο Καπλάνας, γνωστός τεκετζής στα Μπουτέικα (Καστράκι) είχε κρεμάσει έξω απ’ το τεκέ του άσπρο ματωμένο πουκάμισο, σημάδι να μην πλησιάσει αστυνομικός. Τελικά έγινε έφοδος με εκατέρωθεν θύματα.
Σ’ αυτό το συνονθύλευμα παρανομίας και ονείρου, αδιεξόδου κι ελπίδας ανακατεύονταν πολλοί «παλικαράδες», που ήταν στην υπηρεσία πολιτικών για προστασία και εκβιαστική ψηφοθηρία.
Αλλά η περιθωριακή δράση των Χιώτικων ήταν πολυποίκιλη. Και για να ερμηνευτούν σωστά τα στοιχεία που η Δραπετσώνα γέννησε είναι ανάγκη να διεισδύσουμε στην αλήθεια, χωρίς υστεροβουλία και σεμνοτυφία.
Τόσο οι άνδρες του λιμεναρχείου, όσο και οι ναύτες εξόδου του Πολεμικού Ναυτικού των πλοίων που ναυλοχούσαν στο Φάληρο και τον Προλιμένα, αποτελούσαν μάστιγα εκείνη την εποχή για τον Πειραιά. Ήταν απείθαρχοι, μάγκες και αλληλέγγυοι σαν συντεχνία. Φορούσαν στραβά το καπέλο, ανασηκωμένη πίσω τη μπελαμάνα και βγαλμένες μπροστά τις πλαϊνές τσέπες. Ήταν προκλητικοί, συνήθως μεθυσμένοι και όταν δεν τα έβαζαν με τους βαρκάρηδες και τους χαμάληδες τσακώνονταν μεταξύ τους. Η Δραπετσώνα με τα ταβερνάκια, τα ουζάδικα, τα Βούρλα και τα «Χιώτικα» ήταν η πιάτσα πρώτης τους επιλογής, πάντοτε παρούσα και το ίνδαλμα κάθε παρανόμου και κάθε πόρνης, όπως δείχνει και το παρακάτω στιχάκι
Ναυτάκι τόνε θέλω ‘γω
τον αγαπητικό μου
Να βάζει λάδι στο μαλλί
να βρίζει το σταυρό μου.
Οίκος Ανοχής
Τα βούρλα ήταν οίκος ανοχής που ανήκε στον τύπο μπορντέλο-στρατώνας (πολλές πόρνες). Δεν ήταν δηλαδή ξενοδοχείο με γυναίκες που εκδίδονταν αλλά στρατώνας. Μια γειτονιά κλεισμένη μέσα σε ένα κτίριο.
Στα πορνεία-ξενοδοχείο όλα κατέχονται και διευθύνονται από την μαντάμ. Στο πορνείο-στρατώνα δεν υπάρχει μαντάμ. Η κάθε πόρνη έχει ένα δωμάτιο όπου δουλεύει για λογαριασμό της. Γύρω οι προστάτες (νταβατζήδες) σφάζονται σαν κοτόπουλα. Γι’ αυτό σε τέτοια πορνεία υπάρχει, πάντοτε, αστυνομία. Τα Βούρλα αποτελούν το τυπικότερο παράδειγμα πορνείου αυτού του τύπου.
