του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά.
Το κόμιστρο για τα εξοχικά Πατήσια και τους Αμπελόκηπους
Τον Ιανουάριο του 1854, τη διεύθυνση της Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς αναλάμβανε ένας γηγενής, ο Εμμανουήλ Τσούχλος. Παραδοσιακός τύπος, με τα κοντοβράκια και το φέσι του, ανάμεσα στ’ άλλα κλήθηκε να αντιμετωπίσει και το φλέγον εκείνη την εποχή θέμα της διατίμησης των κομίστρων στις άμαξες, οι οποίες πλέον είχαν εισέλθει στην καθημερινή ζωή της πόλης. Αλλά ούτε ο νόμος ούτε οι αστυνομικές εγκύκλιοι είχαν φροντίσει για τις λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα οι αμαξηλάτες να ζητούν απίστευτα ποσά, να ανεβάζουν στα αμάξια τους όποιον και όποτε ήθελαν, να κατεβάζουν βίαια κάτω από την άμαξα όποιον τολμούσε να εκφράσει αντίρρηση για το ύψος του κομίστρου. Οι καταγγελίες ήταν άφθονες και οι αμαξηλάτες κόντευαν να γίνουν οι… δυνάστες της δημόσιας ζωής.
Οπότε ο Τσούχλος ήταν εκείνος που ετοίμασε την πρώτη αστυνομική εγκύκλιο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν «οι καταχρήσεις περί την συναλλαγήν παρά των αμαξηλατών εις την μεταφοράν ατόμων και την πρόληψιν πάσης ενδεχομένης διενέξεως και έριδος δια του κανονισμού της τιμής των δρόμων των αμαξών». Επιβλήθηκε, λοιπόν, το περίφημο «ανυπέρβλητον τίμημα», δηλαδή το κόμιστρο, για τον καθορισμό του οποίου λαμβάνονταν υπόψη ο χρόνος, η απόσταση και οι ημέρες. Όποιος καθόταν στις πίσω αναπαυτικές θέσεις άμαξας με δυο ίππους που κατευθυνόταν ή ερχόταν από τον Πειραιά έπρεπε να πληρώνει 0,65 δραχμές. Οι υπόλοιποι που θα βολεύονταν σε άλλα σημεία της άμαξας, μπρος, πίσω ή στο πλάι, θα πλήρωναν μόνον 0,55 δραχμές, ενώ δύο ολόκληρες δραχμές έπρεπε να πληρώσει όποιος ήθελε να πάει σε εξοχικές περιοχές όπως Πατήσια, Σεπόλια, Αμπελόκηπους και Άγιο Σάββα Ιεράς Οδού.
Σε περίπτωση που ήθελε ο επιβάτης να περιμένει ο αμαξάς, η «ταρίφα» έγραφε 1,25 δραχμές την ώρα, ενώ «έτσουζε» το αγώγι για την Κηφισιά (6 δραχμές), το Μαρούσι (5 δραχμές), το Δαφνί (3 δραχμές), την Κακιά Σκάλα (4 δραχμές) ή την Πεντέλη (10 δραχμές). Σε κάθε διεύθυνση μέσα στις πόλεις των Αθηνών και του Πειραιώς για κάθε διαδρομή μίας ώρας το κόμιστρο δεν μπορούσε να υπερβαίνει τη 1,5 δραχμή. Αν οι επιβάτες ήθελαν, συμφωνούσαν με τον αμαξά να φύγει και να επιστρέψει να τους πάρει άλλη ώρα ή μέρα, οπότε και έπρεπε να καταβάλουν ένα ολόκληρο ταλιράκι. Για τις νύχτες, τις Κυριακές και τις επίσημες αργίες καθιερωνόταν το περίφημο «ημιόλιον». Αυτό ήταν το ήμισυ του όλου, με το οποίο επιβαρυνόταν ο πελάτης. Σημειωτέον ότι τότε η «νύχτα» διαρκούσε από την ενάτη βραδινή μέχρι την τρίτη πρωινή, αφού σχεδόν όλοι σηκώνονταν χαράματα για να πάνε στις εργασίες τους.
