Εκείνη την ημέρα είχαμε ξυπνήσει με σειρήνα, είχαμε μια σειρήνα στην οδό Αγίου Μελετίου ψηλά, και ενώ τις άλλες μέρες ξέραμε ότι γινόντουσαν γυμνάσια, εκείνη την ημέρα καταλάβαμε ότι είναι πόλεμος, βγήκε ο κόσμος έξω στους δρόμους.
Δεν υπήρχαν ραδιόφωνα και τέτοια και ήρθε κάποιος και είπε: Μας κηρύξανε τον πόλεμο οι Ιταλοί… (η Φ. Λ., γενν. στην Αθήνα το 1922)
Η πολυκατοικία αυτή ήτανε η πρώτη που έγινε εκεί στην οδό Μαυρομματαίων, Μαυρομματαίων 39 […] Και γύρω-γύρω –γιατί η πολυκατοικία ήτανε μεγάλη– είχε πολλές αποθήκες, εξωτερικές, κάθε μία στον κάθε ένα ενοικιαστή ή ιδιοκτήτη, όπου άφηνε τα ξύλα του […] και κατέβαινε η υπηρέτρια, ή οι υπηρέτριες, γιατί οι υπηρέτριες ήτανε πολύ σύνηθες φαινόμενο… [Υπήρχαν σπίτια με δύο υπηρέτριες;] Αμέ, με τέσσερις! Επί παραδείγματι, του Δημητριάδη. Ο Δημητριάδης είναι ο ιδιοκτήτης […] της πολυκατοικίας, και μάλιστα όχι αυτός, η γυναίκα του, η Αλίκη Δημητριάδου […] Η γυναίκα του ήτανε η κόρη του Παπαστράτου, του Γιάννη του Παπαστράτου […] Αυτός; Αυτός έπαιζε πάρα πολύ καλό τένις! Δεν αρκεί; […] Κάποτε τσάντισε τη μάνα μου, τσάντισε κι εμένα πιτσιρικά και σηκώθηκα κι έφυγα [...] Γιατί κηρύχτηκε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος […] κατετάγη και αυτός, ο Δημητριάδης, στο στρατό. Έφευγε κατά τις δέκα η ώρα από το σπίτι του και κατά τις δύο, αφού πέρναγε πρώτα από το τένις, γύρναγε στο σπίτι του […] Έτσι πολέμησε στην Αλβανία, κατάλαβες; […] Λοιπόν, έλεγε [η Δημητριάδη] στη μάνα μου, «Ο Νίκος δεν μπορεί να πάει και να πολεμήσει στο ελληνοαλβανικό μέτωπο, στις πέτρες επάνω, που έχει συνηθίσει σε παπλώματα μεταξωτά [...] Προσφέρει άλλου είδους υπηρεσίες, αλλά όχι τέτοια. Αυτά είναι για τα σκληρά παιδιά, είναι για τα παιδιά από τα χωριά, που βάζουνε μια πέτρα προσκεφάλι και κοιμούνται και ροχαλίζουνε. Ο Νίκος μου θα μπορούσε ποτέ να βάλει το κεφάλι του σε μια πέτρα και να κοιμηθεί;»… (ο Σ. Μ., γενν. στην Κυψέλη το 1933)
Νίκησε ο Χίτλερ […] και κατέβηκε και μπήκε μέσα η στρατιά περνώντας από την οδό Πατησίων, συντεταγμένη με βήμα, χωρίς μουσική, χωρίς τίποτα και σε μια δεδομένη στιγμή κάποιος γύρισε το κεφάλι του και είδε το σπίτι μας που είχε νεραντζιές, με κάτι νεράντζια που είχαν αρχίσει και κοκκινίζανε και στο τέλος της γραμμής σπάει η παρέλαση των Γερμανών και χυμάνε να κόψουνε, νομίζανε ότι είναι πορτοκάλια, τα νεράντζια τα οποία κατεβάσανε από τον τοίχο του κήπου και τα δαγκώνανε. Ποιος ξέρει τώρα… ή πεινασμένοι ήτανε ή φρούτα νομίζανε… (η Λ. Μ., γενν. στην Αθήνα το 1930)
Αλλά εκείνο που μου είναι έντονο είναι, όταν μπήκαν οι Γερμανοί μέσα, μόλις είχα τελειώσει το Γυμνάσιο και είχα πιάσει μια ψευτοδουλειά κάπου, και την ημέρα που μπήκανε οι Γερμανοί ή μάλλον την άλλη μέρα, πρέπει να μπήκανε Κυριακή… ναι… και δεν πήγα στη δουλειά αυτή, δεν ήθελα…. Πήγαινα Φωκίωνος Νέγρη μόνη μου και καθόμουνα και σκεφτόμουνα πώς θα είναι η ζωή μας από δω και πέρα. (Φ. Λ.)