Για να καταλάβουμε την τότε λειτουργία αυτού του οίκου ανοχής θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ήταν ουσιαστικά εκτός του ιστού της κύριας πόλης Για να φτάσει εκεί κανείς από τον Ηλεκτρικό σταθμό ή την Παλαμηδίου, έπρεπε να περπατήσει σχεδόν μια ώρα. Το 1910 καταργήθηκε το νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου. Μέχρι το 1922 που άρχισε να εποικίζεται η Δραπετσώνα η περιοχή παρέμεινε επικίνδυνη – ιδίως τη νύχτα όταν όλα ήσαν θεοσκότεινα. Τα Βούρλα απαρτίζονταν από τρία διώροφα κτίρια σε σχήμα Π. Κάθε πλευρά είχε 24 (12+12) δωμάτια, ήτοι εν σύνολο 72 δωμάτια=72 πόρνες. Το σχήμα Π έκλεινε με μια ψηλή μάντρα. Στη μέση της αυλής υπήρχε ένα σπιτάκι: το ισόγειο, το καφενεδάκι των νταβατζήδων και στο πάνω πάτωμα έμενε η αστυνομία. Η αυλή –και γενικότερα τα Βούρλα- είχαν μόνο μια πορτάρα. Όποιος νταβατζής ήθελε να καθορίσει με κάποιον αντίπαλό του, την έστηνε στην πορτάρα και περίμενε. Εκείνη την εποχή οι νταβατζήδες δεν αστειευόντουσαν…
Σ’ αυτά τα στέκια ήταν παρούσες οι γυναίκες, άλλες αγουροξυπνημένες και βαρύθυμες και άλλες ευδιάθετες και φλύαρες. Μερικές, πίνοντας το καφεδάκι, απολάμβαναν και το τσιγάρο, ενώ οι πιο κεφάτες το ’ρίχναν στο χορό, χασάπικο και ζεϊμπέκικο κατά προτίμηση. Είχαν όμως και το νου τους έξω που στάλιζαν οι επισκέπτες. (…)
Σίγουρα, πουθενά αλλού δεν ήταν τόσο χαμηλή η διατίμηση όσο στα Βούρλα. Μόνον ένα εικοσιπεντάρικο η επίσκεψη! Στο τρίτο κατά σειρά συγκρότημα μάλιστα – απάνω δεξια– που ήταν μαζωμένες οι πιο ηλικιωμένες και άσχημες, κατέβαιναν παρακάτω από μισοτιμής κάμποσες φορές, κοντολογής στο δεκάρικο. (…)
Όσοι έμεναν στη Δραπετσώνα, ήταν κοντογειτόνοι, αφού η μάντρα βρισκόταν στη συνοικία τους, περιτοιχισμένη από προχειροκατασκευασμένες προσφυγικές πολυκατοικίες και κανα δυό εργοστάσια. Εκείνοι, εξ άλλου, που γυροβολούσαν από το Κουτσουκάρι, τα Γερμανικά, τις Κοκκινιές –Παληά και Νέα– από το Πέραμα, το Κερατσίνι και τα Ταμπούρια, είχαν οπωσδήποτε ομαλή πρόσβαση. Όλους τους άλλους όμως, από τον Πειραιά την Αθήνα και τα Προάσιια, τους χώριζε η σιδηροδρομική γραμμή που ξεκινάει από το Σταθμό Λαρίσης, εκεί κοντά στην εκκλησιά του Άη–Διονύση (…)
Ανάμεσα σ’ εφτά δεκάδες γυναίκες κι ο πιο δύσκολος και εκλεκτικός κάποια θάβρισκε της αρεσιάς του.
