…και συμπεριφέρονται σαν τα μικρά παιδιά
Αι Αθήναι πλέουσαι εις άπλετον... σκότος
«Απρόοπτος διακοπή του ηλεκτροφωτισμού της πρωτευούσης επέλθουσα χθες ολίγον προ της 6 1/2 μ.μ. επέφερεν αναστάτωσιν γενικήν και έγεινε πρόξενος απείρων φαιδροτάτων επεισοδίων. Αι χιλιάδες των Αθηναίων περιπατητών που ευρέθησαν εξαφνικά πλέοντες εις ένα απροσδόκητον ηλεκτρικόν σκότος, ηξιώθησαν ν'απολαύσουν ένα θέαμα, το οποίον δεν ειμπορούσαν να το περιμένουν ποτέ.
Έως τώρα επρεσβεύετο ως δόγμα αξιωματικόν, ότι οι Αθηναίοι είνε τα φωτοχαρέστερα των διπόδων της υφηλίου. Από χθες πρέπει να θεωρήται ως αλήθεια αδιάψευστος, ότι οι κάτοικοι της πρωτευούσης αγαπούν το σκοτάδι σαν τις νυχτερίδες. Τόση υπήρξεν η τρελλή χαρά, η οποία κατέβαλε τους ανθρωποχειμάρρους της πλατείας του Συντάγματος, της οδού Σταδίου και όλων των κέντρων μόλις εσβέσθησαν τα φώτα. Αληθές πανδαιμόνιον διεδέχθη το σβέσιμον, αλαλαγμοί, πανζουρλισμός.
Και δεν ήτο μόνον το σβέσιμον των φώτων. Οι κινηματογράφοι διεκόπησαν, πάσαι αι ηλεκτροκίνητοι μηχαναί εν γένει εσταμάτησαν, η κυκλοφορία των τραμ διεκόπη και πολλοί ανερχόμενοι από ορόφου εις όροφον δια των ηλεκτρικών αναβατήρων, έμειναν μετέωροι και εδέησε να κάμουν ακροβατικά γυμνάσια δια να αναρριχηθούν με σχοινιά ή να κατέβουν.
Τα καφενεία και λοιπά κέντρα, τα οποία εχρησιμοποίουν φωταέρια, ησθάνθησαν την χρησιμότητα του παλαιού αυτού περιφρονητικού φωτισμού. Το καφενείον Ζαχαράτου, έμεινε θεοσκότεινον και η Σεβαστή Γερουσία εύρε τροφήν νέων σχολίων. Επίσης, το "Πανελλήνιον"έμεινε στα σκοτεινά. Οι θαμώνες των έμειναν καθηλωμένοι εις τας θέσεις των, άλλοι σοβαρώς συζητούντες και άλλοι σκασμένοι στα γέλοια. Ότι όμως έγεινεν εις τους κινηματογράφους, δεν περιγράφεται -καθώς λέγουν η... κακές γλώσσες...
Εκείνοι όμως που ωργίασαν κυριολεκτικώς, ήσαν οι μετημφιεσμένοι. Τους κατέλαβεν ένα μένος πανζουρλισμού απερίγραπτον και δεν ήξευραν και αυτοί πώς να χαρούν την μεγάλην ελευθερίαν που τους παρείχε το σκοτάδι: επιτείνον την εκ της μεταμφιέσεως ελευθερίαν.
Η ζωηρότης αυτή επεξετάθη και εις τους αμασκάρευτους ενθαρρυνομένους επίσης από το σκότος. Κωμικώταται δε, ήσαν αι σκηναί εις τα σταματημένα τραμ. Οι ταξειδιώται δεν εννοούσαν να το κουνήσουν. Ευρήκαν όμως τον μπελάν των από νεαρούς εκδρομείς, οι οποίοι εισήλθαν και κτυπώντες τα κουδούνια εφώναζαν:
-Βάρα αμαξά.
-Εμπρός λοιπόν, χτύπα τα ψωράλογά σου να ξεκινήσουν. Ντεεε...
Ένα αυτοκίνητον, ερχόμενον από την Ομόνοιαν προς το Σύνταγμα, εφάνταζε με τους φανούς του σαν δίδυμος ήλιος του μεσονυκτίου.
