Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Μια από τις παλαιότερες συνοικίες των Αθηνών είναι το Μεταξουργείο. Περιοχή που διατήρησε επί πολλές δεκαετίες το χρώμα, την εικόνα και τις λειτουργίες της πριν περιπέσει σε υποβάθμιση. Στην αρχή μετακινήθηκαν οι κάτοικοί του στα προάστια, στη συνέχεια εγκαταστάθηκε υπερβολικά μεγάλος αριθμός οίκων ανοχής στην περιοχή και λίγο αργότερα η εγκατάσταση μεγάλου αριθμού λαθρομεταναστών έδωσε τη «χαριστική βολή» στην παραδοσιακή αυτή γειτονιά. Η οποία παρουσιάζει σημεία ανάκαμψης αφενός λόγω των νέων κατοίκων της που αξιοποιούν τα παραδοσιακά και διατηρητέα κτίρια και αφετέρου λόγω της λειτουργίας ως «Δημοτικής Πινακοθήκης» του παλαιού Μεταξουργείου που έδωσε και το όνομά του στην περιοχή.
Τα θέατρα
Η δεκαετία του 1930 βρήκε το Μεταξουργείο με διαμορφωμένες τις ψυχαγωγικές χρήσεις, τις οποίες διατήρησε μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Αύταρκες σε γλέντια, περιπάτους, ψυχαγωγία και γενικότερα στο ξενύχτι. Διέθετε ένα από τα πρώτα θέατρα, το «Θέατρο του Λαού» του Βούξινου, ενός από τους πρώτους Μεταξουργιώτες. Η επιτυχημένη δραστηριότητά του επεκτάθηκε και σε άλλες γειτονιές. Ήταν η ζωντανή ιστορία της περιοχής, αφού συγκέντρωνε για διασκέδαση κόσμο και από άλλες γειτονιές της πόλης. Λειτούργησε ως υπερτοπικός πυρήνας διασκέδασης.
Το 1938, το παλαιό «Θέατρον του Λαού» κατεδαφίστηκε από τον γιο του Βούξινου, για να δημιουργηθεί το «δροσόλουστο» «Σινέ Λαού». Ήδη, πιο πέρα είχε κτιστεί το «Περοκέ» και άλλα δέκα του Σαμαρτζή! Οι Μεταξουργιώτες είχαν πια άφθονα τα θεάματα και απέμενε μόνον η δυσκολία της επιλογής. Κάθε βράδυ η γειτονιά πυρπολούνταν από τις πολύχρωμες φωτεινές ρεκλάμες των κέντρων, δονούνταν από τη μουσική, σπαρταρούσε από το τραγούδι. Η Σοφία Βέμπο με τον «Γιάννο και την Παγώνα» συναγωνιζόταν τη Μάρθα Έγκερθ που τραγουδούσε παρακάτω, στο «Σινέ Ερμής», και ο Ορέστης Μακρής μεθούσε από τη σκηνή του «Περοκέ», τόσο όσο από την οθόνη του «Σινέ Λαού» μεθούσε τους Μεταξουργιώτες ο γόης Ρόμπερτ Τέιλορ.
Η δεκαετία του 1930 βρήκε το Μεταξουργείο με διαμορφωμένες τις ψυχαγωγικές χρήσεις, τις οποίες διατήρησε μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Αύταρκες σε γλέντια, περιπάτους, ψυχαγωγία και γενικότερα στο ξενύχτι. Διέθετε ένα από τα πρώτα θέατρα, το «Θέατρο του Λαού» του Βούξινου, ενός από τους πρώτους Μεταξουργιώτες. Η επιτυχημένη δραστηριότητά του επεκτάθηκε και σε άλλες γειτονιές. Ήταν η ζωντανή ιστορία της περιοχής, αφού συγκέντρωνε για διασκέδαση κόσμο και από άλλες γειτονιές της πόλης. Λειτούργησε ως υπερτοπικός πυρήνας διασκέδασης.