ΚΑΤΟΧΗ
Αν φοβόμασταν; Στην αρχή όχι, γιατί δεν ξέραμε.Μετά, φόβοοο… Ααα! Γιατί ακούγαμε, βλέπαμε! Εγώ ακόμα έχω στα μάτια μου όταν ανοίξανε ένα μαύρο αυτοκίνητο […] και είχανε πετάξει τα πτώματα όλα μέσα και ήτανε το ένα έτσι το άλλο έτσι, τα βλέπω τώρα, και ήρθανε να πάρουνε έναν πεθαμένο, τον πετάξανε κι αυτόνε μέσα, κλείσανε την πόρτα, δρόμο […] Ή περπατούσες στο δρόμο, πέρναγε ο άλλος πάλι πιο μπροστά κι ώσπου να πάει αυτός είχε πέσει χάμω, είχε πεθάνει κιόλας, δηλαδή πείνα […] Ναι, και είχανε ομαδικούς τάφους στο τρίτο νεκροταφείο ανοίξει μεγάλους και […] ξέρεις τώρα, όλοι μέσα, σκέπασέ τους, ασ’ τους, ψάχνε εσύ να βρεις τον άνθρωπό σου, δεν υπήρχε περίπτωση […] Θέλω να σου πω, όλο με το φόβο. Αφού έβγαινες έξω και έλεγες, Θα ξαναγυρίσω; […] Και μια μέρα ξυπνήσαμε και είχανε χαθεί όλοι οι Εβραίοι, ναι χαθήκανε […] Κανένας, όλοι είχανε φύγει, η Στρινίκα. η Μπουτόν, όλες τις χάσαμε […] και σηκωθήκαμε και δεν υπήρχανε. Και μια μέρα στο Χολαργό, όπως κατεβαίναμε εμείς, είδα μία, τη Στρινίκα. Μόλις την είδα την Εβραία, «Ιιιι, μου λέει, μην πεις τίποτα που με είδες, μην πεις τίποτα!», φοβόντουσαν τους Γερμανούς, τους πιάναν οι Γερμανοί, αμ! Είχαμε το φόβο, σου ’πα εγώ, πάντα ο φόβος, παντού! (η Θ. Σ., γενν. στην Κυψέλη το 1930)
Αν φοβόμασταν; Στην αρχή όχι, γιατί δεν ξέραμε.Μετά, φόβοοο… Ααα! Γιατί ακούγαμε, βλέπαμε! Εγώ ακόμα έχω στα μάτια μου όταν ανοίξανε ένα μαύρο αυτοκίνητο […] και είχανε πετάξει τα πτώματα όλα μέσα και ήτανε το ένα έτσι το άλλο έτσι, τα βλέπω τώρα, και ήρθανε να πάρουνε έναν πεθαμένο, τον πετάξανε κι αυτόνε μέσα, κλείσανε την πόρτα, δρόμο […] Ή περπατούσες στο δρόμο, πέρναγε ο άλλος πάλι πιο μπροστά κι ώσπου να πάει αυτός είχε πέσει χάμω, είχε πεθάνει κιόλας, δηλαδή πείνα […] Ναι, και είχανε ομαδικούς τάφους στο τρίτο νεκροταφείο ανοίξει μεγάλους και […] ξέρεις τώρα, όλοι μέσα, σκέπασέ τους, ασ’ τους, ψάχνε εσύ να βρεις τον άνθρωπό σου, δεν υπήρχε περίπτωση […] Θέλω να σου πω, όλο με το φόβο. Αφού έβγαινες έξω και έλεγες, Θα ξαναγυρίσω; […] Και μια μέρα ξυπνήσαμε και είχανε χαθεί όλοι οι Εβραίοι, ναι χαθήκανε […] Κανένας, όλοι είχανε φύγει, η Στρινίκα. η Μπουτόν, όλες τις χάσαμε […] και σηκωθήκαμε και δεν υπήρχανε. Και μια μέρα στο Χολαργό, όπως κατεβαίναμε εμείς, είδα μία, τη Στρινίκα. Μόλις την είδα την Εβραία, «Ιιιι, μου λέει, μην πεις τίποτα που με είδες, μην πεις τίποτα!», φοβόντουσαν τους Γερμανούς, τους πιάναν οι Γερμανοί, αμ! Είχαμε το φόβο, σου ’πα εγώ, πάντα ο φόβος, παντού! (η Θ. Σ., γενν. στην Κυψέλη το 1930)
Στην πολυκατοικία ήτανε κι ένας Σ… […] Περίεργη οικογένεια, ο σύζυγος ήτανε γουνέμπορος, αλλά ποτέ δεν είδα να πουλάει γούνες, ούτε μαγαζί. Η γυναίκα του ήτανε μια πανέμορφη Ελληνογαλλίδα [παύση] Και είχε και δυο γιους. Ο ένας είναι της ηλικίας της δικιάς μου [του 1933], ένα πάρα πολύ έξυπνο παιδί. Ο άλλος, θα μπορούσαμε να τον πούμε, ανενδοίαστα, γόη. Αυτός ήτανε ο Κώστας. Ο Κώστας είχε γραφτεί στη Γερμανική Σχολή, διότι είχανε γεννηθεί στη Λειψία […] κι όταν μπήκανε οι Γερμανοί εδώ, πήγε με το μέρος των Γερμανών και έγινε καταδότης […] Μάλιστα κάποτε, επειδή ο Κώστας ήτανε πολύ μικρότερος από τον πατέρα μου, ο πατέρας μου, τώρα, μιλούσε ελεύθερα σε ένα παιδί, και του είχε πει, «Ό, τι και να λες, Κώστα, οι Γερμανοί είναι δικτατορία, είναι εγκληματίες…». Τον άκουσε προσεκτικά ο Κώστας –θυμάμαι ήτανε στο σπίτι κάτω, όπου καθόμασταν, στο ημιυπόγειο έμενα εγώ– και του είπε: «Κυρ Γιώργη, ξέρεις πόσο σε σέβομαι. Αν ξανακούσω μία κουβέντα τέτοια, σε καταδίδω στους Γερμανούς»… [Ο Κώστας είναι πόσο χρονών τότε;] Δέκα επτά, δέκα οκτώ ετών… Οπότε ο πατέρας μου από τότε το βούλωσε, γιατί αυτός ήτανε ανενδοίαστος […] Εν πάση περιπτώσει, τέλειωσε ο πόλεμος […] Τον κυνηγούσανε και οι Γερμανοί –γιατί, τι γινότανε; Ορισμένους απ’ αυτούς που έβρισκε δεν τους κατέδιδε, γιατί έπαιρνε λεφτά κι αυτό ήτανε μια προδοσία κατά των Γερμανών–, τον κυνηγούσανε και οι Εγγλέζοι, τον κυνηγούσε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ […] και η νόμιμη κυβέρνησις Παπανδρέου! […] Κατάφερε κι έφυγε από την Ελλάδα πριν τον συλλάβουνε και σηκώθηκε και πήγε σ’ έναν θείο του στο Λίβανο, στη Βηρυτό […] Ήτανε γουνέμπορος αυτός εκεί κάτω… (Σ. Μ.)
