Το πούρο γιατί τόπανε πούρο; Κι αφού να πούμε το σωστό του όνομα είναι «τσιγκάρ» ή «σιγκαρίλος» άμα είναι μικρό, τζουράκι στενό κι αχαμνό και δυσκοίλιο;
Το ρωτάνε λοιπόν τα μαγκάκια στον αρχιμάγκα τον κυρ Σταμάτη και παίρνουνε την απόκριση.
-Το οποίον μόρτες μια βολά κι έναν καιρό ήταν ο Δεληγιάννη κι ο Τρικούπης, καλά παιδάκια και εκλογικά. Το οποίον για να καλοπιάσουνε τον ψήφο που μπουκάρηζε να τους πετάξη μια καλημέρα, είχανε κουβαλήσει εξ του εξωτερικού κουτιά με πουράκια. Το οποίον δεν το ήξερες το πουράκι και σε θάμπωνε. Πώς; Το οποίον πάνου στις κούτες έγραφε πούρο» που θα πει στην εξήγηση «αγνό», καπνός να πούμε αχαρμάνιαστος. Το οποίον κάποιος γνωρίζων ανάγνωσιν και γραφήν τόκοψε και είπε πούρο ρε μάγκες. Το οποίον απόμεινε στη γλώσσα του πούρο. Σακκουλευτήκατε;
Και βεβαίως σακουλευτήκανε οι μάγκες διότι ο κυρ Σταμάτης είναι πολύ παλιά ιστορία και κυκλοφορεί από τον καιρό που τα αλόγατα τραβάγανε τα τράμια στην οδός Σταδίου. Καλή εποχή αδερφέ μου, είχε να πούμε πέσει ο μακαρίτης ο Μπαϊραχτάρης και τη ρήμαξε τη μαγκιά, έρριξε καρπαζά στους βαριούς με την ψυχάρα του και τους αλώνισε τους κούτσαβους, αλλά όσο να πεις της μείνανε κάτι θερινά υπόλοιπα με το θάνατό του και δε χάθηκε η σπορά. Τζαφέρης, Βέγκα, Περίαντρος, όλα καλά παιδάκια, που κρατάγανε ακόμα το παλιό το παλληκαρίστικο. Μπαίνανε σε καφενέ με μάγκες στην Ομόνοια, κουσουμάρανε την μπιστόλα και παραγγέλνανε «ν’αδειάσει το κατάστημα καθ’όσο γουστάρω να πιω ένα καφέ με την ησυχία μου και μονάχος μου, και κάντον με φούσκες περικαλώ». Κι άμα άδειαζες καφενέ ρε μάγκες στην Ομόνοια, γινόσουνα αμέσως αρχιπαλληκαράς και καλός και σε ζυγιάζανε πια στη μεγάλη ζυγαριά, διότι είχε και στρίτζους που δε βγαίνανε και τότες πάγαινες για φόνο Παλιά Στρατώνα ή πάγαινες και σε θάβανε «ηρωικά» σ’έτρωγε να πούμε ο άλλος και καθάριζες από τους λεκέδες της παρούσης κοινωνίας της αχάριστης και της μπαγάσικης.