Το 1938, το παλαιό «Θέατρον του Λαού» κατεδαφίστηκε από τον γιο του Βούξινου, για να δημιουργηθεί το «δροσόλουστο» «Σινέ Λαού». Ήδη, πιο πέρα είχε κτιστεί το «Περοκέ» και άλλα δέκα του Σαμαρτζή! Οι Μεταξουργιώτες είχαν πια άφθονα τα θεάματα και απέμενε μόνον η δυσκολία της επιλογής. Κάθε βράδυ η γειτονιά πυρπολούνταν από τις πολύχρωμες φωτεινές ρεκλάμες των κέντρων, δονούνταν από τη μουσική, σπαρταρούσε από το τραγούδι. Η Σοφία Βέμπο με τον «Γιάννο και την Παγώνα» συναγωνιζόταν τη Μάρθα Έγκερθ που τραγουδούσε παρακάτω, στο «Σινέ Ερμής», και ο Ορέστης Μακρής μεθούσε από τη σκηνή του «Περοκέ», τόσο όσο από την οθόνη του «Σινέ Λαού» μεθούσε τους Μεταξουργιώτες ο γόης Ρόμπερτ Τέιλορ.
Κινηματογράφοι
και καραγκιοζοπαίκτης
και καραγκιοζοπαίκτης
Κάθε εξόδου προηγούνταν η παρέλαση από την παλιά φρεσκοκαταβρεγμένη και δροσερή πλατεία Μεταξουργείου· όλη η έκτασή της ήταν κατειλημμένη από τις καρέκλες των τριών καφενείων της, αλλά και εκείνες της ιστορικής ταβέρνας των «Εργατών». Οι οικογενειακές συντροφιές περνούσαν μία μία για τον τακτικό περίπατό τους και ξεχύνονταν προς όλες τις διευθύνσεις. Άλλοι προς τα αριστερά για το «Μικρό Ζάππειο», όπου υπήρχε μια σειρά από κέντρα. Οι κινηματογράφοι «Αλκαζάρ» και «Βικτώρια», οι κήποι του «Συντριβανιού», των «Άστρων», του «Μικρού Ζαππείου» με τις ορχήστρες τους, αλλά και ο καραγκιοζοπαίκτης Μανωλόπουλος, που είχε πολιτογραφηθεί Μεταξουργιώτης. Άλλοι προς τα δεξιά για την πλατεία Κουμουνδούρου, που είχε γίνει μια από τις ωραιότερες πλατείες των Αθηνών και άλλοι προς τον Άι-Γιώργη τον Παλαιό. Εκεί όπου πριν πολλές δεκαετίες υπήρχε μεταξουργιώτικο νεκροταφείο, τώρα στη θέση του απλωνόταν μια απλόχωρη δροσερή δενδροστοιχία.
Οι περισσότεροι στην αρχή προτιμούσαν τα καφενεία. Θα έπιναν τον «βραστό και όχι» στου Λαγού, στου Θεοδωράτου ή στου Γαλανού, τα τρία πολυσύχναστα καφενεία της πλατείας που δούλευαν επί 24 ώρες και φημίζονταν για τους γνωστούς ταμπήδες τους. Ώσπου να συγκεντρωθούν οι παρέες και να φτάσουν οι καθυστερημένοι, περνούσε η ώρα του θεάτρου και αναβαλλόταν για την επομένη ή γινόταν κάτι πιο πρακτικό. Όλοι μαζί παρουσιάζονταν στα ταμεία του κινηματογράφου ή του θεάτρου:
― Είμαστε 30, να μπούμε με τρία κατοστάρικα;
Οι περισσότεροι στην αρχή προτιμούσαν τα καφενεία. Θα έπιναν τον «βραστό και όχι» στου Λαγού, στου Θεοδωράτου ή στου Γαλανού, τα τρία πολυσύχναστα καφενεία της πλατείας που δούλευαν επί 24 ώρες και φημίζονταν για τους γνωστούς ταμπήδες τους. Ώσπου να συγκεντρωθούν οι παρέες και να φτάσουν οι καθυστερημένοι, περνούσε η ώρα του θεάτρου και αναβαλλόταν για την επομένη ή γινόταν κάτι πιο πρακτικό. Όλοι μαζί παρουσιάζονταν στα ταμεία του κινηματογράφου ή του θεάτρου:
― Είμαστε 30, να μπούμε με τρία κατοστάρικα;
Πρόσωπα της πλατείας
Το πρώτο περίπτερο ανήκε στον κυρ Τζαννή. Είχε στηθεί πολύ πριν υπάρξουν ακόμη ανάπηροι και ήταν ταυτόχρονα και ρολογάδικο. Η ταβέρνα του Θωμόπουλου μοίραζε απλόχερα κάθε βράδυ την τσίκνα του κοκορετσιού, που φάνταζε εκείνη την εποχή ως άρωμα καλύτερο από του Κοτύ… Εκεί κατέφθαναν κάθε βράδυ «μετά το θέατρο» ηθοποιοί και ξενύχτηδες, για να μείνουν κουβεντιάζοντας και πίνοντας, μέχρι να τους θυμίσουν ότι πλησιάζει η χαραυγή τα γαϊδουράκια που περνούσαν φορτωμένα με κοφίνια· έρχονταν από την Κολοκυνθού και κατευθύνονταν στη Λαχαναγορά.
