μαζεύτηκαν το 1935 (τρία χρόνια μετά τον θάνατό του), στην ταβέρνα εκείνη
που για τελευταία φορά εμφανίσθηκε, για να του κάνουν ένα παράξενο
μνημόσυνο. Εκεί λοιπόν που έκανε την τελευταία του εμφάνιση εν ζωή,
για να γευθεί την ρετσίνα που τόσο αγαπούσε,
στην ταβέρνα
του Αναστασίου Πετρόπουλου.
Η ταβέρνα του Πετρόπουλου βρίσκονταν στην οδό Χαριλάου Τρικούπη,
σχεδόν απέναντι από την Γαλλική Σχολή του Αγίου Παύλου και δίπλα
στο σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, που το 1935 έδρευε
το "Γυμναστήριο του Πειραϊκού Συνδέσμου".
Αφού μαζεύτηκαν λοιπόν όλοι οι φίλοι του ποιητή, οι περισσότεροι
ψαράδες και άνθρωποι της γειτονιάς και κάνα δύο μόνο διανοούμενοι
(ανάμεσά τους και ο Νιρβάνας), κάθισαν όλοι στο ίδιο τραπέζι, που
ήταν γνωστό τότε σαν το τραπέζι του "κυρ Δημητράκη",
καθώς έτσι τον αποκαλούσαν όσοι αποτελούσαν την συγκεκριμένη
παρέα, όχι γιατί αγνοούσαν το φιλολογικό του ψευδώνυμο ή την
ποιητική του ιδιότητα αλλά στην ταβέρνα έπιναν μαζί με τον Δημήτρη
(το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Σύψωμος) και όχι με τον
ποιητή Λάμπρο!
Εκεί αφού τοποθέτησαν μια φωτογραφία του, στη θέση που συνήθως
κάθονταν, ήπιαν αρκετά και διηγήθηκαν διάφορες ιστορίες από
τον άνθρωπο εκείνο που είχε γίνει γνωστός στην Φρεαττύδα από την
συνήθεια που είχε να κάθεται για ώρες στα βράχια
(που τότε υπήρχαν στον γραφικό όρμο), αγναντεύοντας την θάλασσα!
Το παράξενο του μνημόσυνου εκείνου, ήταν ότι η ατμόσφαιρα που
επικρατούσε εντός της ταβέρνας, ήταν κατανυκτική, ίδια θα λέγαμε
με εκείνη που επικρατεί εντός εκκλησίας! Κι η καρέκλα στη γωνιά της
ταβέρνας, μπορεί να παρέμεινε αδειανή, αλλά γύρω της συγκεντρώθηκαν
είκοσι πέντε συνολικά φίλοι του. Μπροστά στην αδειανή θέση του,
τοποθέτησαν το κατοστάρικο ποτήρι του, γιατί με ποτήρι τέτοιο έπινε
ο Πορφύρας το κρασί του.
Στις εννιά το βράδυ σερβιρίστηκαν δύο αρνιά της σούβλας κι άφθονοι
μεζέδες. Μετά από μισή ώρα περίπου ο επιστήθιος φίλος του
Πορφύρα ο Δικηγόρος Ευάγγελος Τζωρτζάκης θα πει δυο λόγια για
τον ποιητή και μετά μια ολόκληρη φιλαρμονική θα εισέλθει εντός
της ταβέρνας, όπου υπό την διεύθυνση του μουσικοδιδάσκαλου
Φακιολά (επίσης κατοίκου της Φρεαττύδας), θα τραγουδήσουν
το "Στερνό Παραμύθι", ένα μελοποιημένο δηλαδή ποίημα του Πορφύρα,
σε μουσική του Γεωργίου Λαμπελέτ! Κατόπιν απήγγειλαν κάποια από
Ο Λάμπρος Πορφύρας, πέθανε στις 4 Δεκεμβρίου του 1932, σχεδόν
πενηντάρης από μια δηλητηρίαση που κάποιοι κυκλοφόρησαν λανθασμένα
πως ήταν από την κατάχρηση του κρασιού. Κι αυτό γιατί το βράδυ του θανάτου
του, είχε προηγούμενα πιει το καθημερινό του κρασί, στην ταβέρνα του
Πετρόπουλου, κι έπειτα πήγε στο σπίτι του, στην Φρεαττύδα, όπου
καταλήφθηκε από πόνους φοβερούς. Κατά τα μεσάνυχτα ξεψύχησε!
Την επόμενη οι ψαράδες της Φρεαττύδας, ήταν απαρηγόρητοι...
Έκτοτε η παρέα του, ποτέ δεν το ξέχασε και όλοι οι Φρεαττυδιώτες για
πολλά χρόνια, τραγουδούσαν τους μελοποιημένους στίχους του, από το
τραγούδι που είχε εμπνευστεί ο Πορφύρας και είχε γράψει μέσα στην
ταβέρνα του Πετρόπουλου.
"Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,
σε μια άκρη τώρα πούρθανε ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιες το με ναύτες και φτωχούς ψαράδες αντικρύ σου,
Μ΄ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια"
Η "φιλαργυρία"του Πορφύρα:
Ο Νιρβάνας την βραδιά εκείνη, αποκατάστησε και μια φήμη που
κυκλοφορούσε ανάμεσα στην παρέα του και είχε να κάνει με την φιλαργυρία
του. Οι φίλοι του, τον κορόιδευαν γιαυτό αλλά χωρίς κακία και την
βραδιά του μνημοσύνου, αισθάνθηκαν πως έπρεπε να μιλήσουν και για αυτό.
Έτσι ο Νιρβάνας είπε πως ο Πορφύρας δεν ξόδευε, όχι γιατί ήταν
φιλάργυρος, αλλά απλά γιατί είχε περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες.
Ο ποιητής όταν ήταν εν ζωή, δεν έκανε κανένα βιοποριστικό επάγγελμα
για να ζήσει, παρά μόνο από την ποίηση! Αισθάνονταν ότι ήταν ανίκανος
για οποιαδήποτε εργασία, εκτός ποίησης. Έτσι έπαιρνε κάθε ημέρα
από το σπίτι του μόνο το απαιτούμενο ποσό για τα μικρά του έξοδα.
Γνωρίζοντας λοιπόν τις περιορισμένες δυνατότητες που είχε, δεν ήθελε
τα χρήματα να μην του φτάσουν και να ζητήσει βοήθεια από τον αδελφό του,
που τον υπεραγαπούσε.
Ο Πορφύρας δεν ήταν διαχυτικός άνθρωπος, ερμητικά κλεισμένος στον
Ο Πορφύρας δεν ήταν διαχυτικός άνθρωπος, ερμητικά κλεισμένος στον
εαυτό του, μιλούσε λίγο και κάποτε είπε στον Νιρβάνα
- Είναι βλέπεις το ζήτημα της ανεργίας μου....
Ο Πορφύρας ξόδευε λοιπόν λιγοστά, από φόβο για το μέλλον του και όχι από
- Είναι βλέπεις το ζήτημα της ανεργίας μου....
Ο Πορφύρας ξόδευε λοιπόν λιγοστά, από φόβο για το μέλλον του και όχι από
τσιγκουνιά. Είχε κι αυτός την αγάπη του για κάποιες πολυτέλειες που
διατηρούσε. Όπως να πηγαίνει με τον σιδηρόδρομο στην Αθήνα για
να πιει τον καφέ του στου Ζαχαράτου ή να γυαλίσει τα παπούτσια
του ή να αγοράσει καμιά εφημερίδα. Τέτοιες ήταν οι πολυτέλειες του Πορφύρα...
- Μωρέ τι τσιγκούνης είναι αυτός ο Πορφύρας
φώναζαν μπροστά του οι φίλοι, κάνοντας πως δεν τον είχαν δει, για να
- Μωρέ τι τσιγκούνης είναι αυτός ο Πορφύρας
φώναζαν μπροστά του οι φίλοι, κάνοντας πως δεν τον είχαν δει, για να
τον κάνουν να τους κεράσει έναν καφέ, φυσικά μη γνωρίζοντας ότι η δραχμή
του δικού του καφέ, ήταν η μοναδική που είχε πάνω του!
Αυτή η άγνοια των φίλων (μόνο ο Νιρβάνας γνώριζε) δημιούργησε την φήμη
Αυτή η άγνοια των φίλων (μόνο ο Νιρβάνας γνώριζε) δημιούργησε την φήμη
που τον ακολουθούσε και κυρίως εξαιτίας του Κώστα Χατζόπουλου που
του άρεσαν οι πλάκες και μάλλον είχε κάνει περισσότερες πλάκες από ότι
έπρεπε.
Ωστόσο στην ανάπτυξη της φήμης αυτής, συνετέλεσε και το γεγονός ότι
Ωστόσο στην ανάπτυξη της φήμης αυτής, συνετέλεσε και το γεγονός ότι
ο Πορφύρας δεν έγραφε πολλά ποιήματα. Αυτά που έγραφε έπρεπε
λοιπόν να τα κρατήσει προς πώληση για τις εφημερίδες που τον πλήρωναν
πενιχρά για αυτά. Όταν λοιπόν οι φίλοι του, ζητούσαν κάποιο ποίημα δικό
του, εκείνος δεν έδινε. Έτσι έλεγαν
- Φοβερός τσιγκούναρος αυτός ο Πορφύρας.
- Φοβερός τσιγκούναρος αυτός ο Πορφύρας.
Ακόμα και τα ποίηματα με το στανιό στα δίνει.
Του Στέφανου Μίλεση