Μέσα στο γκεζί ο κυρ Σταμάτης να πούμε. Ολόκληρος Νάτος. Βάρος καντάρια τέσσερα και μουστάκα πατημένη στ’αλάτι καντάρια οχτώ. Ο σημερινός μάγκας δεν έχει ιδέα περί μουστάκι καθόσον αφήνει ένα ποντικοκούραδο στ’απάνω τ’αχείλι ή το ξουρίζει και μοιάζει αδερφέ μου με Μαρίκα. της όπερας. Κι όξω από το βάρος και τη μουστάκα καβουράκι με «χλίψη» ο κυρ Σταμάτης από κείνο που συνηθιζότανε στο παλιό Ψυρή πούβαζες τη «χλίψη», το πένθος να πούμε κορδέλλα για τους φόνους που έκανες. Ζουνάρι πεντάμεσο μάλλινο. Παντελονάκι τζογέ μαύρο, να περσέουνε και πέντε πόντοι για τσάκα. Κερασέα στο χέρι, εφόσον και απαγορεύεται η οπλοφορία και δε σ’αφήνουνε σήμερα μήτε νυχόλιμα να κάνεις τη δουλειά σου ως άνθρωπος. Παίχτης με χάντρες δεκατρείς βαρειές και κίτρινες κοντά στη μαγκούρα. Τσιγάρο σέρτικο Λαμίας που να το φούμαρης και να στέκεσαι πολύ ντούρος λες κι έπαθες αγκύλωση. Βαρειά φωνή, ομιλία με ραλεντί, κούνημα στον τελβέ του καφέ, στη ζούλα καμιά δοντιά «χασίσι» μέσα στις φούμες σου για να κάνεις «κεφάλι», λίγο περιφρονητικό ύφος στους πιτσιρήδες, συμβουλή πώς να παίξουνε το μουλτεζίμ στο τάβλι τ'ατζαμάκια, χαμόγελο, στεναγμός για το χτες έτσι και περάση καμιά σταράτη γκόμενα, τέσσερις καρέκλες για ξάπλα, κι όλο ιστορίες για την καλή εποχή του χτες, που πέρασε και ήσουνα νέος και σ'έτρεμε το ταράφι και σε λογάριαζε το σύμπαν και τάσπαγες στου Μπογράκου στη «Νεράιδα» Χαλάνδρι ή έκανες τον καυγά σου τον καλό στον «Κόκκινο Μύλο», έτσι και σοου βεντούζιαζε κανένας του ντούκου με την ψεύτικη κούνηση...
Ε ρε καλά χρόνια, να ξέρης που τάπαιρνες από όλες τις μεριές και κουνιόσουνα μπρατσεράτος στην Ομόνοια και τα περίχωρά της. Ήτανε οι μπαρμπουτιέρες, Αγίου Κωνσταντίνου και τα «πονηρά σπίτια» οδός Σωκράτους, ήτανε τα μαγαζάκια τα μικρά, τα κουτούκια, οδός Αθηνάς και τα παιδιά που «φέρνανε» πράμα από την Ανατολή και οι πονηροί και οι κλέφτες οι λαχανάδες και οι μανιταρτζήδες και οι παπατζήδες και τα ρεμαλάκια και τα φυντάνια, όλοι σ'αναγνωρίζανε και σε καλοπιάνανε και σου ρίχνανε πέντε δέκα είκοσι κουτσουράκια αναλόγως πώς τα κανόνιζες και πόσα τους διατίμαγες «πιάστα κυρ Σταμάτη νάμαστε φίλοι», καθόσον πέντε-δέκα ήτανε οι μεγάλοι μόρτες στην πιάτσα και ο καθένας είχε τον κύκλο του και τον κόσμο του και δεν ανακατευότανε με τον άλλον, άμα ανακατευότανε και είχανε διαφορές, ανταμώνανε στο καφενείο και λέγανε δύο λόγια.
-Είσαι;
-Είμαι.
-Τόχεις;
-Δεν τόχω απάνω μου.
-Εν τάξει. Πάρτο και έλα σε περιμένω στις τρεις στου Θων.
Έπαιρνε λοιπόν το σίδερο ο άλλος ο αρχίμαγκας κι ανταμώνανε στις τρεις στου Θων, πίνανε παρέα καφέ ως φίλοι και μετά τραβάγανε για πιο όξω, κατά το Γεροκομείο, πίσω μεριά. Με το «εν τάξει» τα βγάζανε, ρίγνανε κι όποιος φάει τον άλλονε. Τον καθάριζες; Πολύ ωραία και τον θάβανε σαν κύριο. Εσένα σε μαγκώνανε τα μπασκίνια και σε τραβάγανε για την κολλαροκόλληση. Έτρωγες τα πέντε σου, τα εφτά σου, τα δέκα σου, στο εξάμηνο απάνω, έπεφτε ο βουλευτής, ο πολιτευτής, ο υπουργός να πούμε και την έφτιανε την σπανακόπιτα. «Βούλευμα απαλλακτικό» να πούμε νάσου πάλε στην πιάτσα «καλώς τον κυρ Σταμάτη». Μήτε γάτος μήτε ζημιά κι είχες και το παράσημο ότι έφαγες τον Αράπη να πούμε τον Σκληρό.
