ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ ΣΤΟ «ΕΘΝΟΣ»
Από νωρίς το πρωί ο ψίθυρος μεταφερόταν από στόμα σε στόμα: «Φεύγουν, οι Γερμανοί φεύγουν, είμαστε ελεύθεροι». Λίγες ώρες αργότερα τα τελευταία καμιόνια των ναζί έβγαιναν από την Αθήνα και χιλιάδες λαού πανηγύριζαν ξέφρενα το τέλος της Κατοχής και της ναζιστικής τυραννίας.
«Η πιο όμορφη, η πιο ελαφριά μέρα του κόσμου». Με αυτά τα λόγια του ο ποιητής,
ο Γιώργος Σεφέρης, αποτύπωσε το συναίσθημα όλων των Ελλήνων όταν απελευθερώθηκε η πατρίδα.
Η 12η Οκτωβρίου 1944 για τους κατοίκους της Αθήνας ήταν μια ημέρα-σταθμός, καθώς η αποχώρηση των κατακτητών από την ελληνική πρωτεύουσα σηματοδότησε το τέλος μιας φρικτής περιόδου που είχε επιβάλει βίαια η γερμανική μπότα. Φέτος συμπληρώνονται 70 χρόνια από την απελευθέρωση της Αθήνας, όμως παρά τη χρονική απόσταση, όσοι έζησαν τα γεγονότα διατηρούν άσβεστη στη μνήμη τους τη μοναδική αίσθηση ελευθερίας.
Τα πλήθη
Εικόνες ανείπωτης χαράς, ένα μεγάλο ξέφρενο πανηγύρι. Η είδηση ταξίδεψε γρήγορα κι ένα τεράστιο πλήθος συγκεντρώθηκε στο κέντρο της Αθήνας, γύρω από την πλατεία Συντάγματος, την Ομόνοια και τους κεντρικούς δρόμους, για να πανηγυρίσει την ελευθερία και να δει τους μισητούς εχθρούς να φεύγουν.
Ενα μεθύσι ελευθερίας με δάκρυα στα μάτια, ενώ ηχούσαν χαρμόσυνα καμπάνες και από τα σπίτια έβγαζαν τις ελληνικές σημαίες. Οι κάτοικοι της Αθήνας είχαν βιώσει πολλαπλά το δράμα της Κατοχής. Με συνεχή μπλόκα στις γειτονιές, βασανιστήρια στη Μέρλιν και την Γκεστάπο, συλλήψεις και μαζικές εκτελέσεις πατριωτών και βέβαια την εξαθλίωση και την τρομερή πείνα. Χιλιάδες άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους εξουθενωμένοι από την ασιτία και οι σωροί μεταφέρονταν πάνω σε καρότσια.
Το πρωινό της 12ης Οκτωβρίου πανηγύριζαν οι επιζήσαντες από μια μαύρη περίοδο που κράτησε 1.264 ημέρες. Μακριά από το κέντρο, σε πολλές γειτονιές οι Γερμανοί είχαν ήδη αποσυρθεί. Ο στρατιωτικός διοικητής Χ. Φέλμι από το προηγούμενο βράδυ το γνωστοποίησε στις αρχές κηρύσσοντας την Αθήνα «ανοχύρωτη πόλη», αναμένοντας ότι θα αποχωρήσουν ανενόχλητοι από τις οργανώσεις της Αντίστασης. Στην Ακρόπολη υπεστάλη η τρομερή σβάστικα και ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης κατεβαίνει από τον Ιερό Βράχο, εκεί όπου λίγες ημέρες μετά υψώθηκε η γαλανόλευκη από την ελληνική κυβέρνηση.
Πριν εγκαταλείψουν την πόλη, οι κατακτητές... απέδωσαν τιμές στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη, όμως μόλις έφυγαν πλήθος λαού κατέστρεψε οργισμένος τα στεφάνια που εναπέθεσαν με θράσος οι ναζί.
Συνέχιζαν τις εκτελέσεις
Αλλωστε ακόμα και το τελευταίο διάστημα δεν είχαν σταματήσει τις εκτελέσεις.
Αλλωστε ακόμα και το τελευταίο διάστημα δεν είχαν σταματήσει τις εκτελέσεις.
