Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς
Στις αρχές του 20ού αιώνα, εκεί γύρω στα 1900, πριν ακόμη καθιερωθεί το αυτοκίνητο ως μέσο συγκοινωνίας, τα δειλινά, όταν είχε καλό καιρό, οι αθηναϊκές γειτονιές εκστράτευαν στο Φάληρο! Στις λαϊκές συνοικίες, στους Αγίους Αποστόλους, στη Βλασσαρού, στον Άγιο Φίλιππο, στο Μεταξουργείο, στην Πλάκα, στου Τσακαγιάννη στάθμευαν, σε συγκεκριμένο μέρος, μακριά τετράτροχα αμάξια, οι αραμπάδες, με δύο μεγάλες σανίδες κατά μήκος για καθίσματα.
Ο αραμπατζής, στρίβοντας το αρειμάνιο μουστάκι του ή χαϊδεύοντας το κεφάλι του Ντορή του, κραύγαζε με τη βραχνή φωνή του:
- Άλλος για το Φαληρέα!… Μια δεκάρα το κεφάλι!… Άλλος και φεύγομε!… Και έσπευδαν όλα τα «γύναια» του μαχαλά, έμπαιναν με χάχανα και με φωνές, πατείς με πατώ σε, στον αραμπά και ξεκινούσαν για τα Φάληρα
Κομψευόμενος τότε νεανίας της συνοικίας του εξομολογείτο ότι είχε τραβήξει τον διάολό του, σε τέτοιο ταξίδι, από τα κοριτσόπουλα και τους γαβριάδες, οι οποίοι ξελαρυγγιάζονταν τραγουδώντας: «Λιμοκοντόρε, με το ζακέ / δεν έχεις δεκάρα / να πιεις καφέ…» Ο αραμπατζής, δε, βοηθούσε από την άλλη με το μπάσο του στο τραγούδι. Ο Θέμος Άννινος είχε απαθανατίσει τους αθάνατους τύπους των κατσαρομάλληδων και αγριομούστακων αραμπατζήδων με τις «φακιολούδες» γειτόνισσες.
Όταν σουρούπωνε, το γλέντι τέλειωνε, το φορτίο ξανάπαιρνε τη θέση του στον αραμπά και γύριζαν στις γειτονιές τους, με γέλια και τραγούδια. Τα γλέντια αυτά, σποραδικά τις καθημερινές, έπαιρναν πανηγυρικό ύφος τις Κυριακές, όταν όλες οι αθηναϊκές γειτονιές εκστράτευαν για τα Φάληρα, συν γυναιξί και τέκνοις.
Όλα ήταν φθηνά. Με μια δεκάρα το κεφάλι πηγαινέλα και με έξι δεκάρες η οκά το ρετσινάτο… Τότε θεωρείτο αδικαιολόγητη σπατάλη να ξοδέψεις ένα τάλιρο, σύμφωνα με το αμίμητο τετράστιχο του Μπάμπη Άννινου: «Πήγα και στο Φάληρο / είδα και τη θάλασσα / είχα και το τάλληρο/ κρίμα που το χάλασα!».
- Άλλος για το Φαληρέα!… Μια δεκάρα το κεφάλι!… Άλλος και φεύγομε!… Και έσπευδαν όλα τα «γύναια» του μαχαλά, έμπαιναν με χάχανα και με φωνές, πατείς με πατώ σε, στον αραμπά και ξεκινούσαν για τα Φάληρα
Κομψευόμενος τότε νεανίας της συνοικίας του εξομολογείτο ότι είχε τραβήξει τον διάολό του, σε τέτοιο ταξίδι, από τα κοριτσόπουλα και τους γαβριάδες, οι οποίοι ξελαρυγγιάζονταν τραγουδώντας: «Λιμοκοντόρε, με το ζακέ / δεν έχεις δεκάρα / να πιεις καφέ…» Ο αραμπατζής, δε, βοηθούσε από την άλλη με το μπάσο του στο τραγούδι. Ο Θέμος Άννινος είχε απαθανατίσει τους αθάνατους τύπους των κατσαρομάλληδων και αγριομούστακων αραμπατζήδων με τις «φακιολούδες» γειτόνισσες.
Όταν σουρούπωνε, το γλέντι τέλειωνε, το φορτίο ξανάπαιρνε τη θέση του στον αραμπά και γύριζαν στις γειτονιές τους, με γέλια και τραγούδια. Τα γλέντια αυτά, σποραδικά τις καθημερινές, έπαιρναν πανηγυρικό ύφος τις Κυριακές, όταν όλες οι αθηναϊκές γειτονιές εκστράτευαν για τα Φάληρα, συν γυναιξί και τέκνοις.
Όλα ήταν φθηνά. Με μια δεκάρα το κεφάλι πηγαινέλα και με έξι δεκάρες η οκά το ρετσινάτο… Τότε θεωρείτο αδικαιολόγητη σπατάλη να ξοδέψεις ένα τάλιρο, σύμφωνα με το αμίμητο τετράστιχο του Μπάμπη Άννινου: «Πήγα και στο Φάληρο / είδα και τη θάλασσα / είχα και το τάλληρο/ κρίμα που το χάλασα!».