Με τα τέτοια, - δίχως φόνο στην αλήθεια καθόσουν αρκουδόμαγκας κι όλο μόστρα – την έβγαλε ο κυρ Σταμάτης ο γέρο μάγκας. Κι’επειδή τότες είχανε πέσει ακριδάτοι και φάγανε κάτι κόπεδα κάτου στο Βοτανικό, άνευ αξία εκείνη την εποχή, δεν κατάφερε να τα κάνη ρευστό και βρέθηκε με τα κόπεδα ο κυρ Σταμάτης. Κύττα τώρα η τύχη τ’ανθρώπου! Έγιν’ένα εργοστάσιο κι ήθελε επέκταση και τα πήρε τα οικόπεδα. Νάσου τον με χρήμα ο γερόμαγκας, αγόρασε πέντε διαμερίσματα –μάλιστα! –και τώρα την γαζώνει ωραία και πλούσια. Κι επειδής να πούμε τότε στην Μικρασία τον ντύσανε χακί και τον στείλανε να γαμπρίζει στην Σμύρνη, πάλε τα κατάφερε στην αναμπουμπούλα και πήρε σύνταξη παθόντος εν πολέμω- κι έχει και σύνταξη, Είναι λοιπόν μέγάλη κερία η Σταμάταινα, η Καλλιοπάρα με τ’όνομα όποιος θυμάται, και τώρα στα εβδομήντα του, πολύ εν τάξει, τακτοποιημένος ο γέρο μάγκας που την αράζει πάντα Ομόνοια και ζυγιάζει τα νέα μαγκάκια και λέει τις ιστορίες του.
Ωραίος καιρός, ζεστό το φθινώπορο, ξερή η άσφαλτος. Τώρα τρέχουνε νερά στην Ομόνοια, τότες τρέχανε μόνιππα με ρόδες καουτσουτέ και κάνανε στράτες οι αμαξάδες και κοπρίζανε τη σκόνη οι ντορήδες και παίζανε και μουσικές κατά πάνου μεριά, την «Ήβη» και το «Βασιλικόν» να πούμε, πέρα δώθε οι αξιωματικοί με τις σπαθάρες τους και οι γκόμενες του καλού κόσμου με τις καπελίνες τους και τα πουφ στον πισινό τους. Κι’από τούτη, κατά πουνέντε μεριά, η μαγκιά με τον κόσμο της, με το βάρος της και με την υπόστασή της. Κι ούτε που πειράζανε οι ανατολικοί τους δυτικούς, μήτε που ανακατευόντουσαν οι μόρτες με τους αγαθιάρηδες. Θα μου πης ήτανε κι'οι χωροφύλακες. Μηδέν ανάμιξη. Διότι η μπασκίνα, άσπρη γκέττα, μπλε παντελόνι με ρίγα κόκκινη και ξίφος στη μέση, δεν είχε δουλειά με το ταράφι, εξόν πια κι'αν γινότανε κανάς σαματάς της κακομοίρας και δεν μπορούσε να κάνη αλλιώς. Καθόσον όπισθεν από τον χωροφύλακαν στέκεται να πούμε ο πολιτευτής. «Άστε τον κόσμο να κυκλοφορήση!». Διατί; Διότι...
Ποιος κάνει τις εκλογές περικαλώ; Και ποιος φωνάζει υπέρ το κορδόνι και υπέρ την άγκυρα; Ο νοικοκύρης φωνάζει; Πριτς! Ο νοικοκύρης θα πάρει το βιβλιάριο του και θα πάη να ψηφίσει σαν κορόιδο που είναι στο τμήμα του. Αλλά τον σαματά και την διαδήλωση και τον καυγά και την φασαρία ποιος θα την κάνη; Εμείς οι «καλοί». Εμείς θα σταθούμε μπροστά, εμείς θα φωνάξουμε, εμείς θα ξηλώσουμε τις σανίδες, εμείς θα ρίξουμε πέντε πιστολιές στον άερα να κωλώση ο αντίπαλος. Κι εμείς θα μαζέψουμε τα μαγκάκια με το καλό και με τ'άγριο. «Πιάσε τάλλαρα δύο και ψηφίζεις εκεί που σου λέμε». Ή το αλλιώτικο. «Έτσι και δεν ψήφισες τον δικό μου απόθανες από την Ομόνοια».