Ο σώζων εαυτόν σωθείτο! Μας μοίραζαν ψωμί. Το ψωμί αποτελείτο από σκουπόσπορο, δεν ξέρω τι ήταν. Ήταν σε μια λαμαρίνα και για να μη διαλύεται από κάτω είχε ένα τσιγαρόχαρτο. Πολλοί το τσιγαρόχαρτο το έτρωγαν μαζί, και δεν το καταλάβαινες [...] Μας μοιράζανε κάτι φουντούκια που έστελναν οι Τούρκοι, συνήθως σκουληκιασμένα. Πήγαινε πολύς κόσμος προς την επαρχία, που έβρισκε πράγματα ακόμα… (Ν.Β.)
Και το ψωμί που δίνανε, ένα πράγμα σα λούπινο, σκούπα, ξέρω ’γω τι ήτανε… Πολύ άσχημο. Θυμάμαι ότι πιο πολύ το μοιράζαμε στα πέντε, είμαστε πέντε, και η μητέρα μου πάντοτε έδινε το δικό της. Η μητέρα μου είχε πάρα πολύ αδυνατίσει τότε…(Φ. Λ.)
Ο σώζων εαυτόν σωθείτο! Μας μοίραζαν ψωμί. Το ψωμί αποτελείτο από σκουπόσπορο, δεν ξέρω τι ήταν. Ήταν σε μια λαμαρίνα και για να μη διαλύεται από κάτω είχε ένα τσιγαρόχαρτο. Πολλοί το τσιγαρόχαρτο το έτρωγαν μαζί, και δεν το καταλάβαινες [...] Μας μοιράζανε κάτι φουντούκια που έστελναν οι Τούρκοι, συνήθως σκουληκιασμένα. Πήγαινε πολύς κόσμος προς την επαρχία, που έβρισκε πράγματα ακόμα… (Ν.Β.)
Και το ψωμί που δίνανε, ένα πράγμα σα λούπινο, σκούπα, ξέρω ’γω τι ήτανε… Πολύ άσχημο. Θυμάμαι ότι πιο πολύ το μοιράζαμε στα πέντε, είμαστε πέντε, και η μητέρα μου πάντοτε έδινε το δικό της. Η μητέρα μου είχε πάρα πολύ αδυνατίσει τότε…(Φ. Λ.)
Έφαγα σκυλί αντί για αρνί, το πήρε για αρνάκι η μητέρα μου και ήτανε σκυλάκι. Κατέβηκε μία μέρα κάτω στην πλατεία Αγάμων που τη λέγανε τότε [= πλατεία Αμερικής], εκεί γινότανε ό, τι γινότανε. Κατέβηκε με ένα δίσκο ασημένιο, που τον κλαίω τώρα, και δύο κουβέρτες καμιλό και πήρε δύο κορμπίφ και δύο κούτες τσιγάρων τόσες. Τα τσιγάρα ήταν απαραίτητα […] Μετά πήγαινε επάνω στον Ποδονίφτη να πάρει χόρτα, αυτές τις λαχανίδες, και τρώγαμε. (Ν. Μ.)
Μια μέρα, μας λέει ο πατέρας μου, «Για πάρε την παρέα όλη και πηγαίνετε στο Πανελλήνιο, από πάνω, στους κήπους, να μαζέψετε αγριάδα». Γιατί είχαμε ζωντανό, είχαμε ένα γαϊδουράκι, που πήγαινε στα ξύλα […] Στο δρόμο βλέπουμε μια σταφίδα –αυτό θα μου μείνει αξέχαστο! – «Ρε, μια σταφίδα!» Σαλτάρουμε όλα μαζί, πάει η σταφίδα! Γιατί την κάναμε «να» …. με το χώμα, με … πάει η σταφίδα! […] Πήγαινα στο 26ο Σχολείο στην Κυψέλη –πού είναι του Κανάρη; Εκεί!– να πάρω το συσσίτιο και να το ξαναπάω για να φάμε. Και τι συσσίτιο, να κάνεις δέκα χρόνια να βρεις φασόλι! […] Kαι ξανάφευγα πάλι, να ανέβω όλο αυτό το δρόμο και να πάω. Και πολλές φορές μας φιλοξενούσανε στο δρόμο οι καλόγριες – είχε και τότε καλόγριες στον Άη Γιάννη τον Κυνηγό. Και από κει κατεβαίναμε κάτω σιγά-σιγά. Γιατί ο μπαμπάς μου πήγαινε στο βουνό και έβγαζε ξύλα απ’ τα πουρνάρια, τις ρίζες, για να τα φέρει στο φούρνο. Δίναμε στο φούρνο εξήντα οκάδες ξύλα για ένα καρβελάκι τόοοσο ψωμί.
