Πώς ο πρώτος κυβερνήτης του ελληνικού κράτους που εμείς δολοφονήσαμε, συνέβαλε στη δημιουργία του πιο δημοκρατικού,
ειρηνικού και ανεπτυγμένου κράτους της γης
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟ ΒΗΜΑ
1831. Η Ελλάδα έχει μόλις την προηγούμενη χρονιά γίνει κράτος, έπειτα από μια επανάσταση που είχε αρχίσει δέκα χρόνια πριν και που διήλθε μέσα από τεράστιες περιπέτειες, σχεδόν αποτυγχάνοντας. Τώρα, όμως, έχει, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της αποκτήσει σύνορα, διεθνή αναγνώριση και χτίζει τις πρώτες της δομές. Μέχρι που, μια μέρα σαν τη σημερινή, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, με το παλαιό ημερολόγιο της εποχής, ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας, ο Ιωάννης Καποδίστριας, πέφτει νεκρός από μία σφαίρα στο Ναύπλιο. Μια κακοδαιμονία που οι επιπτώσεις της φτάνουν, θα μπορούσε κανείς να πει, ακόμα μέχρι και σήμερα, ξεκινά για το νέο τόπο.
Ο φάκελος της δολοφονίας Καποδίστρια στο βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών είναι ένας από εκείνους που δεν άνοιξαν ποτέ: ακόμα μέχρι και σήμερα παραμένει διαβαθμισμένος με απόρρητα έγγραφα, γεγονός εξαιρετικά σπάνιο καθώς οι πιο πολλοί φάκελοι ανοίγουν τριάντα χρόνια μετά. Όμως όχι αυτός για τον Καποδίστρια. Ιστορικοί εικάζουν ότι οι πληροφορίες που περιέχονται εκεί για τη δολοφονία του, είναι συνταρακτικές.
Το τι σήμαινε ο Καποδίστριας για την Ελλάδα και το τι τραγωδία υπήρξε η δολοφονία του για τον τόπο, το ξέρουν όλοι. Εκείνο που ελάχιστοι στην Ελλάδα δυστυχώς ακόμα γνωρίζουν, είναι το τι σήμαινε ο Καποδίστριας για μία άλλη χώρα με την οποία είχε εμπλακεί πολύ ενεργά ως διεθνής διαμεσολαβητής εκπρόσωπος του Τσάρου, πριν έρθει στην Ελλάδα: την Ελβετία.
Ο Καποδίστριας υπήρξε ο εμπνευστής της ελβετικής ουδετερότητας, αλλά και ο άνθρωπος που κατάφερε να «φέρει» στην ελβετική συμπολιτεία τα καντόνια της Γενεύης και της Λωζάνης, νικώντας κατά κράτος διπλωματικά τον άρχοντα της ευρωπαϊκής διπλωματίας στη μετά το Ναπολέοντα εποχή, τον Μέτερνιχ.
Οι Ελβετοί γιορτάζουν ως εθνικό τους ήρωα τον Καποδίστρια και δεν έχουν άδικο: συνέβαλλε καθοριστικά στο να γλιτώσει η μικρή χώρα από τις μεγάλες δυνάμεις που τη διεκδικούσαν ως προτεκτοράτο, αλλά, το κυριότερο, να γίνει αυτό που έγινε στο μέλλον, καθώς η ανάπτυξή της βασίστηκε αποφασιστικά στην ουδετερότητα: έτσι έχτισε την τραπεζική της μοναδικότητα, έτσι γλίτωσε από τους φονικούς πολέμους στον 19ο και στον 20ο, κυρίως, αιώνα, έτσι έγινε παγκόσμιο κέντρο προσέλκυσης πλούτου και, στη συνέχεια, πλουσίων.
Το μοντέλο που είχε ο Καποδίστριας στο μυαλό του για την Ελλάδα, ήταν παρόμοιο με αυτό που βοήθησε, περισσότερο από κάθε άλλον, να αποκτήσει η Ελβετία. Αλλωστε, υπήρχαν και πολλές αναλογίες μεταξύ των οποίων οι κυριότερες είναι ότι μεγάλες δυνάμεις, αυτοκρατορίες, αντιμάχονταν για να καταφέρουν να θέσουν τις δύο χώρες στην επιρροή τους, αλλά και ότι και οι δύο ήταν πολύ φτωχές χώρες στο ξεκίνημά τους – κάτι που πολλοί σήμερα επίσης αγνοούν.
Η Ελβετία τα κατάφερε. Χρωστά πολλά στον Καποδίστρια γι αυτό και το θυμάται ακόμα και σήμερα με την «Ακτή Καποδίστρια» στο Ροδανό ποταμό στο κέντρο της Γενεύης, με τα στεφάνια που του καταθέτουν κάθε χρόνο στην εθνική γιορτή τους, με την πλάκα στο σπίτι του στην παλιά πόλη της Γενεύης, με την επίτιμη ανάδειξή του σε πολίτη της Γενεύης και της Λωζάνης – τα σχετικά με τη δράση του Καποδίστρια στην Ελβετία φυλάσσονται στα κρατικά αρχεία της Γενεύης.
Και στην Ελλάδα πάντως υπάρχουν αγάλματά του: θυμίζουν ότι τον σκοτώσαμε και, συνήθως, βρίσκονται, ειδικά στην Αθήνα, στο έλεος των συνθημάτων, των γράφιτι και της βρώμας…
Ένα από τα σημαντικότερα έντυπα στην Ελλάδα, ο Οικονομικός Ταχυδρόμος, έφερε στο φως στις 27 Μαΐου 1993, δύο ελβετικά έγγραφα σχετικά με τον Ιωάννη Καποδίστρια τα οποία και αναδημοσιεύονται εδώ. Το ένα εκ των δύο κειμένων είχε ως τότε δημοσιευθεί μόνον στα γαλλικά στη σχετική βιβλιογραφία περί Ιωάννη Καποδίστρια, αλλά ουδέποτε στα ελληνικά, ενώ το άλλο ήταν παντελώς αδημοσίευτο. Πρόκειται για δύο κείμενα που φυλάσσονται σήμερα στα κρατικά αρχεία της Γενεύης και τα οποία δείχνουν ανάγλυφα την κεφαλαιώδη σημασία της διπλωματικής δράσης του Καποδίστρια για τη Γενεύη, όπως από τότε κιόλας την αναγνώρισαν οι ίδιοι οι κάτοικοί της με σεβασμό και συγκίνηση που αντανακλώνται έντονα σε αυτά. Δυστυχώς, η σκέψη του τι περίμενε τον Καποδίστρια στην Ελλάδα μετά από την ανάγνωση αυτών των δύο κειμένων, γίνεται ακόμα πιο πικρή…