Κίνηση στην γειτονιά εκείνα τα χρόνια τέτοιες ημέρες...
Είχαμε βλέπεις κοντά το καρβουνιάρικο του κυρ Μήτσου.
Η σούστα με το άλογο....η αποθήκη με τα βαρέλια με το κρασί...δίπλα η άλλη με τα κάρβουνα και έξω στην αυλή το μεγάλο ξύλινο ψυγείο που έβαζε τις κολώνες με τον πάγο.
Μπροστά από τα βαρέλια καναδυό τσίγκινα στρογγυλά τραπέζια με καρέκλες
για εκλεκτούς πελάτες όπως έλεγε τους κρασοπατέρες που ήταν όμως και "χημικοί"του για την ποιότητα του κρασιού.
Έβγαζε τα βαρέλια στο πεζοδρόμιο για ξύσιμο με την ξύστρα και πλύσιμο καλό
για να βάλει τις νέες μουστιές από το Λιόπεσι.
Κάθε χρόνο αγόραζε από τον ίδιο αγρότη...
Πού να χωρέσει ο κυρ Μήτσος μέσα στο πλαγιασμένο βαρέλι για να το ξύσει.
Η μαρίδα της γειτονιάς θα βοηθούσε λόγω μεγέθους και φυσικά θα έπαιρνε
το χαρτζιλίκι της για να το δώσει απέναντι στον ψιλικατζή για καραμέλες...χαπαχούπες...σοκολάτες....γκαζάκια.
Οι κρασοπατέρες έκαναν εμφάνιση την ημέρα που ερχότανε το φορτηγό με τον μούστο για να απολαύσουν το θέαμα και να ευχηθούν για την καλή ρετσίνα αλλά και να συμβουλεύσουν τον κυρ Μήτσο.
Καταλάβαιναν με την πρώτη γουλιά για την κατάχρηση ζάχαρης και γύψου
που θα είχε γίνει προκειμένου να ετοιμαστεί πρίν την ώρα της η ρετσίνα
και ανοίξουν τα γιοματάρια.
Υπήρχε ανταγωνισμός μεγάλος για το ποιός θα άνοιγε πρώτος το γιοματάρι.
Ήταν έθιμο με τον ερχομό του μούστου στην γειτονιά να μοιράζει η καβουρνιάρισα
στις γειτόνισες μούστο για να φιάξουν μουσταλευριά.
Φυσικά στα σπίτια των Μικρασιατών υπήρχε συνωστισμός για τους γνωστούς λόγους.
Η κουζίνα τους ήταν άπιαστη και φυσικά η μουσταλευριά δεν ήταν ίδια με τις άλλες.
Αξέχαστη η μυρουδιά στις αυλές τέτοιες ημέρες.
Ο Νίκος Χατζηαποστόλου έγραψε για την ξανθιά θεά...
"Ρετσίνα μου αγνή
αγάπη μου ξανθιά κεχριμπαρένια
σκοτώνεις όλους τους καημούς
και σβήνεις πάντα κάθε έγνοια.
Γι’ αυτό κι’ εγώ δεν θα
τ’ απαρνηθώ το ρετσινάτο χρώμα
και θέλω να με θάψουνε
λόγω τιμής