Εκεί στην πλατεία του Μεταξουργείου είχαν καταργήσει ακόμη και τον πατροπαράδοτο «τζόγο». Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ανθούσε ο τζόγος στον Ιππόδρομο, όπου δύο φορές την εβδομάδα κατέθεταν τον οβολό τους οι μεροκαματιάρηδες, για να εξασφαλιστεί το… σανό των αλόγων.
Στην πλατεία υπήρχε ακόμη ο μπαρμπα-Χρήστος ο ανθοπώλης, που πρόσφερε την απαραίτητη «μπαγιάτικη» γαρδένια. Έτσι εξασφάλιζε το κρασί του, διασκεδάζοντας τους θαμώνες της πλατείας με το δαιμονισμένο κέφι του, για να καταλήξει χαράματα στην ιδιόκτητη… μονοκατοικία του, ένα από τα βαγόνια του Σταθμού Λαρίσης.
Κάτω από το «Περοκέ» υπήρχε το μπαρ του Ανδρεάδη. Ένα πολυσύχναστο στέκι, με μόνιμους θαμώνες αλλά και πολλούς περαστικούς. Απέναντι το καφεζυθοπωλείο «Πανελλήνιον» και λίγο πιο πέρα η ταβέρνα του Λάζαρου, διάπλατη και αυτή το καλοκαίρι, συγκέντρωνε κατοίκους της γειτονιάς. Τα είχαν όλα εν αφθονία οι Μεταξουργιώτες· γι’ αυτό φιλοξενούσαν και επισκέπτες από τις άλλες γειτονιές.
Εκεί στην πλατεία του Μεταξουργείου είχαν καταργήσει ακόμη και τον πατροπαράδοτο «τζόγο». Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ανθούσε ο τζόγος στον Ιππόδρομο, όπου δύο φορές την εβδομάδα κατέθεταν τον οβολό τους οι μεροκαματιάρηδες, για να εξασφαλιστεί το… σανό των αλόγων.
Στην πλατεία υπήρχε ακόμη ο μπαρμπα-Χρήστος ο ανθοπώλης, που πρόσφερε την απαραίτητη «μπαγιάτικη» γαρδένια. Έτσι εξασφάλιζε το κρασί του, διασκεδάζοντας τους θαμώνες της πλατείας με το δαιμονισμένο κέφι του, για να καταλήξει χαράματα στην ιδιόκτητη… μονοκατοικία του, ένα από τα βαγόνια του Σταθμού Λαρίσης.
Κάτω από το «Περοκέ» υπήρχε το μπαρ του Ανδρεάδη. Ένα πολυσύχναστο στέκι, με μόνιμους θαμώνες αλλά και πολλούς περαστικούς. Απέναντι το καφεζυθοπωλείο «Πανελλήνιον» και λίγο πιο πέρα η ταβέρνα του Λάζαρου, διάπλατη και αυτή το καλοκαίρι, συγκέντρωνε κατοίκους της γειτονιάς. Τα είχαν όλα εν αφθονία οι Μεταξουργιώτες· γι’ αυτό φιλοξενούσαν και επισκέπτες από τις άλλες γειτονιές.