Το κουτούκι του Σάββα.
Σις – Σαράι – Σοπς. Όχι, τα πιό πάνω δεν αποτελούν σανσκριτικά, ούτε και... ουζμπέκικα, αλλά τα κύρια πιάτα μιάς μικρής αλλ’ ανεπανάληπτης κι αξέχαστης γκάμας ουζομεζεδακίων, («ουζομπινελίκια» τα λέγαμε, τότε, εμείς οι… βλάσφημοι αλήτες!). Όμως ας βάλουμε τα πράγματα στη σειρά τους.
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Η σημερινή Νέα Ιωνία, σε σύγκριση με το χάλι εκείνης της εποχής, μπορεί να θεωρηθεί κάτι μεταξύ Εκάλης και Μπελαίρ του Λος Άντζελες. Από το σύνολο του 1,5 εκατομμυρίου των ξεκληρισμένων ψυχών της Μικράς Ασίας που μεταφέρθηκαν, άρον-άρον, στη μάνα πατρίδα και υποχρεώθηκαν, θέλοντας και μη, να ξαναχτίσουν φωλιά, ζωή και μέλλον εδώ, αφού οι εκεί εστίες τους λεηλατήθηκαν ή καταστράφηκαν και οι ίδιοι εκδιώχτηκαν. Κάμποσες χιλιάδες εξ αυτών έστησαν τον συνοικισμό της Ν. Ιωνίας, στο σχετικό χώρο που τους παρεχωρήθη από την τότε κυβέρνηση.
Είναι γνωστό πως η νοσταλγία των αγαπημένων εδαφών, αφού πατρίδα λογίζεται ο τόπος που πρωτάνοιξες βλέφαρο, που πρωτόπαιξες, που πρωτοερωτεύτηκες και ζύμωσες το χώμα του με τον πρώτο σου ιδρώτα, τους οδήγησε στο να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη και την ονομασία των χαμένων πατρίδων και να τα αφήσουν, αιώνια παρακαταθήκη, στους απογόνους τους. Κι αυτό έγινε με το να βαφτίσουν τις νέες τους πατρίδες με τα ονόματα των παλαιών. Με μόνη μικρή διαφορά, αν και τεράστια κι ειδοποιός, την προσθήκη ενός «Νέας» ή «Νέου» μπροστά στο όνομα του λατρεμένου τόπου που άφησαν πίσω. Έτσι γεννήθηκαν η Νέα Σμύρνη, το Νέο Ικόνιο, η Νέα Καρβάλη, η Νέα Ιωνία.... Από όλους εκείνους που, κατά τους ανιστόρητους γραικύλους «ειδήμονες» τύπου Ρεπούση, «συνωστιζόμενοι», (προφανώς βολτάροντας γι’ αναψυχή), στην παραλία της καιγόμενης Σμύρνης, κατάφεραν τελικά να γλιτώσουν απ’ το τσέτικο μαχαίρι και να φτάσουν, με τη ψυχή στο στόμα και χωρίς δεύτερο βρακί, στη σωτηρία και τη νέα αφετηρία ζωής τους.
Όλο αυτό το, τότε, εξαθλιωμένο πλήθος έφερε και διέχυσε σ΄ εμάς τους παλαιοελλαδίτες, όμως μας αποκαλούσαν, μαζί με το νέο αίμα και το δυναμισμό τους, έναν ευρωπαϊκό αέρα κι έναν προχωρημένο πολιτισμό που η καθυστερημένη ελληνική κοινωνία δεν διέθετε, αγκιστρωμένη και αγκυλωμένη στην απομόνωση και τον συντηρητισμό της εποχής της. Είναι γνωστή η προσφώνηση «παστρικιά», με την οποία αποκαλούσαν οι ντόπιες, με πολλή περιφρόνηση, αλλά και μόλις αποκρυπτόμενο…. φθόνο, τις νεαρές και τσαχπίνες προσφυγοπούλες. Κι αυτό, γιατί…. πλένονταν τακτικά! Βεβαίως, η ομορφιά, η τσαχπινιά και η γοητεία του… καινούργιου φρούτου είχε σαν αποτέλεσμα πολλές και μεγάλες ερωτικές αναταράξεις στην στερημένη και υποκριτική κοινωνία της Ελλάδος και μπόλικα σκάνδαλα. Όμως αυτά δεν μας απασχολούν σ’ αυτό το σημείωμα.