Και τ’άλλα; Οι πεθαμένοι που ξαναζωντανεύουνε στους εκλογικούς καταλόγους; Και που τους κουβαλάς με τ’αμάξι από τμήμα σε τμήμα να ψηφίσουνε στ'όνομα του πεθαμένου και ν΄αυγατίζει η κάλπη; Και κάτι φτιάξες και κάτι πονηρά και κάτι κοροϊδίστικα, ποιος τα σοφιζότανε και ποιος τα εφάρμοζε; Το λοιπόν, ποιος τον έβγαλε τον πολιτευτή τότες; Ο αγαθός τον έβγαζε; Μένα μου λες;
Μεγάλη υπόθεση η εκλογή αδερφάκια και κονόμι στην πένα. Τι έχει ο πολίτης; Το συνταγματικό του δικαίωμα να ψηφίσει, ίσος ενώπιον του νόμου. Μάλ'στα! Και πότε θα φάμε εμείς άμα δεν εμπορευτούμε το συνταγματικό δικαίωμα; Ανοίγανε οι κασόπορτες και ξεχυνόντησαν οι Γεώργιοι Σταύροι. Φάτε μάγκες με την ψυχή σας. Κοσπεντάρικα, πενηντάρικα, κατοστάρικα, πεντακοσάρικα βροχή. Έτσι κι'ήσανε δυνατός κι'είχες τους ανθρώπους σου στο μαχαλά, κονόμαγες για χρόνια τρία. Σε φωνάζανε να κάνης και κουμάντο.
-Κυρ Σταμάτη!
Έτυχε λοιπόν τότες, θα πάνε και πενήντα χρόνια, νάχη το σεβντά του ο Σταμάτης, όχι με την Καλλιοπάρα. Όχι! Ήτανε μια Μαρίκα, οδός Ξούθου, Πατρινιά, γκόμενα πολύ στο εν τάξει με κρέατα μπουρεκάτα, με μάτια σφαχτηρίες, άλλο πράμα σου λέω! Την είχε φάει όλη την κρέμα με τους καημούς ο Σταμάτης, παιδί τότες, ζωηρός και αναγνωρισμένος, τούχει ρίξει η Μαρίκα κάτι λούκια να τον αφήσει ατον άσσο, στεγνό και της μεγάλης δίψας κι'όλο ζητάει καινούργια, κι'όλο στροφές περί δήθεν αλλους γκόμενους κι όλο σκέφτεται να την καθαρίση ο Σταμάτης και να πάη να την κλάψει ύστερις στην Ακροναυπλία. Δύσκολες οι δουλειές, τι να κονομήσεις; Κάτι τάλλαρα άφηνε τότες η πιάτσα κι αυτά λειψά και καρμίρικα. «Να ζη κανείς ή να μη ζει» σου λέω.
Απάνω λοιπόν που ήτανε να σπάσει η βιτρίνα, νάσου οι εκλογές. Τις ακούει ο Σταμάτης, «παράρτημα» ο «Αστέρας» του Μπουλαχάνη, γίνεται αδερφάκι κρεατόμυιγα σβουριχτή. Μια σου και δυο σου στου Παπατάδε του υποψήφιου το σπίτι, οδός Αιόλου.
Στήνεται στο σαλόνι, γελαστός ο κύριος Παπατάδε, φωκόλ, μουστάκι της μαντέκας, κύριος σπουδάσας εν Εσπερία, φέρνει καφέ και γλυκό η δούλα, χαμογελάνε όλοι, μέχρι η Παπατάδαινα εκ Τριπόλεως, μεγάλη φαμίλια «πώς είσθε αγαπητέ» και τα τέτοια, ρίχνει την πετονία ο Σταμάτης.
-Το οποίον να οργανώσουμε τα παιδιά;
-Μάλιστα.
-Διότι εμείς ως οπαδοί να πούμε, δια έναν Παπατάδε ζούμε, το οποίον ό,τι διατάξης και μέχρι να τα κάνουμε λίμπα προς χάρη σου.
Πολύ το χάρηκε ο Παπατάδε, άκουσε αριθμούς, άκουσε ονόματα, έτσι γινότανε τότες, είχανε πέραση οι «γκάνγκστερς» της εποχής, ανοίγει την συρτάρα και κουσουμάει χιλιάρικα δύο. Ζαλίστηκε ο Σταμάτης, δεν είναι μικρό αδερφέ μου, δύο σεντόνες στην ξεραΐλα, όταν είχε το κουστούμι το καλό, δραχμάς εβδομήντα, τα τσεπιάζει και λέει πολλά και ξαναλέει ότι έρχεται αύριο, μετά ματσωμένος κατεβαίνει στην πιάτσα.