Εναν μήνα πριν φύγουν, ηττημένοι, σκότωσαν στην Καισαριανή 49 πατριώτες και ανάμεσά τους την Ηρώ Κωνσταντοπούλου και στο Δαφνί 72 άτομα μεταξύ των οποίων η Λέλα Καραγιάννη και οι συναγωνίστριές της. Η αποχώρηση δεν ήταν αναίμακτη. Ακόμα και την παραμονή σκότωναν αγωνιστές και φεύγοντας προσπάθησαν να καταστρέψουν τις υποδομές της πόλης. Ενώ στο κέντρο ο λαός πανηγύριζε, οι ναζί το επόμενο πρωί προσπάθησαν να ανατινάξουν την Ηλεκτρική Εταιρεία που κάλυπτε όλη την πρωτεύουσα. Το εργοστάσιο σώθηκε ύστερα από σκληρή μάχη που έδωσε ένα τάγμα του ΕΛΑΣ.
Με την αποχώρηση των Γερμανών τον συντονισμό της κατάστασης είχε αναλάβει η τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από τους Φ. Μανουηλίδη, Ι. Ζέβγο και Θ. Τσάτσο, μέχρι την άφιξη της κυβέρνησης.
Υπήρχε ο φόβος για την καταστροφή των υποδομών, η έγνοια για τη διάσωση των ιστορικών μνημείων της πόλης και βέβαια τα οπλισμένα ακόμα Τάγματα Ασφαλείας. Μια άλλη ταραγμένη εποχή άρχιζε...
Ομως εκείνο το ξημέρωμα της 12ης Οκτωβρίου, όταν οι μηχανοκίνητες μονάδες των ναζί έφευγαν από την πόλη, η σκέψη στεκόταν στην ελευθερία.
Γιώργος Αποστολίδης
Μνήμες
ΑΛΚΗ ΖΕΗ
Τραγουδούσαμε, ήταν ένα πανηγύρι
Τραγουδούσαμε, ήταν ένα πανηγύρι
«Εκείνο που με θλίβει σήμερα είναι ότι ποτέ δεν γιορτάζουμε αυτή την ημέρα. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες γιορτάζουν την ημέρα της απελευθέρωσης και εμείς μόνο την ημέρα του πολέμου. Τα παιδιά δεν ξέρουν τι συνέβη.
Μια φορά σε ένα σχολείο ρώτησα εάν γνώριζαν τι έγινε στις 12 Οκτωβρίου και ένα παιδάκι απάντησε ότι έχει τα γενέθλιά του... Είναι μια ημέρα που δεν τη μαθαίνουν στο σχολείο και αναρωτιέμαι γιατί», λέει η συγγραφέας κυρία Αλκη Ζέη, η οποία θυμάται τα καμιόνια των Γερμανών να φεύγουν και τον κόσμο να τους μουντζώνει, αλλά και ότι δεν παρέλειπαν να σκοτώνουν ακόμα και την τελευταία ημέρα.
«Η ημέρα εκείνη είχε τεράστια σημασία. Για εμάς που τη ζήσαμε, ήταν η πιο χαρούμενη ημέρα της ζωής μας. Νομίζαμε ότι τελείωσαν όλα και από εδώ και μπρος θα είμαστε ελεύθεροι, θα ζήσουμε όπως θέλουμε.
Δεν ξεχνιέται
Βέβαια διαψευστήκαμε, αλλά εκείνη η ημέρα δεν ξεχνιέται. Ολος ο κόσμος ήταν στους δρόμους, τραγουδούσαμε, αγκαλιαζόμαστε, ήταν ένα πανηγύρι. Κάτω από το σπίτι μου, χαράματα, ένα παιδί φώναζε ?ξυπνήστε ρε, φεύγουν?. Πήγαμε στην Αθήνα με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου και συναντούσαμε γνωστούς και φίλους. Δυστυχώς η χαρά κράτησε λίγο. Ηταν δύσκολη η Κατοχή, δεν πιστεύαμε ότι ήταν αλήθεια, ότι ελευθερωθήκαμε.
Βέβαια διαψευστήκαμε, αλλά εκείνη η ημέρα δεν ξεχνιέται. Ολος ο κόσμος ήταν στους δρόμους, τραγουδούσαμε, αγκαλιαζόμαστε, ήταν ένα πανηγύρι. Κάτω από το σπίτι μου, χαράματα, ένα παιδί φώναζε ?ξυπνήστε ρε, φεύγουν?. Πήγαμε στην Αθήνα με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου και συναντούσαμε γνωστούς και φίλους. Δυστυχώς η χαρά κράτησε λίγο. Ηταν δύσκολη η Κατοχή, δεν πιστεύαμε ότι ήταν αλήθεια, ότι ελευθερωθήκαμε.