Σε μιά μικρή και χαμηλή παράγκα, δίπλα στον σταθμό του Ηλεκτρικού, ο μερακλής Σάββας, κλασσικός τύπος ανατολίτη «μάστορα» της θράκας, του ούζου και του πικάντικου μεζέ, είχε στήσει ένα υπέρτατης ευωχίας ουζερί. Άγνωστο στους πολλούς και πασίγνωστο στους λίγους και μυημένους. (Σημ. Η δική μου μύηση έγινε από αείμνηστο φίλο, φανατικό απολλωνιστή, όταν γοητευμένος από την εξαιρετική μπάλα της «ελαφράς ταξιαρχίας» των αδελφών Καμάρα, του Ταουξή, του Δερμάτη, του Χολέβα και των .. άλλων παιδιών, σε συνδυασμό με την άνετη και πολιτισμένη παρακολούθηση αγώνων στη Ριζούπολη, είχα αποκηρύξει τον Παναθηναϊκό και είχα… αλλαξοπιστήσει ποδοσφαιρικά). Ο μακαρίτης τώρα Αργύρης Συντρίκος με είχε συστήσει στον περίφημο Τζίνα Σιμονόφσκυ και τον μαικήνα Οικονόμου και είχα αρχίσει προπονήσεις στον Απόλλωνα, μέχρις ότου η ενασχόληση με τις σπουδές μου κόψουν απότομα τον ποδοσφαιρικό βήχα. Ή παπάς, παπάς, ή ζευγάς, ζευγάς! Το σλόγκαν του τότε.
Όμως ο Σάββας μου… έμεινε! Και απ’ αυτόν δεν αλλαξοπίστησα ποτέ, μέχρι τέλους. Του δικού του, δυστυχώς.
Στην παράγκα του Σάββα, πλην των άλλων, ένοιωθες … πανύψηλος, αφού αν ήσουν πάνω από 1,75 θα έπρεπε να σκύβεις, μέχρι να καθίσεις! Ο μοναδικός σερβιτόρος, ο φουκαράς λιγομίλητος Βασίλης, πανύψηλος, σίγουρα στο τέλος θα κατάντησε καμπούρης. Όλο σκυφτός κυκλοφορούσε και σερβίριζε! Επίσης, όταν έβρεχε απολάμβανες φαγητό μετά… μουσικής. Οι σταγόνες στις λαμαρίνες της στέγης χάλαγαν κόσμο. Έτσι στο ψιλόβροχο, η «ορχήστρα του ουρανού» σου έπαιζε μπλουζ και στον κατακλυσμό, σκληρό ροκ!
Από τα αναφερθέντα πιάτα, (σις, σαράι, σοπς), άλλα ήταν στην κατεύθυνση του κεμπάπ και άλλα… κρεατικά απροσδιόριστα! Μαζί με τζατζίκι, σμυρνέικο σουτζούκι κι ένα σωρό άλλες λιχουδιές. Όμως όλα πεντανόστιμα! Εκεί δοκίμασα γιά πρώτη, και τελευταία, φορά παστουρμά! Τον αυθεντικό όμως, αυτόν από καμηλίσιο κρέας. Δοκιμή που συσχετίστηκε και με μιά πολύ ωραία, (τώρα ακούγεται ως ωραία, τότε ήταν οδυνηρή), πλάκα.
Θυμάμαι τις ψιλοκομμένες φαιοκόκκινες φέτες που, λείες και βελούδινες, μου θύμιζαν τη δερμάτινη λουρίδα όπου ο κυρ Κώστας ο Δατσέρης, ο κουρέας, (ανάμεσα στο ψιλικατζίδικο του Μπενέτου και το μπακάλικο του Μάλεση, οδός Κίμωνος και Μύλων, στον Πλάτωνα), ακόνιζε τη ξουράφα του και την είχε κάνει, σκέτο λουστρίνι!