Φωνάζει το Μήτσο.
-Μοίρασε στα παιδιά εξακόσα, πιάσε και δυο παππούδες για πάρτη σου και ψηφίζουμε Παπατάδε.
Έχει χίλια διακόσα και κάνει κάτι χαρές η Μαρικάρα σαν νάχε δέκα χρόνια να δη τον πατέρα της. Πέφτουνε λοιπόν στο βάζο με το μέλι οι ερωτευμένοι, τα χαλάνε έξυπνα, τα σκορπάνε πλούσια, σε πέντε μέρες νάσου τον πάλε φλούδα ο Σταμάτης.
Τώρα τι γένεται; Να ξαναπάη στου Παπατάδε δε σηκώνει καθόσον πολύ γρήγορα και θα την ανθιστή την φτιάξη. Σκέφτεται βαθιά, στενάζει και ρίγνει και τις κορώνες της η Μαρικάρα.
-Άντε κατακαημένε! Άμα δε φας τώρα που είναι εκλογές, πότε θα φας;
Πάνω στη στένεψη το λοιπόν, νάσου τον και σηκώνεται και πάει στου Παπαδείνα ο Σταμάτης. Τυχαίνει τώρα νάναι αντίπαλος με τον Παπατάδε και να τρώγουνται σαν τον Τούρκο με τον Πέρση. Ξέρει κι’ο Παπαδείνας ότι ο Σταμάτης είναι του Παπατάδε και απορεί.
-Πώς από δω;
Τον κερνάει όμως πουράκι, καφέ, χαμόγελα και ακούει.
-Διότι μου φέρθηκε σκάρτα.
Χαίρεται και ο Παπαδείνας και περνάει ένα ποταμάκι βρισιές τον Παπατάδε που είναι «πραγματικά» σκάρτος άντρας και τα τοιαύτα. Και τάσσεται υπέρ Παπαδείνα ο Σταμάτης, όστις Παπαδείνας είναι ο άνθρωπος που θα σώσει την Πατρίς από τον εξωτερικόν εχθρόν, και κλαίει από πατριωτισμό ο Παπαδείνας που τον έταξε η μοίρα «να ηγηθεί των τυχών του ενδόξου και πολυπαθούς τούτου Έθνους», λέει λοιπόν ο Σταμάτης ότι εχτός από τριακόσια κουκιά ζωντανά θα του βγάλη κι άλλα τόσα από τον Παράδεισο και ότι διαθέτει στην πιάτσα τον Μήτσο με την κλίκα του, όλα παιδιά της φωτιάς, χαίρονται συγκινητικά και οι δυο ντουέτο που θα βρει επί τέλους ο τόπος τον προορισμό του, πάει μέσα ο Παπαδείνας που το ξέρει το βιολί, τσεπώνει μια φούχτα πουράκια ο Σταμάτης, για προκαταβολή της αμοιβής του που θα σώσει τον τόπο, ξαναγυρίζει ο Παπαδείνας με χιλιάρικα περικαλώ πέντε, μεγάλη δουλειά και τον θερμοπαρακαλεί να του κάνη τη χάρι και να τα πάρη, μην το θεωρήση προσβολή, αλλά οι σωτήρες της πατρίδος πρέπει να αμοίβωνται - δε γίνεται ο άλλος σωτήρας με το αζημίωτο! - Και διστάζει –σαχλαμάρα - ο Σταμάτης και κάνει ότι το πιστεύει - σαχλαμάρα – ο Παπαδείνας που επαινεί την αφιλοκερδή φιλοπατρία του, στο τέλος τα παίρνει τα πέντε ο Σταμάτης και ξαναφωνάζει το Μήτσο.
-Μοίρασε χίλια στα παιδιά και πεντακόσια δικά σου, ποστηρίζουμε Παπαδείνα.
-Κι’ο Παπατάδες;
-Άσε να σωθούνε τούτα και βλέπουμε.
Τυχαίνει τώρα ο Ζαφείρης ο Βλογιοκομμένος νάναι άνθρωπος του Παπατάδε στην αγορά και ν’ανθιστή τη μηχανή. Θυμώνει ο Παπατάδες και μηνάει στον Παπαδείνα ότι «μου ξελογιάζεις τους ανθρώπους μου». «Κι ας είσαι άξιος να τους κρατήσεις» λέει ο Παπαδείνας και θα φαγωθούνε προεκλογικά οι δυο μεγάλοι σωτήρες του τόπου.