Μια μέρα, μας λέει ο πατέρας μου, «Για πάρε την παρέα όλη και πηγαίνετε στο Πανελλήνιο, από πάνω, στους κήπους, να μαζέψετε αγριάδα». Γιατί είχαμε ζωντανό, είχαμε ένα γαϊδουράκι, που πήγαινε στα ξύλα […] Στο δρόμο βλέπουμε μια σταφίδα –αυτό θα μου μείνει αξέχαστο! – «Ρε, μια σταφίδα!» Σαλτάρουμε όλα μαζί, πάει η σταφίδα! Γιατί την κάναμε «να» …. με το χώμα, με … πάει η σταφίδα! […] Πήγαινα στο 26ο Σχολείο στην Κυψέλη –πού είναι του Κανάρη; Εκεί!– να πάρω το συσσίτιο και να το ξαναπάω για να φάμε. Και τι συσσίτιο, να κάνεις δέκα χρόνια να βρεις φασόλι! […] Kαι ξανάφευγα πάλι, να ανέβω όλο αυτό το δρόμο και να πάω. Και πολλές φορές μας φιλοξενούσανε στο δρόμο οι καλόγριες – είχε και τότε καλόγριες στον Άη Γιάννη τον Κυνηγό. Και από κει κατεβαίναμε κάτω σιγά-σιγά. Γιατί ο μπαμπάς μου πήγαινε στο βουνό και έβγαζε ξύλα απ’ τα πουρνάρια, τις ρίζες, για να τα φέρει στο φούρνο. Δίναμε στο φούρνο εξήντα οκάδες ξύλα για ένα καρβελάκι τόοοσο ψωμί.
[…] Μάλιστα είχανε επιτάξει και ορισμένα πλουσιόσπιτα, Φωκίωνος ξέρω ’γω τι, «Σήμερα θα πας εκεί, στο τάδε σπίτι, να φας»… Και να δεις, όμως, ότι είμαστε κακοί άνθρωποι… Σε τι; Εκεί ήταν οι νταντάδες… Αφού ξέρανε ότι εμείς πεινασμένα παιδιά, αυτή έτρωγε μέσα εκεί αφού ήτανε νταντά και είχε το μωρό. Επειδή πηγαίναμε εμείς να μας δώσουν ένα πιάτο φαΐ, ξέρετε πώς μας δεχόντουσαν; […] Κακά, ψυχρά κι ανάποδα! Σάματι τρώγαμε το δικό της; Φάγαμε ένα πιάτο φαΐ, αφού μας το δίνανε –δεν ανακατεύονταν οι κυράδες–, υπηρέτες και αυτές, αλλά αφού τρως εσύ, τι σε νοιάζει εσένανε, το δικό σου δε θα το φάω! Αλλά τις έβλεπες και μας κοιτάγανε σαν τι, παιδί μου! Αλλά εμείς πηγαίναμε, τόσο μας έκοβε, τρώγαμε και φεύγαμε […] Τα ζήσαμε, μάνα μου, αυτά. Ζήσαμε μες στην Κυψέλη, δεν πήγαμε πουθενά αλλού […] ούτε εξοχές, ούτε πανηγύρια ξέραμε, μόνο πού θα βρούμε να φάμε! [Όταν ήρθε η ΟΥΝΡΑ, αυτή η βοήθεια, πήρατε ρούχα τότε;] Ναι, κάτι παλιατζούρες, έλα, σώπα! Πήγαμε στην… συγκεκριμένα, στάσου να δεις… στην Ερμού, κάτω εκεί… ΟΥΤΡΑ λέει! Ό, τι σαβούρα είχανε στην Αμερική τα κουβαλήσαν εδώ! Βρωμιέεες, έλα μωρέ τώρα !! Αλλά ο κακομοίρης ο κόσμος, όπως κι εγώ, όλοι πήγαμε… Ό, τι πήραμε, άχρηστα, έλα, σώπα! Ό,τι είχανε για πέταμα, τα στείλανε!.. (Θ. Σ.)