«Απρόοπτος διακοπή του ηλεκτροφωτισμού της πρωτευούσης επέλθουσα χθες ολίγον προ της 6 1/2 μ.μ. επέφερεν αναστάτωσιν γενικήν και έγεινε πρόξενος απείρων φαιδροτάτων επεισοδίων. Αι χιλιάδες των Αθηναίων περιπατητών που ευρέθησαν εξαφνικά πλέοντες εις ένα απροσδόκητον ηλεκτρικόν σκότος, ηξιώθησαν ν'απολαύσουν ένα θέαμα, το οποίον δεν ειμπορούσαν να το περιμένουν ποτέ.
Έως τώρα επρεσβεύετο ως δόγμα αξιωματικόν, ότι οι Αθηναίοι είνε τα φωτοχαρέστερα των διπόδων της υφηλίου. Από χθες πρέπει να θεωρήται ως αλήθεια αδιάψευστος, ότι οι κάτοικοι της πρωτευούσης αγαπούν το σκοτάδι σαν τις νυχτερίδες. Τόση υπήρξεν η τρελλή χαρά, η οποία κατέβαλε τους ανθρωποχειμάρρους της πλατείας του Συντάγματος, της οδού Σταδίου και όλων των κέντρων μόλις εσβέσθησαν τα φώτα. Αληθές πανδαιμόνιον διεδέχθη το σβέσιμον, αλαλαγμοί, πανζουρλισμός.
Και δεν ήτο μόνον το σβέσιμον των φώτων. Οι κινηματογράφοι διεκόπησαν, πάσαι αι ηλεκτροκίνητοι μηχαναί εν γένει εσταμάτησαν, η κυκλοφορία των τραμ διεκόπη και πολλοί ανερχόμενοι από ορόφου εις όροφον δια των ηλεκτρικών αναβατήρων, έμειναν μετέωροι και εδέησε να κάμουν ακροβατικά γυμνάσια δια να αναρριχηθούν με σχοινιά ή να κατέβουν.
Τα καφενεία και λοιπά κέντρα, τα οποία εχρησιμοποίουν φωταέρια, ησθάνθησαν την χρησιμότητα του παλαιού αυτού περιφρονητικού φωτισμού. Το καφενείον Ζαχαράτου, έμεινε θεοσκότεινον και η Σεβαστή Γερουσία εύρε τροφήν νέων σχολίων. Επίσης, το "Πανελλήνιον"έμεινε στα σκοτεινά. Οι θαμώνες των έμειναν καθηλωμένοι εις τας θέσεις των, άλλοι σοβαρώς συζητούντες και άλλοι σκασμένοι στα γέλοια. Ότι όμως έγεινεν εις τους κινηματογράφους, δεν περιγράφεται -καθώς λέγουν η... κακές γλώσσες...
Εκείνοι όμως που ωργίασαν κυριολεκτικώς, ήσαν οι μετημφιεσμένοι. Τους κατέλαβεν ένα μένος πανζουρλισμού απερίγραπτον και δεν ήξευραν και αυτοί πώς να χαρούν την μεγάλην ελευθερίαν που τους παρείχε το σκοτάδι: επιτείνον την εκ της μεταμφιέσεως ελευθερίαν.
Η ζωηρότης αυτή επεξετάθη και εις τους αμασκάρευτους ενθαρρυνομένους επίσης από το σκότος. Κωμικώταται δε, ήσαν αι σκηναί εις τα σταματημένα τραμ. Οι ταξειδιώται δεν εννοούσαν να το κουνήσουν. Ευρήκαν όμως τον μπελάν των από νεαρούς εκδρομείς, οι οποίοι εισήλθαν και κτυπώντες τα κουδούνια εφώναζαν:
-Βάρα αμαξά.
-Εμπρός λοιπόν, χτύπα τα ψωράλογά σου να ξεκινήσουν. Ντεεε...
Ένα αυτοκίνητον, ερχόμενον από την Ομόνοιαν προς το Σύνταγμα, εφάνταζε με τους φανούς του σαν δίδυμος ήλιος του μεσονυκτίου.
Και μια δεσποινίς ηκούσθη να λέγη το εξής αμίμητον:
-Μα που το ευρήκε το ηλεκτρικό το αυτοκίνητο, αφού εκόπη το ρεύμα;»
(«Ακρόπολις» 1934)
-Μα που το ευρήκε το ηλεκτρικό το αυτοκίνητο, αφού εκόπη το ρεύμα;»
(«Ακρόπολις» 1934)