Η Αθήνα ήταν μια χαρούμενη πόλη γεμάτη ενθουσιασμό και ελπίδα».
ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ
Φλεγόταν ο κόσμος στους δρόμους
Φλεγόταν ο κόσμος στους δρόμους
«Ημουν γραμματέας στην ΕΠΟΝ Ψυρρή. Εκείνη την ημέρα είχαμε μπει από την παρανομία στη νομιμότητα. Ξεσηκωθήκαμε όλοι και κατεβήκαμε στο Σύνταγμα. Τους βλέπαμε ότι φεύγουν, καθώς είχαν ήδη εγκαταλείψει αρκετές περιοχές της Αθήνας και τις είχε καταλάβει ο ΕΛΑΣ. Ενα μέρος της πόλης ζούσε σε ελευθερία από αρχές Οκτωβρίου» αφηγείται ο ποιητής κ.Τίτος Πατρίκιος. Σε ηλικία 16 ετών είχε φύγει από το πατρικό στην πλατεία Βάθη για να βρίσκεται σε επιφυλακή μαζί με τους συντρόφους του.
«Επί ημέρες είχαμε βρεθεί σε διαρκή συναγερμό. Από Πατησίων και κάτω δεν υπήρχαν πια Γερμανοί. Θυμάμαι ήταν Σεπτέμβρης ακόμα, όταν ήρθε στην πλατεία Δημαρχείου ένας Γερμανός στρατιώτης και μας παραδόθηκε, λέγοντας ότι δεν θέλει να πολεμήσει. Ομως εκείνη την ημέρα της απελευθέρωσης φλεγόταν ο κόσμος. Δύσκολα το περιγράφει κανείς με λόγια. Φωνές, πλακάτ και σημαίες, ελληνικές καθώς και των συμμάχων σοβιετικές, αμερικάνικες, αγγλικές. Από τους αέρηδες είχαμε δει στην Ακρόπολη να κατεβάζουν τη σημαία τους και να φεύγουν. Φυσικά το βράδυ δεν κοιμήθηκε κανείς. Αλλά οι Γερμανοί ακόμα και λίγο προτού εγκαταλείψουν την Αθήνα δεν σταμάτησαν να σκοτώνουν. Θυμάμαι είχα βρεθεί στο Βερολίνο, κάποτε, στο μουσείο της Γκεστάπο και εκεί είδα ότι ακόμα και την παραμονή της συνθηκολόγησης και το τέλος του πολέμου είχαν εκτελέσει κρατούμενους. Το έκαναν από γραφειοκρατική συνέπεια. Είχαν την εντολή να κάνουν τις εκτελέσεις και εκείνοι ?συνεπείς? το έκαναν μία ημέρα πριν τελειώσει ο πόλεμος».
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΚΟΥΦΑΣ
Δεν έμεινε άνθρωπος στο σπίτι του
Δεν έμεινε άνθρωπος στο σπίτι του
«Οι Γερμανοί είχαν ήδη κατεβάσει τη σημαία τους, τη σβάστικα και εμείς ήμασταν προετοιμασμένοι ότι θα φύγουν. Οι εικόνες που έχω είναι από ένα ατελείωτο κόσμο, ένα πλήθος στο κέντρο της Αθήνας» αφηγείται ο κ. Βαγγέλης Γκούφας, θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και ποιητής.
Γέννημα θρέμμα του Ψυρρή, σε ηλικία 19 ετών, ήταν φοιτητής της Νομικής και μέλος στη νεολαία του ΕΑΜ.
«Ημουν πιτσιρικάς, ήδη ήμουν "ελεύθερος"και θυμάμαι ότι βγήκαμε όλοι στους δρόμους, δεν έμεινε άνθρωπος στο σπίτι. Πήγα στη διαδήλωση στο Σύνταγμα, ένα τεράστιο πανηγύρι με σημαίες και τραγούδια.
Ηταν εκεί ολόκληρη η Αθήνα και νομίζω ότι κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ.
Πανζουρλισμός ενθουσιασμού, ένας ολάκερος κόσμος ήταν στον δρόμο. Βέβαια οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να φεύγουν από πολλές γειτονιές ημέρες πριν.
Δεν σταμάτησαν όμως να εκτελούν ανθρώπους, όπως τον πατέρα του Φίνου, μόλις έξι ημέρες πριν».