Μες στην πολυκατοικία είχαμε και τη μεγάλη φυσιογνωμία, τον Ιωάννη Πετσόπουλο. Ο Ιωάννης Πετσόπουλος είναι ο νονός της εφημερίδος «Ριζοσπάστης». Ήτανε κομμουνιστής, μορφωμένος άνθρωπος […] το «Ριζοσπάστη» τον έβγαλε στην Κωνσταντινούπολη, τον εξέδωσε για πρώτη φορά. Και κάποτε έγραψε […] ο «Ριζοσπάστης» […] την ιστορία του ΚΚΕ… Τον ανέφερε σε μία γραμμή μονάχα, γιατί μετά τον διέγραψαν – είχε βγάλει και ένα βιβλίο, Τα πραγματικά αίτια της διαγραφής μου από το Κ.Κ.Ε. Γιατί; Γιατί εκείνη την εποχή όποιος ήτανε αριστοκράτης και ήτανε μορφωμένος ήτανε ύποπτος για το Κ.Κ., έπρεπε να’ ναι παιδί του λαού […] Πάντως ήτανε ένας πάρα πολύ καλός κύριος, συμπαθέστατος… Αυτός είχε ένα τυπογραφείο και τυπωνόντουσαν εκεί ο «Ριζοσπάστης» και διάφορες εφημερίδες, [...] Αριστείδου, εκεί στη στοά […]
Μες στην πολυκατοικία είχαμε και τη μεγάλη φυσιογνωμία, τον Ιωάννη Πετσόπουλο. Ο Ιωάννης Πετσόπουλος είναι ο νονός της εφημερίδος «Ριζοσπάστης». Ήτανε κομμουνιστής, μορφωμένος άνθρωπος […] το «Ριζοσπάστη» τον έβγαλε στην Κωνσταντινούπολη, τον εξέδωσε για πρώτη φορά. Και κάποτε έγραψε […] ο «Ριζοσπάστης» […] την ιστορία του ΚΚΕ… Τον ανέφερε σε μία γραμμή μονάχα, γιατί μετά τον διέγραψαν – είχε βγάλει και ένα βιβλίο, Τα πραγματικά αίτια της διαγραφής μου από το Κ.Κ.Ε. Γιατί; Γιατί εκείνη την εποχή όποιος ήτανε αριστοκράτης και ήτανε μορφωμένος ήτανε ύποπτος για το Κ.Κ., έπρεπε να’ ναι παιδί του λαού […] Πάντως ήτανε ένας πάρα πολύ καλός κύριος, συμπαθέστατος… Αυτός είχε ένα τυπογραφείο και τυπωνόντουσαν εκεί ο «Ριζοσπάστης» και διάφορες εφημερίδες, [...] Αριστείδου, εκεί στη στοά […]
Αλλά ήτανε και αντιπρόσωπος όλων των γερμανικών φαρμακοβιομηχανιών. Λέγανε –αλήθεια; ψέματα;– ότι είχε συναντηθεί και με τον Χίτλερ […] Εθαύμαζα τον άνθρωπο αυτόν για τις ιδέες που είχε. Γιατί εγώ, οι ιδέες μου ήτανε πάντοτε αριστερές, από μικρό παιδί, βλέποντας τα τούτα και τα κείνα, να τρώνε, άλλοι να πεινάνε, άλλοι να πεθαίνουνε στην Κατοχή κι αυτοί γλέντια και χαρές […] εξ αυτών των γεγονότων, όχι ιδεολογικών, ήμουν αριστερός, τον θαύμαζα […] Ο Πετσόπουλος είχανε μια υπηρετριούλα, τη Βασιλικούλα. Με κοτσίδα… Ένα κορίτσι –θα ήτανε τότε δέκα επτά ετών– το οποίο λες και είχε βγει από παραμύθι, τόσο όμορφο ήτανε […] Δεν είχε