Η γεύση του καπνιστού παστουρμά θεσπέσια, αλλά οι επιπτώσεις καταστρεπτικές και απαγορευτικές γιά κάθε άτομο που ζει στην κοινωνία και όχι αναχωρητής, σαν τον Προφήτη Ηλία, στα βουνά. Στην… αποχέτευση, τα ούρα, τον ιδρώτα, τα ρούχα. Μπόχα απερίγραπτη!
Εκείνη την εποχή, το μαλλί μου είχε αρχίσει να κάνει νερά και οι τρίχες να εγκαταλείπουν μαζικά την έδρα τους, όπως οι Πακιστανοί το Καράτσι κι οι Σύροι τη Δαμασκό. Κάποιος καλοθελητής μου συνέστησε, ως θαυματουργή, μία «μαλλού», (έτσι τη βάφτισα), που θα μου έσωζε το πλούσιο …. κοκοράκι που διέθετα τότε. Κι εγώ ο βλαξ, στην απελπισία μου, εμπιστεύτηκα την κασίδα μου στα έμπειρα και θαυματουργά (!) χέρια της. Το …. «ιατρείο» βρισκόταν κοντά στο τέρμα Πατησίων κι η μετάβαση γινόταν, προφανώς, με το τρόλεϋ. Η … θεραπεία συνίστατο στο να μου πασαλείβει, και μετά να τρίβει γιά ώρα, το κεφάλι μου μ’ ένα μαντζούνι που περιείχε, χωρίς να είμαι βέβαιος, πετρέλαιο, αλλά το σπουδαιότερο, έκαιγε και βρώμαγε, (βεβαιότατος γι’ αυτό!), φοβερά.
Από διαβολική σύμπτωση, συνέπεσε το προηγούμενο βράδυ της … ιατρικής επίσκεψης, να δοκιμάσω πρώτη φορά παστουρμά στου Σάββα και το επόμενο απόγευμα να κάνω έναρξη της… θεραπείας. Ο συνδυασμός που σκοτώνει!
Η εποχή, τέλος άνοιξης, έφερνε ιδρώτα σε συνωστισμό, αλλά με δεδομένο πως κάθε άνθρωπος συνηθίζει στην ατμόσφαιρά του και δεν αντιλαμβάνεται την αποφορά του, άργησα ο ηλίθιος ν’ αντιληφθώ γιατί, ενώ στο μπροστινό μέρος του τρόλεϋ ο κόσμος ήταν πατικωμένος πίττα, εγώ στο υπόλοιπο μισό απολάμβανα μιά άνετη διαδρομή, ως μοναδικός επιβάτης. Απορροφημένος στις σκέψεις και την καούρα του κεφαλιού που μ’ έκανε να ιδρώνω και ξεϊδρώνω, δεν πρόσεξα πώς όποιος έμπαινε στο όχημα, σε κλάσμα δευτερολέπτου, εκτοξευόταν μπροστά, λες και τον τράβηξε μαγνήτης! Μηδέ του εισπράκτορα εξαιρουμένου! Στην πλατεία Αμερικής κατάλαβα, στη στάση Αγγελοπούλου κατέβηκα! Ντροπιασμένος μεν, σκασμένος στα γέλια δε!
Έκτοτε, αφ’ ενός, έκοψα μαχαίρι τον παστουρμά, όχι όμως τον Σάββα που γιά χρόνια αποτελούσε αγαπημένο στέκι, και αφ’ ετέρου, άφησα τη Φύση ν’ αποφασίσει γιά την τύχη της κώμης μου, (με τα εμφανή αρνητικά αποτελέσματα).
Σχόλιο:
νοίκιαζαν το γήπεδο της Ριζούπολης σε αυτούς τους τύπους για να βαφτίζουν
νεοφώτιστους.
Κατά τα άλλα ήταν μια δυναμική ομάδα γνωστή και ως ΕΛΑΦΡΑ ΤΑΞΙΑΡΧΙΑ.
Πίσω στα παλιά