Κάθε άμαξα δεν μπορούσε να μεταφέρει περισσότερα από τέσσερα άτομα στο εσωτερικό της, ενώ μπορούσαν όσοι ήθελαν να βολευτούν στα παραπέτια της άμαξας, μπρος ή πίσω. Εξαιρέσεις μπορούσαν να γίνουν για πολυμελείς οικογένειες, οι οποίες μπορούσαν να βολευτούν μέχρι έξι άτομα. Αν οι επιβάτες κουβαλούσαν κιβώτια ή άλλα ογκώδη αντικείμενα που έπιαναν θέση, τότε έπρεπε να πληρώσουν κανονικό κόμιστρο σαν να ήταν επιβάτες. Εάν η άμαξα είχε μόνον ένα άλογο, τότε το κόμιστρο ανερχόταν στα δύο τρίτα του κανονικού. Αυτά εν ολίγοις καθόριζε η πρώτη αστυνομική εγκύκλιος για τα κόμιστρα των αμαξών, οι οποίες πρωταγωνίστησαν στους δρόμους περίπου έναν αιώνα για να χαθούν κάποτε άδοξα ηττημένες από τα ταξί.
Σε περίπτωση που ήθελε ο επιβάτης να περιμένει ο αμαξάς, η «ταρίφα» έγραφε 1,25 δραχμές την ώρα, ενώ «έτσουζε» το αγώγι για την Κηφισιά (6 δραχμές), το Μαρούσι (5 δραχμές), το Δαφνί (3 δραχμές), την Κακιά Σκάλα (4 δραχμές) ή την Πεντέλη (10 δραχμές). Σε κάθε διεύθυνση μέσα στις πόλεις των Αθηνών και του Πειραιώς για κάθε διαδρομή μίας ώρας το κόμιστρο δεν μπορούσε να υπερβαίνει τη 1,5 δραχμή. Αν οι επιβάτες ήθελαν, συμφωνούσαν με τον αμαξά να φύγει και να επιστρέψει να τους πάρει άλλη ώρα ή μέρα, οπότε και έπρεπε να καταβάλουν ένα ολόκληρο ταλιράκι. Για τις νύχτες, τις Κυριακές και τις επίσημες αργίες καθιερωνόταν το περίφημο «ημιόλιον». Αυτό ήταν το ήμισυ του όλου, με το οποίο επιβαρυνόταν ο πελάτης. Σημειωτέον ότι τότε η «νύχτα» διαρκούσε από την ενάτη βραδινή μέχρι την τρίτη πρωινή, αφού σχεδόν όλοι σηκώνονταν χαράματα για να πάνε στις εργασίες τους.
Κάθε άμαξα δεν μπορούσε να μεταφέρει περισσότερα από τέσσερα άτομα στο εσωτερικό της, ενώ μπορούσαν όσοι ήθελαν να βολευτούν στα παραπέτια της άμαξας, μπρος ή πίσω. Εξαιρέσεις μπορούσαν να γίνουν για πολυμελείς οικογένειες, οι οποίες μπορούσαν να βολευτούν μέχρι έξι άτομα. Αν οι επιβάτες κουβαλούσαν κιβώτια ή άλλα ογκώδη αντικείμενα που έπιαναν θέση, τότε έπρεπε να πληρώσουν κανονικό κόμιστρο σαν να ήταν επιβάτες. Εάν η άμαξα είχε μόνον ένα άλογο, τότε το κόμιστρο ανερχόταν στα δύο τρίτα του κανονικού. Αυτά εν ολίγοις καθόριζε η πρώτη αστυνομική εγκύκλιος για τα κόμιστρα των αμαξών, οι οποίες πρωταγωνίστησαν στους δρόμους περίπου έναν αιώνα για να χαθούν κάποτε άδοξα ηττημένες από τα ταξί.