Μακριά από τα παιδιά
Κέντρο της Αθήνας
Από το 2009 έως το 2010 ο φωτογράφος Ιάκωβος Χατζησταύρου φωτογράφισε
τις πιάτσες ναρκωτικών στην Ιάσωνος και στην πλατεία Κουμουνδούρου
Ημέρα πρώτη
Νόμιζα πως ήξερα, σαν πιτσιρίκι με ύφος έμπειρου μάγκα βρίσκομαι να παρακολουθώ με χαλασμένο
στομάχι, σε έξαψη βλέπω την προετοιμασία, τη διαδικασία, να ρωτάω και να μαθαίνω. Τι; Πώς; Πόσο;
Και αυτό το ψάξιμο της φλέβας, αυτή η αγωνία να βρεθεί, τόσο κοντά, τόσο μακριά, βρισιά και ψάξιμο,
εγώ ιδρωμένος, παγωμένος μπροστά σε έναν άλλο κόσμο, ολότελα απροετοίμαστος (και ας έρθει
κάποιος να μου πει, μα δουλεύεις στο δρόμο χρόνια, γνωρίζεις, ξέρεις, άλλωστε τόση ενημέρωση,
τόση πληροφορία, αηδίες… «εξ απαλών ονείχων» αηδίες, όταν είσαι απ’ έξω, όσο και αν περπατάς
στους δρόμους, ποιους δρόμους; Για ποιο επίπεδο μιλάμε; Για ποιο παράλληλο σύμπαν; Για ποια
εμπειρία μιλάμε; Δεν είναι πόλεμος, δεν είναι επεισόδια, δεν είναι… Ή, χειρότερα, αν κάθεσαι σπιτάκι
σου στον καναπέ και βλέπεις το χαζοκούτι, ζεις δανεική ζωή, φίλε μου, προστατευμένος ακόμα και
από τις φοβίες σου και ας βλέπεις θρίλερ, έμπα εκεί μέσα στο δρόμο με τις λεύκες, νύχτα, να ακούς
το τικ-τακ του χρόνου που για σένα μετράει αντίστροφα και έλα να μου πεις, μα ήξερες, γνώριζες).
Είμαι εδώ, τώρα, απέναντι, δίπλα, αν απλώσω χέρι θα ακουμπήσω, ακούω μόνο τα
επαναλαμβανόμενα κλικ κλικ κλικ κλικ, ο χρόνος κρατάει πολύ τελικά, κλικ κλικ, βρέθηκε…
η βελόνα μπαίνει, κλικ, έξω αίμα, μέσα μαζί με το αίμα αδειάζει η σύριγγα, κλικ, και μετά χαλάρωμα
και ψάξιμο για μια γωνιά μακριά από τα αδιάκριτα μάτια, φίλε θα φύγεις; Αν μείνεις πρόσεχέ με γιατί θα
με ψειρίσουν οι………………….. Και να με, να κρατάω τσίλιες καθισμένος λίγο πιο πέρα, κοιτάω
τι έχω τραβήξει, ψηφιακή εποχή βλέπεις, και σκέφτομαι, σκέφτομαι, δεν μου πάει να φύγω έτσι
στα κλεφτά, νιώθω, είμαι υποχρεωμένος, καπνίζω το στομάχι μου, ακόμα χαλασμένο, περαστικοί
κοιτάνε, κουνάνε κεφάλια, προσπερνούν, ευτυχώς που δεν είναι κάποιος γνωστός, ντρέπομαι και
ντρέπομαι που ντρέπομαι.
Ημέρα δεύτερη
Ακόμα νωπή η «γεύση» από χθες, πάλι εδώ, σαν κυνηγός ή σαν θήραμα (ακόμα και σήμερα δεν ξέρω), γνωστές οι φάτσες, τα νέα κυκλοφορούν. «Εΐ, φίλε, μη μας γ…εις», κάθομαι προσεχτικά στο σκαλοπάτι δίπλα
και κοιτάω, η παρέα μεγαλύτερη, νέοι, γέροι και παιδιά, κάτι σε κύκλο πάρε-δώσε. Μια κοπελιά
δεν ξέρει ακόμα, ζητάει βοήθεια, ευτυχώς υπάρχουν και παλιοί, κάποιος τη βοηθάει.
Στιγμιότυπα καθημερινά λίγο-λίγο.
Στιγμιότυπα καθημερινά λίγο-λίγο.