Οι Μικρασιάτισσες, όλες χωρίς διάκριση, προσαγορεύονταν Σμυρνιές, ενώ εκείνες που προέρχονταν απ’ όλη η Θράκη, ως πέρα τη Βασιλεύουσα, Πολίτισσες. Οι Μακεδόνισσες, Θεσσαλές, Ηπειρώτισσες, Στερεοελλαδίτισσες και Πελοποννήσιες, συλλήβδην βλάχες! (…)
Μια κοντέσσα, από τα γαλανά νερά του Ιονίου, με ζηλευτή επίδοση μάλιστα στους ρεμπέτικους χορούς, που το ντύσιμό της θα ταίριαζε ίσως μ’ εκείνο που έλεγε το τραγούδι. (…)
Με τα χιονάτα σοσσόνια, ασορτί με τα παπούτσια και την κάτασπρη φαρδιά κορδέλα στα μαλλιά, σε γοήτευε μολονότι το τραγούδι πού ’παιζε ο φωνόγραφος ήταν λιγάκι σέρτικο και οι φιγούρες κάπως τολμηρές. Χορεύοντας τούτη, συνόδευε χαμηλόφωνα την αριστοτεχνική εκτέλεση του βετεράνου Στράτου, ξεστομίζοντας στην κατάλληλη στροφή ένα ρυθμικό παρατεταμένο σσσσσσ! ενώ η τεντωμένη δεξιά παλάμη έσκιζε σαν σπαθί τον αέρα στον ίδιο τέμπο:
Αγα–α-πώ μια–α–ά πα–ντρε–με–ε–έ–νη
Όμ–ο–ο–ο–ορφη, κα–α–α–λο–οο–ντυμένη.
Όομ–ο–ο–ο–ορφη, κα–α–α–λο–οο–ντνμένη
–σπιτο–ο–ο–νοικο–ο–οκυ–υ–υ– ρεμένη!
Μ’ έχει και με καμαρώνει και ποτέ δε με μαλώνει.
Είν’ ωραία και μ’ αρέσει – ήσυχη και με προσέχει.
Θα μου χτίσει και παλάτια – στολισμένα με διαμάντια
Νάρχονται τα χανουμάκια – να μας παίζουν μπουζουκάκια!
Εκτός από η γλάστρα με τα γεράνια και το χρωματιστό φωτάκι που ήταν καλυμμένο με μικρό αμπαζούρ κι έφεγγε κάτω από το γείσο της πόρτας, περιβάλλοντας με την κόκκινη ανταύγειά του όλη την επιφάνεια της μικρής ταμπέλας, όξω από το παραθυράκι ήταν προσαρμοσμένο ένα μεγάφωνο που δονούσε τους αιθέρες με τα γεμάτα περιπάθεια τραγούδια ης Ανδαλουσιάνας Κάρμεν, πότε από τη θρυλική Ιμπέριο Αρζεντίνα στα σπανιόλικα και πότε στα ελληνικά από την υπέροχη Δανάη.
ΗΜΕΙΣ, η ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΔΙΑΤΑΣΣΟΜΕΝ….
Περί κοινών γυναικών και οίκων ασωτίας
Κατά το έτος 1894 την 11η Απριλίου, ημείς Διευθυντής της Διοικητικής Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς, παρατηρήσαντες ότι αι κοιναί γυναίκες κατοικούσιμ εν αμφοτέραις τες πόλεσιν Αθηνών και Πειραιώς εις συνοικίας και οδούς, ένθα η παρουσία αυτών προξενεί σκάνδαλον, και περιφέρονται εις τους δημοσίους περιπάτους και οδούς προς βλάβην των ηθών, ότι πολλοί νέοι έπαθον εξ αφροδισίων παθών ένεκα της λάθρα εξασκουμένης πορνείας προς μεγίστην βλάβην της δημοσίας υγείας, έχοντας δε υπόψη τα άρθρα 50 και 55 …. Διατάσσομε ν
1)………
2) Αι κοιναί γυναίκες διαιρούνται εις τρεις τάξεις, πρώτης δευτέρας και τρίτης. Και αι μεν πρώτης τάξεως θέλουν διαμένει εις ιδιαιτέρας κατοικίας, αι δε δευτέρας εις τινά των εν ταις πόλεσιν Αθηναών και Πειραιώς τηρουμένων οίκων ασωτίας, και αι τρίτης εις τα αν Αθήναις μεν χαμαιτυπεία τα κείμενα πλησίον των καταστημάτων του Αεριόφωτος, εν Πειραιεί δε εις τα προς δυσμάς του νεκροταφείου Πειραιώς υπάρχοντα τοιαύτα δημοτικά οικήματα (Βούρλα) .