αγοράσει το διαμέρισμα ο Πετσόπουλος, ήτανε ενοικιαστής, αλλά είχε νοικιάσει μία ακόμη αποθήκη, στην οποία έφτιαξε σαν βιβλιοθήκες γύρω-γύρω… «Τι θα κάνει εδώ πέρα μέσα;»... Πριν απ’ τον πόλεμο ήξερε ότι θα γίνει και είχε στάρια, λάδια, αποθέματα τεράστια […] Του οφείλουμε και χάρη και σ’ αυτό, διότι κατέβαινε η Βασιλική για να πάρει μέλι ή χαρουπόμελο ή αλεύρι ή βούτυρο κ.λπ., κ.λπ., κι έβγαινε κι η μάνα μου και, κρυφά-κρυφά, «Έλα Ματίνα!» –Ματίνα τη λέγανε τη μάνα μου– και της έδινε σ’ ένα κατσαρολάκι μέλι ή αλεύρι… «Έλα, ρε μάνα, βάλε φτιάξε!». «Όχι! Πάψε πλέον, πάψε! Θα γίνουμε ρεζίλι!» Και περιμέναμε να πάει δώδεκα η ώρα για να μη μυρίζει η τηγανίλα και σου λένε, «Για στάσου, πού τα βρήκανε, αυτοί είναι μπατίρηδες, και φτιάχνουνε μελόπιτες;»!
Στην πολυκατοικία είχανε έρθει για να βάλουνε, στην περίοδο […] του εμφυλίου, είχανε έλθει να βάλουνε, να ανατινάξουνε την πολυκατοικία, ή τουλάχιστον ένα κομμάτι της […] Οι κομμουνιστές, ναι, μες στα Δεκεμβριανά. Και παρενέβη ο Πετσόπουλος και έτσι δεν πειράχτηκε καθόλου η πολυκατοικία… (Σ. Μ.)
Πολλά σπίτια είχαν αναπτύξει μια αλληλεγγύη,όπου υπήρχαν παιδάκια. Εμείς, ας πούμε, είχαμε ένα παιδάκι που ήτανε στην αρχή της οδού Φωκίωνος Νέγρη, ήτανε μια συμμαθήτρια της αδερφής μου, και είχανε ένα ανιψάκι και είχαμε αναλάβει, η οικογένειά μου, δηλαδή, και του δίναμε από καιρό, όχι από καιρό σε καιρό, δυο τρεις φορές την βδομάδα, του δίναμε φαΐ του παιδιού […] Πολύς κόσμος το ’κανε, ιδίως και εκεί που ήτανε παιδιά τα οποία γυρίζανε στο δρόμο και λέγανε «πεινάω-πεινάω», ήτανε τραγικό. Στην αρχή, κάτω κάτω κοντά στην Αγίου Μελετίου, μένανε μια φτωχή οικογένεια […] καλά τα βγάζανε πέρα πριν τον πόλεμο, αλλά μετά δεν είχανε δουλειές, μάλιστα ήτανε Κύπριοι και ήτανε πολύ δύσκολο να βρούνε κάτι, σχέσεις, δουλειά και τέτοια πράγματα, τέλος πάντων, εμείς είχαμε αναλάβει αυτό το παιδάκι και θυμάμαι χρόνια μετά, ήρθε το παιδί και με είχε βρει με την οικογένειά του και είπε, «Έχω μάθει ότι εσείς με φροντίζατε όταν ήμουνα μικρός». Και ήτανε τότε το παιδάκι αυτό τριών χρονών, τεσσάρων […] Βεβαίως [γινόταν συσσίτια στην Κυψέλη]! Πρώτα- πρώτα στα σχολεία τα δημοτικά και στο Γυμνάσιο, το 6ο Θηλέων, τα κοριτσάκια είχανε πρωτοστατήσει και είχανε κάνει συσσίτια.
