[Είναι Τετάρτη μεσημέρι, λίγο μετά τις 14.00. Βρίσκομαι σε ένα υπόγειο κάπου στην Καισαριανή. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι με φέρανε εδώ και όχι ότι ήρθα μόνος μου. Κι όλο αυτό το σημερινό για να «αντρέψω» - όπου να’ναι κλείνω τα δεκάξι και πρέπει να βγω στην πιάτσα. Δίπλα μου έχω 3-4 μάγκες. Έτσι τους αποκαλεί ο πατέρας μου αλλά και ο θείος που μόλις βγήκε από την φυλακή και είναι ο κύριος υπαίτιος για την σημερινή μου «επίσκεψη» στο κουτούκι της Λυδίας. Από την πόρτα μπαίνει άλλος ένας μάγκας αλλά κανείς δεν δείχνει να νοιάζεται. Ο θείος μου με ξόρκισε να μην κοιτάξω κανέναν τους στα μάτια, είναι προσβολή λέει και αφορμή για μεγάλους σαματάδες. Αυτός που μόλις μπήκε φοράει στενό παντελόνι, μυτερά παπούτσια με μεγάλα τακούνια, ένα σακάκι φορεμένο μόνο από το αριστερό μανίκι, στη μέση ζωνάρι που ξεπροβάλλουν λαβές από μαχαίρια και ένα περίστροφο, στο κεφάλι ρεπούμπλικα και μια μαγκούρα από σκληρό ξύλο κερασιάς κρέμεται στο χέρι του. Μπήκε μέσα περπατώντας περίεργα, λίγο κουνιστά και γέρνοντας από τη μία μεριά. Κάθισε μόνος του δίπλα σε ένα τραπέζι που 3 τύποι έπαιζαν μπουζούκι και ούτι. Ένας τέταρτος κρατούσε ρυθμό με έναν μπαγλαμά και τράβαγε που και που μερικά σόλο. Είναι μια Τετάρτη του 1926 και οι μισοί θαμώνες του κουτουκιού είναι πρόσφυγες από την Μ. Ασία και οι άλλοι μισοί κλέφτες, λαθρέμποροι, χασισέμποροι, ιδιοκτήτες μπορντέλων και χαρτοπαικτικών λεσχών και γενικά άνθρωποι που παρόλο που θεωρούνται του υποκόσμου ο θείος μου λέει πως είναι ότι πιο αγνό έχει να επιδείξει η Αθήνα των 20's.]
Την ίδια εποχή οι ΗΠΑ, βρίσκονται στη μέση της εποχής της ποτοαπαγόρευσης με τα παράνομα μπαρ, τα επονομαζόμενα και Speak-easy, να βρίθουν από κόσμο και (παράνομο) αλκοόλ. Λίγο πριν την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης που προήλθε από το Παγκόσμιο Οικονομικό Κραχ του 1929 ο κόσμος ξεδίνει σε αυτά τα μπαρ, βρίσκει δουλειά μέσα στον υπόκοσμο, ερωτεύεται, κάνει σεξ, κοινωνικοποιείται, τσακώνεται, σκοτώνεται. Η καρδιά και η ψυχή των ΗΠΑ χτυπά σε αυτά τα μικρά, παράνομα, υπόγεια συνήθως μπαρ. Και όλα αυτά υπό τους ήχους του ράγκταϊμ, του σουίνγκ και της τζαζ.
