Ενα από τα δημοφιλέστερα τραγούδια της νεοελληνικής ιστορίας, που τραγουδιόταν από το 1870 μέχρι και μετά το 1960 -ο «Μπαρμπα-Γιάννης κανατάς»- είναι αγνώστου δημιουργού, παρά το γεγονός ότι σε παλαιό φυλλάδιο αναφέρεται ως στιχουργός του ο ίδιος ο Μπαρμπα- Γιάννης.
Επί 57 έτη κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει ποιος το έγραψε και κανένας δεν το διεκδίκησε, αφού δεν υπήρχε κίνητρο. Αλλά το 1932 που εκδόθηκε σε δίσκο (Odeon Α 190469), ο «συνθέτης» του ανεκαλύφθη ως διά μαγείας. Και δεν ήταν άλλος από τον τραγουδιστή που το ηχογράφησε, δηλαδή ο Πέτρος Επιτροπάκης!
Η οργάνωση του μηχανισμού είσπραξης και διανομής ποσοστών φάνηκε πως δεν μπορούσε να ανεχθεί την ανωνυμία. Με το σκεπτικό ότι «Πάσα τάξις και αρμονία προϋποθέτει νουν κατά σχέδιον ταξινομούντα...» έβγαλε το λογικό (και βολικό) συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει έργο χωρίς δημιουργό, δεν υπάρχει έπιπλο χωρίς επιπλοποιό ή τραγούδι χωρίς τραγουδοποιό. Πολύ σωστά. Ολα ανεξαιρέτως τα τραγούδια κάποιος τα δημιούργησε. Το να είναι ή να μην είναι γνωστό το όνομά του, δεν ενδιαφέρει και τόσο όσους λαμβάνουν αληθινή ευχαρίστηση όταν το ακούν ή το τραγουδούν, αλλά ενδιαφέρει πολύ όσους λαμβάνουν χρήματα και φήμη από την εμπορία των αντιτύπων του.
Τα τραγούδια που δεν γνωρίζουμε ποιος τα έγραψε είναι πολύ περισσότερα από όσα φανταζόμαστε. Αυτά θα τα χωρίζαμε σε δύο κατηγορίες:
σ'εκείνα που πραγματικά δεν γνωρίζουμε το δημιουργό τους (δημοτικά και πολλά νεότερα αστικά λαϊκά) και
σ'εκείνα που γνωρίζουμε το δημιουργό τους.
Μια υποκατηγορία περιλαμβάνει τα τραγούδια εκείνα για τα οποία ο αναφερόμενος (επί του δίσκου) δημιουργός είτε δεν είναι πράγματι αυτός είτε αμφισβητείται. Ας αναφέρουμε για παράδειγμα το τραγούδι που έσπασε τα ρεκόρ πωλήσεων στην εποχή του, την περίφημη «Μαντουμπάλα», που το υπογράφει ως συνθέτης ο Στέλιος Καζαντζίδης. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ένα τραγούδι από τον ινδικό κινηματογράφο, σύνθεση των Ινδών δημιουργών Shankar & Jaikishan. Το ευτράπελο είναι πως ούτε κι ο Καζαντζίδης, που το υπογράφει, έκανε τίποτε επ'αυτού, πλην της ερμηνείας. Η προσαρμογή της μουσικής στα ελληνικά λόγια ανήκουν στον Θόδωρο Δερβενιώτη, που την εποχή εκείνη διατελούσε «διευθυντής» στην εταιρεία Columbia.