Πριν φαγωθούνε όμως οι σωτήρες, τρώει τα τριάμισυ η Μαρικάρα. Δεν είχανε βρεθή τα σιλό αδερφάκι και κατάπινε πιο άγρια από σιλό τα λεφτά τούτη εδώ. Πάλι στη στεγνή ο Σταμάτης, την ξέρει πια τη μηχανή και πάει στου Παπατρέχα.
-Παπαδείνας, Παπατάδες, είναι όλοι κερατάδες, λέει επιγραμματικά.
-Δηλαδή;
-Εγώ μαζί σου.
Γίνεται το ψηστήρι, είναι σκληρός ο Παπατρέχας και την ξέρει την πιάτσα, δύσκολα ξηλώνεται και δηλώνει.
-Εμένα δε με ρίχνεις να εξηγηθούμε.
-Τι λες κύριε Πρόεδρε;
Του δίνει χίλια και πεντακόσα δοκιμαστικά.
-Άμα είσαι εν τάξει θα σε βολέψω.
Τώρα τι γίνεται πούναι μέσα σε τρεις προέδρους ο Σταμάτης; Κι αν βγη κανένας από κείνους που πούλησε πάει την έβαψε. Φωνάζει το Μήτσο.
-Τι κάνουμε;
-Καιγόμαστε με το δαδί.
Όλα τα παιδιά στην πιάτσα έχουνε πάρει μια θέση να πούμε και δέρνονται και φωνάζουνε και κάνουνε τη φτιάξη τους καλά και ίσα, τούτος δω έχει μείνει ξέμπαρκος και δεν ξέρει τι του γίνεται. Με το κακό φεύγει και η Μαρικάρα μ’έναν καπετάνιο από το Γαλαξείδι, είναι όλα της ανάποδης καμιζόλας, έρχεται και η Κυριακή της εκλογής κι’ο Σταμάτης στην απόξω.
Πρωί με τ’αποτελέσματα έχουνε γίνει αραπάκια και οι τρεις. Και Παπαδείνας και Παπατάδες και Παπατρέχας. Ο Σταμάτης στο εν τάξει. «Δεν θα με κυνηγήσουνε, σώθηκα». Απάνου στο σώθηκα, Τρίτη πρωί ήτανε, έπινε καφέ στο «Βυζάντιο», νάσου έξη παλληκαράκια μελαγχολικά.
-Μπορούμε να σου μιλήσουμε;
-Ν...ναι. Πώς;
Τον βάζουνε σ’ένα μόνιππο, οι τρεις μαζί του, οι άλλοι τρεις σ’ένα άλλο και τον πάνε κατά την Κολοκυθού. Κατεβαίνουνε στα χωράφια, τον προχωράνε και του ξηγιούνται.
-Εμείς οι δυο είμαστε άνθρωποι του Παπαδείνα, αυτοί οι δυο του Παπατάδε κι’εκείνοι οι δυο του Παπατρέχα. Λόγω να πούμε της αποτυχίας στις εκλογές κάνανε κόμμα και οι τρεις μαζί.
Οι έξη δεν ήτανε Αθηναίοι. Ήτανε παιδιά του βουνού, μυστήρια και ψωμωμένα.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή έχουμε να σου δώσουμε ένα μήνυμα.
Το άλλο πρωί μπλε με μελανιές βούλες συνήρθε στα χωράφια ο Σταμάτης. Και δεν είναι αυτό! Όχι! Είναι που σε επόμενες εκλογές, έγινε άνθρωπος του κόμματος των τριών και δεν του δώσανε φράγκο να πατσίσουνε τα παλιά και το χειρότερο, πάλε δεν ξαναβγήκανε.
Ωραίες εποχές σου λέω που έκανες κονόμι με το συνταγματικό δικαίωμα. Πάει. Χαθήκανε κι αυτές και χαλάσαμε όλοι. Τι περιμένεις; Την σήμερον να πούμε, με τα σκάρτα έθιμα που ψηφίζουνε μόνο οι ζωντανοί και κάνανε πέρα τους πεθαμένους! Γιατί σας λέω. Χάλασ’η πλάση...
http://www.sarantakos.com