Στην Ελλάδα έχουμε τη συνθήκη του Νεϊγύ και των Σεβρών, τον πρίγκηπα Αλέξανδρο να σκοτώνεται από δάγκωμα της αγαπημένης του μαϊμούς(όχι του Αζάνκα του συγχωρεμένου του Έβερτ), την καταστροφή της Σμύρνης, μερικές δικτατορίες(επιτυχημένες και μη) όπως αυτή του Πάγκαλου και τον σύντομο ελληνοβουλγαρικό πόλεμο. Κι όλα αυτά μέχρι το 1935. Α, έχουμε και την άνθιση του ρεμπέτικου τραγουδιού βεβαίως βεβαίως! Να και κάτι ελπιδοφόρο μέσα στη μιζέρια. Το ρεμπέτικο τραγούδι που ξεκίνησε να καλλιεργείται από τους κλέφτες των αστικών κέντρων και εμπλουτίστηκε με τους πρόσφυγες της Μ. Ασίας που έφεραν μαζί τους το ούτι και το σαντούρι που έδεσαν με το δικό μας μπουζούκι. Που έγιναν όλα αυτά; Μα στα ελληνικά παράνομα speak-easy τις εποχής, τα κουτούκια! Που ξεκίνησαν σαν σημείο πώλησης φθηνού κρασιού για την αθηναϊκή πλέμπα αφού η βασιλική αυλή κατανάλωνε άφθονη γερμανική μπίρα.
Γράφει ο τεράστιος Ηλίας Πετρόπουλος για το ρεμπέτικο τραγούδι:
«Οι μήτρες του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι η φυλακή και ο τεκές. Εκεί, και μόνον εκεί, οι ρεμπέτες έπλασαν τα τραγούδια τους, με ομαδική συνεργασία. Οι ρεμπέτες τραγουδούσαν με σιγανή και βραχνή φωνή, αβίαστα, δίχως κορόνες, ο ένας μετά τον άλλον. Το τραγούδι τράβαγε σε μάκρος. Ο κάθε τραγουδιστής προσέθετε ένα δίστιχο, που συχνά δεν είχε σχέση με το προηγηθέν δίστιχο. Ρεφρέν δεν υπήρχε. Η μελωδία ήταν εύκολη και απλοϊκή. Ένας μάγκας συνόδευε τους τραγουδιστές με μπουζούκι – έγχορδο όργανο με γλυκύτατον ήχο.»
Τα κουτούκια, που προέρχονται από την τουρκική λέξη kütük, ήταν χώροι έκφρασης του ασυνείδητου, χώροι που οι άνθρωποι μιλούσαν με τη γλώσσα της καρδιάς. Έπιναν, τραγουδούσαν, αδελφώνονταν, θυμούνταν, λυτρώνονταν. Λέξεις όπως γλέντι, τσακίρ κέφι, νταλκάς, σίγουρα ανακαλύφθηκαν εκεί. Τα κουτούκια ήταν χώροι υπέρβασης, χώροι που κυριαρχούσε το συναίσθημα. Απόμεροι, ανήλιοι τόποι που στεγάζονταν σε υπόγεια, εκεί δηλαδή που κατοικούσε το ασυνείδητο.
Στα κουτούκια μεγαλούργησε η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Ανέστος Δελιάς, ο Γιώργος Μπάτης, ο Μπαγιαντέρας, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Μανώλης Χιώτης, ο Στελλάκης Περπινιάδης και μετέπειτα ο Βασίλης Τσιτσάνης. Εκεί, δίπλα σε φλεγόμενα μπουζούκια και σπαρακτικούς μπαγλαμάδες η ρετσίνα έρεε άφθονη «ποτίζοντας» τους μάγκες του Περαία, της Καισαριανής, του Χαλανδρίου και της Πλάκας αλλά και ηλιοκαμένους από τη δουλειά πιτσιρικάδες που έπειτα τους ανέθεταν διάφορα θελήματα σαν να ήταν λακέδες του Αλ Καπόν από το Σικάγο. Μα βέβαια, τι Σικάγο, τι Καισαριανή, τι νοθευμένο μπέρμπον, τι νερωμένη ρετσίνα, τι σουίνγκ, τι ρεμπέτικα, τι speak-easy, τι κουτούκια…
Σαν μαγεμένο το μυαλό
Φτερουγίζει
Κι η κάθε σκέψις μου
Κοντά σου τριγυρίζει
Δεν ησυχάζω
Και στον ύπνο μου κοιμάμαι – ω!
Εσένα πάντα,
Αρχοντοπούλα μου, θυμάμαι
Χασάπικο του Μπαγιαντέρα, 1938