Και ο Βαμβακάρης στο παιχνίδι
Τα παραπάνω είναι τεκμηριωμένα διά της μαρτυρίας του Δερβενιώτη σε μαγνητοφωνημένη συνέντευξη στον υπογράφοντα. Ενα άλλο ωραίο παράδειγμα είναι ορισμένα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, οι στίχοι των οποίων είναι παρμένοι από δημοτικά τραγούδια: Το τετράστιχο π.χ. του τραγουδιού «Ατακτη»: «Ηθελα να σ'αντάμωνα να σούλεγα καμπόσα / κι αν δεν σου γύριζα το νου, να μου 'κοβαν τη γλώσσα». Οποιος θέλει μπορεί να το βρει απαράλλακτο στη σελίδα 520 του βιβλίου του Arnoldus Passow «Carmina Popularia» (Ελληνικός τίτλος «Τραγούδια Ρωμέικα»), το οποίο εκδόθηκε στη Λειψία το έτος 1860(!).
Τι έχει συμβεί; Δύο ενδεχόμενα υποβάλλει η ψυχρή λογική: Είτε ο Arnoldus Passow, πριν γράψει το βιβλίο του, ταξίδεψε στο μέλλον και άκουσε το δίσκο του Βαμβακάρη, είτε ο Βαμβακάρης χρησιμοποίησε την ίδια πηγή με τον Passow, δηλαδή πήρε ένα δημοτικό τραγούδι και το έκανε δικό του. Η ψυχρή λογική είναι αντιπαθέστατη, διότι π.χ. κάνει να φαινόμαστε σαν να θέλουμε να εκθέσουμε είτε τον Passow ως εξωγήινο είτε τον Μάρκο Βαμβακάρη ως λογοκλόπο. Στη μελέτη όμως της ιστορίας των τραγουδιών, και ιδίως των τραγουδιών των ανώνυμων δημιουργών, φαίνεται πως ηττάται η αριστοτελική λογική, ενώ θριαμβεύει η θεωρία της σχετικότητας του Αλβέρτου Αϊνστάιν.
Η προ Δίσκου εποχή
Αν υποθέσουμε πως δεν υπήρχαν οι δίσκοι, πόσα, άραγε, θα ήσαν σήμερα τα τραγούδια (γενικώς) και πόσα από αυτά (ειδικώς) θα ήσαν αδέσποτα; Το πιθανότερο είναι ότι τα τραγούδια θα ήταν δραματικά λιγότερα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων θα ήταν «αγνώστων συνθετών». Μια ματιά στην τελευταία π.Δ. (προ Δίσκου) εποχή είναι χαρακτηριστική: Στην αυγή του 20ού αιώνα όλες οι συνθήκες που σήμερα ευνοούν, παράγουν και συντηρούν τους επαγγελματίες συνθέτες της εμπορικής μουσικής ήταν στη θέση τους. Η αστική κοινωνία, οι κοινωνικές τάξεις, οι εργαζόμενοι και οι επιχειρηματίες, η διασκέδαση, οι έρωτες, τα βάσανα της ζωής, οι μουσικοί, οι τραγουδιστές, όλα πλην ενός: ο δίσκος και τα δύο συνεπαγόμενά του, η δόξα και το χρήμα για τους δημιουργούς. Αυτά ακριβώς είναι που δημιούργησαν τους... δημιουργούς, δηλαδή το είδος εκείνο του επαγγελματία λαϊκού συνθέτη, στην υπηρεσία των εταιρειών δίσκων, ο οποίος δεν υπήρχε πριν αρχίσουν να μοιράζονται χρήματα από πνευματικά δικαιώματα.
Δεν υπάρχουν δηλαδή, στην προ Δίσκου εποχή αντίστοιχοι, επώνυμοι επαγγελματίες λαϊκοί συνθέτες, όπως ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Παπάζογλου και τόσοι άλλοι. Αυτοί είναι οι πρώτοι. Ο επαγγελματίας λαϊκός συνθέτης είναι δημιούργημα της βιομηχανίας των δίσκων και ειδικώς στην Ελλάδα εμφανίζεται σταδιακά από το 1931 και εξής. Οποιος ψάχνει τραγούδια λαϊκών ανθρώπων (που να είναι επαγγελματίες συνθέτες) στους δίσκους πριν από την εποχή αυτή, ματαιοπονεί. Οι μόνοι συνθέτες που εμφανίζονται από υπάρξεως γραμμοφώνου, μέχρι τότε, είναι συνθέτες λόγιοι ή συνθέτες του μουσικού θεάτρου, των καντάδων και άλλων ελαφρών τραγουδιών ευρωπαϊκού στιλ, όπως π.χ. ο Σπύρος Σαμάρας, ο Ναπολέων Λαμπελέτ, ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Τίτος Ξηρέλης, ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης, ο Νίκος Χατζηαποστόλου κ.ά.