Τρίτη μέρα, τέταρτη μέρα, πέμπτη, έκτη, και κάθε μέρα στο σπίτι ξεφορτώνω το υλικό, κάθε μέρα
πιο βαρύς, πιο χαλασμένο στομάχι, χειρότερη διάθεση (δεν με θυμάμαι ποτέ σε φωτογραφικό να
είχα τέτοια κακή γεύση, τέτοια δυσφορία). Οι εικόνες στην οθόνη να ξαναζούν τη θλίψη τους, να με
πιάνουν από το χέρι, να με τραβάνε. Η γυναίκα μου δίπλα μου (αυτό το δώρο), συνοδοιπόρος,
σύντροφος, συνεργάτης, editor, παρέα, το μοιραζόμαστε, το κουβεντιάζουμε παρέα και το Ισμηνάκι
(αργότερα, πολύ αργότερα, με μια φωνή τη βαφτίσαμε Ισμήνη) να κλωτσά, κάτι μηνών, κι εκείνη να θέλει
να βγει στον κόσμο, σε ποιον κόσμο; Να δει το φως, ποιο φως; Έβδομη, όγδοη, εικοστή μέρα,
πιστός στα ανώνυμα ραντεβού θανάτου, πιστός στην ίδια περπατησιά, γνώριμος πια στους γνώριμους
και λίγο πιο έξω. «Με λένε…» ιστορίες με χρώμα φωνής άχρωμες, ένα κακό ασπρόμαυρο, κακό
στην εμφάνιση, κακό στη λήψη, κακό στο τύπωμα από το χειρότερο ερασιτέχνη από κακό φακό,
το αποτέλεσμα που ακούω, βλέπω, μυρίζω, αισθάνομαι, κάθε μέρα, κάθε μέρα.
Κι όμως, αναρωτιέμαι, κρατιέμαι, προσπαθώ, κάπου εκεί, κάπου ανάμεσα υπάρχει αλήθεια,
υποκειμενική, ίσως αρνητική, αλλά κάπου υπάρχει λίγο φως. «Το είδα, το είδα, δεν με καθυπέβαλα,
το είδα», δεν είναι όλοι οι πρωταγωνιστές καρμπόν, όσο περιθώριο κι αν είναι εκεί στη σκιά που ζουν,
κινούνται όπως κι αν σαλεύουν. Είδα παιδιά μάλαμα εκεί στα βρωμόνερα, μικρά διαμάντια, στα
απόνερα κινούνται μικρά αλλά όμορφα πλάσματα και πάντα στο μυαλό, σε μια άκρη του (οι τοξικομανείς
είναι οι πρώτοι στο χειρισμό), αλλά ακόμα και έτσι δεν είναι όλα μαύρα και άσχημα………….., και θέλω
να δείτε τι είδα, θέλω να σας χαλάσει το στομάχι, θέλω να πείτε δεν αντέχω άλλο, θέλω να σας δω
να αντιδράτε στην αρρώστια και δεν φταίει ο άρρωστος που είναι άρρωστος, θέλω να πονέσετε γιατί
μέσα από τον πόνο ψάχνουμε τη γιατρειά, κι όλα αυτά όχι γιατί είμαι σαδιστής, όχι γιατί τρέφω κακά
συναισθήματα, αλλά γιατί άμα δεν σκύψεις, δεν πέσεις, δεν συμπονέσεις, θα είσαι συνέχεια
συμμέτοχος, συνένοχος, αδιάφορος, περαστικός αναγνώστης - θεατής στις ζωές των άλλων, ακόμα
και αν είναι χειρότερες από τη δικιά σου, ακόμα και αν είναι μακριά από την οικογένειά σου, τώρα,
σήμερα, ίσως ακόμα και αύριο, μεθαύριο;
Και θα ’θελα να έφερνα το μπρος πίσω, να μπορούσε πριν τόσα χρόνια ο Σάκης να το ’χε δει, ίσως
να κάναμε παρέα, συνομήλικοι σήμερα θα ήμασταν και θα πηγαίναμε τα παιδιά μας μαζί στην παιδική
χαρά, ο μικρός μου ξάδερφος αν είχε αποστρέψει το βλέμμα, θα ’ταν 27 χρονών σήμερα και θα
καθόταν στα βαρετές οικογενειακές συγκεντρώσεις δίπλα στην άδεια καρδιά του πατέρα του και
πόσοι άλλοι/ες χθες, σήμερα, αύριο, απλά ένα λιθαράκι στο ίσως, ένα γαμώτο, ένα ίσως, ίσως το
Ισμηνάκι, το δικό μου Ισμηνάκι, κάποια μέρα να το ξεφυλλίσει και να αποστρέψει εκείνη και η παρέα
της το βλέμμα, εύχομαι, απλά εύχομαι.
http://www.athensvoice.gr
Σχόλιο:
Τι άλλαξε από τότε που ο φωτογράφος τράβηξε αυτές τις εικόνες που κόβουν
την ανάσα;
Μια βόλτα είναι αρκετή είναι η απάντηση!
πίσω στα παλιά