Ως αγαπητικό τον ήξερε τότε η γειτονιά....είχε σπιτώσει και μια και ζούσαν
σε κάμαρα κάποιας αυλής.
Όταν έβγαινε στην βόλτα τα πρωϊνά ο λεβέντης φορούσε πάντα κοστούμι
και ήταν κόντρα ξυρισμένος.
Μοίραζε χαμόγελα και καλημέρες αλλά η σπιτονοικοκυρά του είχε φροντίσει
να ενημερώσει τους γείτονες τι κουμάσι ήταν.
Η σύντροφός του έφευγε το πρωϊ και ερχότανε το βράδυ....σε εργοστάσιο
έλεγε ότι δούλευε αλλά το νύχι και το ντύσιμο άλλα έλεγαν.
Πλήρωνε το νοίκι του αλλά οι καβγάδες ήταν συχνοί και τα χαστούκια
αργά το βράδυ ακουγόντουσαν μέσα στην ησυχία
όταν δεν έφερνε σωστά τα "μεροκάματα" .....
Φοβόντουσαν και να του μιλήσουν.....η αστυνομία ήθελε επώνυμη καταγγελία
και ποιός να ήθελε να μπλέξει.
Τα πιτσιρίκια στον δρόμο έτρεχαν κοντά του γιατί μοίραζε χαρτζιλίκι....
Και που φωνάζανε οι μανάδες ποιός τις άκουγε....
Κάποτε βρήκε τον μάστορά του...
Έκανε κάτι ημέρες να βγεί από την κάμαρα....τον είχαν μαυρίσει στο ξύλο
τζογαδόροι σε ένα υπόγειο στο Μεταξουργείο...έκλεβε στα ζάρια.
Γρήγορα εγκατέλειψε την γειτονιά παίρνοντας φυσικά μαζί του
και την δυστυχισμένη.
Πίσω στα παλιά