Τα αστικά λαϊκά τραγούδια, τα πρώτα (λεγόμενα) ρεμπέτικα, και άλλες λαϊκές μορφές, μια φυσική εξέλιξη των δημοτικών τραγουδιών που κυκλοφορούσαν στο στόμα του λαού, ήσαν τραγούδια ανωνύμων, τα οποία σιγά σιγά εξαφάνισε η δράση των επαγγελματιών λαϊκών επωνύμων, είτε διά της λήθης είτε διά της αυθαίρετης οικειοποίησης π.χ. «Το σαλβάρι του Κιόρογλου», ένα δημοτικό μικρασιάτικο που κυκλοφόρησε σε δίσκο (Odeon GA 1653 - Αθήνα 1932) ως σύνθεση του Σταύρου Παντελίδη.
Νέοι δεσπότες
Ο «Μπαρμπα-Γιάννης κανατάς» δεν είναι το μόνο αδέσποτο τραγούδι που έγινε επιτυχία. Είναι πλήθος τα αδέσποτα που άλλα μεν παρέμειναν αδέσποτα κι άλλα απέκτησαν... δεσπότες μόλις μπήκαν στα γραμμόφωνα. Ιδού μερικά από αυτά:
- «Αϊντε να πεθάνεις». Γνωστό από τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά στο δίσκο του 1928 με τον Αντώνιο Διαμαντίδη αναφέρεται το όνομα του Σαλαβαρή ως συνθέτη του.
- «Δυο γυφτοπούλες». Δημοτικό τραγούδι που ηχογραφήθηκε το 1930 στην Αμερική με τη Μαρίκα Παπαγκίκα και στην Αθήνα το 1930 με τον Κώστα Ρούκουνα. Αργότερα εκδόθηκε και με τον Μάρκο Βαμβακάρη στο όνομά του.
- «Εκατό δραχμές τη μέρα» ή «Ο εργάτης», λαϊκό αγνώστου που τραγουδιόταν στη Σμύρνη πριν από το 1922, αλλά και στη Θράκη ως δημοτικό (κατεγράφη από τον Παντελή Καβακόπουλο). Εκδόθηκε στην Αμερική με τον Κώστα Δούσα και στην Αθήνα σε δύο εκτελέσεις, η μία με τον Κ. Ρούκουνα και η άλλη με τον Στελλάκη Περπινιάδη στο όνομα του Παναγιώτη Τούντα.
- «Σαν πεθάνω στο καράβι». Πλούσιο το... βιογραφικό του. Τραγουδιέται από το 1860 περίπου. Τότε το κατέγραψε (με τη μουσική του) η Μαντάμ Λαφφόν στη Σμύρνη (σύζυγος του Γάλλου προξένου) και συμπεριελήφθη σε δύο παραλλαγές (η δεύτερη από την Αθήνα) στη συλλογή του Bourgault-Ducoudray «Melodies Populaires de Grece & D' Orient» που δημοσιεύθηκε το 1876 στο Παρίσι. Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922 μαρτυρούσαν ότι το τραγουδούσαν οι παππούδες τους. Στην Αμερική ηχογραφήθηκε πρώτη φορά από τον Γ. Κατσαρό προς το τέλος της δεκαετίας του '20 και στα μεταπολεμικά χρόνια κυκλοφόρησε ακόμα μία ηχογράφησή του με τη Σωτηρία Μπέλλου και με συνθέτη τον... Μπάμπη Μπακάλη!