Πολλά σπίτια είχαν αναπτύξει μια αλληλεγγύη,όπου υπήρχαν παιδάκια. Εμείς, ας πούμε, είχαμε ένα παιδάκι που ήτανε στην αρχή της οδού Φωκίωνος Νέγρη, ήτανε μια συμμαθήτρια της αδερφής μου, και είχανε ένα ανιψάκι και είχαμε αναλάβει, η οικογένειά μου, δηλαδή, και του δίναμε από καιρό, όχι από καιρό σε καιρό, δυο τρεις φορές την βδομάδα, του δίναμε φαΐ του παιδιού […] Πολύς κόσμος το ’κανε, ιδίως και εκεί που ήτανε παιδιά τα οποία γυρίζανε στο δρόμο και λέγανε «πεινάω-πεινάω», ήτανε τραγικό. Στην αρχή, κάτω κάτω κοντά στην Αγίου Μελετίου, μένανε μια φτωχή οικογένεια […] καλά τα βγάζανε πέρα πριν τον πόλεμο, αλλά μετά δεν είχανε δουλειές, μάλιστα ήτανε Κύπριοι και ήτανε πολύ δύσκολο να βρούνε κάτι, σχέσεις, δουλειά και τέτοια πράγματα, τέλος πάντων, εμείς είχαμε αναλάβει αυτό το παιδάκι και θυμάμαι χρόνια μετά, ήρθε το παιδί και με είχε βρει με την οικογένειά του και είπε, «Έχω μάθει ότι εσείς με φροντίζατε όταν ήμουνα μικρός». Και ήτανε τότε το παιδάκι αυτό τριών χρονών, τεσσάρων […] Βεβαίως [γινόταν συσσίτια στην Κυψέλη]! Πρώτα- πρώτα στα σχολεία τα δημοτικά και στο Γυμνάσιο, το 6ο Θηλέων, τα κοριτσάκια είχανε πρωτοστατήσει και είχανε κάνει συσσίτια.
Εμένα με συνδέσανε με την οργάνωση το 1941, μόλις μπήκα στο Πανεπιστήμιο. Μπήκα τότε στο ΕΑΜ Νέων, αλλά ούτε και είχα συνειδητοποιήσει τι είναι το ΕΑΜ Νέων. Γενικά ήξερα ότι είχα μπει στην οργάνωση, πρώτον [και], δεύτερον, γενικά επειδή εμείς αριστερίζαμε όλοι, και ο περισσότερος κόσμος τότε, μας ενδιέφερε ότι είμαστε στην Κομμουνιστική Νεολαία και ό, τι γινότανε μας ειδοποιούσανε και παίρναμε μέρος […] Στο 6ο Γυμνάσιο, πρώτα –πρώτα, όταν άρχισε η Κατοχή και έπεσε η πείνα, αρχίσαν οι αγώνες για την επιβίωση […] η δημιουργία συσσιτίων, βασικά στα σχολεία και στα δημοτικά, στα οποία δημοτικά, ας πούμε, πηγαίνανε διάφορες κυρίες ξέρω γω τι, οι οποίες ενδιαφέρονταν για τα παιδιά της γειτονιάς… Και […] εκεί που φούντωσε ας πούμε η αντίσταση ήτανε το Γυμνάσιο Αρρένων, ήτανε στην οδό Νομικού λιγάκι πιο δω από την Κολιάτσου, περίπου κάτω από την Πατησίων. Εδώ όμως ήταν το 6ο Γυμνάσιο, το οποίο είχε μια πάρα πολύ καλή οργάνωση, πολλά κορίτσια… Αρχίζαν από τις πιο μικρές… Και πρέπει να σου πω ότι το ’44 πιάσανε δύο κορίτσια, τη μια τη λέγανε Λαλοπούλου την άλλη τη λέγανε, μου φαίνεται, Βαρβέρη, δε θυμάμαι, αλλά τη Λαλοπούλου την ξέρω, γιατί ήξερα και την αδερφή της, το ξέρω καλά. Και τις στείλαν στην Γερμανία ομήρους, δύο κοριτσάκια, ας πούμε, πρέπει να ήτανε δεκατέσσερα δεκαπέντε χρονών, τόσο περίπου, δεν μπορώ να πω με ακρίβεια…(Φ. Λ.)