Αλλα γνωστά αγνώστων είναι η περίφημη «Ελλη» που ήθελε σκότωμα, το «Καλογεράκι θα γινώ» (που το διεκδίκησε ο Δημήτρης Μαγνήσαλης), οι «Ομολογίες» (Βασίλης Βερμίσογλου), το «Εμαθα πως είσαι μάγκας», που το έγραψε στ'όνομά της η Αμαλία Βάκα στην Αμερική, ο «Μποχώρης», που το οικειοποιήθηκε ο Στέλιος Χρυσίνης, ο «Μεμέτης», ο «Τσακιτζής», «Τα παιδιά της γειτονιάς σου», «Μες του Συγγρού τη φυλακή», «Τι σε μέλει εσένανε», «Το κουτσαβάκι» και πολλά άλλα.
Οσο τα τραγούδια κυκλοφορούν ελεύθερα από στόμα σε στόμα και κανείς δεν ενδιαφέρεται να τα μετατρέψει σε εμπορεύσιμο προϊόν, δεν έχει και πολλή σημασία το ποιος τα δημιούργησε. Αφού δεν γράφονται πουθενά κι αφού με την προφορική διάδοση ο καθένας τα τραγουδά όπως μπορεί ή όπως θέλει, διαρκώς μεταβάλλονται, τόσο πολύ, που κι αυτοί που τα έγραψαν να μην τα αναγνωρίζουν. Οσο πλατιά κι αν κυκλοφορεί ένα τέτοιο τραγούδι, κανένας ούτε πληρώνει ούτε εισπράττει τίποτε από τη διάδοσή του. Ετσι δεν υπάρχει οικονομικό κίνητρο για να γραφτούν λαϊκά τραγούδια. Το μόνο κίνητρο είναι το αγνό μεράκι, η ανάγκη έκφρασης, έτσι όπως γινόταν με τα λαϊκά τραγούδια εις τους αιώνας των αιώνων. Μόλις όμως έγινε δυνατή η ηχητική αποτύπωση και η αναπαραγωγή τους σε αντίτυπα προς πώλησιν, τότε ήρθε και το κίνητρο που ανέτρεψε το μέχρι τότε ισχύον καθεστώς.*
Ούτε τα δημοτικά δεν γλίτωσαν
Από το καθεστώς της ανωνυμίας δεν βγήκαν μόνο τα αδέσποτα λαϊκά, αλλά και τα δημοτικά τραγούδια, καθώς και αυτά απέκτησαν τους «συνθέτες» τους, πράγμα αδιανόητο μεν, φυσικό επακόλουθο δε, αφού αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο των εκδόσεων, και τα ποσοστά της πνευματικής «ιδιοκτησίας» τους δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα.
Ιδού μερικά παραδείγματα: «Κόνιαλης». Συνθέτης ο Ιωάννης Δραγάτσης (Parlophone Β 21707). «Τζάνεμ'ποταμέ». Συνθέτης ο Ιάκωβος Ηλίας (Odeon GA 7814). «Καραγκούνα». Συνθέτης ο Κώστας Κοντογιώργος (Columbia DG 7026). «Παιδιά μ'γιατί είστ'ανάλαγα», συνθέτις η Γεωργία Μητάκη (MARGO 8172) και πολλά άλλα, όπως το «Πολίτικο χασάπικο», ο «Μενούσης» και ο «Ρόβας». Ούτε το «Λαλούδι της Μονεμβασιάς» δεν γλίτωσε. Στην έκδοση της Polydor του 1927 φιγουράρει ως «συνθέτης» του ο Τάκης Μαρίνος, Ζακυνθινός δεξιοτέχνης του μαντολίνου και μουσικοσυνθέτης.