Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ Μια Φορά Και Έναν Καιρό | ||||
Όποιος τυχαίνει να κατηφορίζει τη λεωφόρο Συγγρού, την πιο παλιά αρτηρία της πρωτεύουσας, ή να ανέρχεται στην επιφάνεια του εδάφους με την κυλιόμενη σκάλα του Μετρό στον σταθμό Συγγρού - Φιξ, αν δεν είναι σχετικός με την περιοχή ξαφνιάζεται αντικρίζοντας ένα τεράστιο οικοδομικό κουφάρι, μέσα στη βρώμα και στην κακομοιριά, «μπανταρισμένο» με λινάτσες για λόγους αισθητικής, και να λείπει μονάχα ένα φάντασμα να τραγουδά από τα έγκατά του: «Νυχτερίδες κι αράχνες, γλυκιά μου, έχουν χτίσει φωλιά…». | ||||
Και το θλιβερό αυτό ερείπιο, που βρίσκεται μόλις καμιά τετρακοσαριά μέτρα από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός και την Πύλη του Αδριανού, που ανέκαθεν αποτελούσαν την πύλη εισόδου των Αθηνών, είναι το άλλοτε μεγάλο ζυθοποιείο Φιξ, το πρώτο εργοστάσιο μπίρας που ιδρύθηκε στην Ελλάδα, ένα από τα λίγα μεγάλα εργοστάσια που λειτουργούσαν κάποτε στην Αθήνα και ένα από τα τρία οικοδομήματα που κοσμούσαν τότε τη λεωφόρο. Τα άλλα δύο ήσαν το ορφανοτροφείο Ιωσήφογλου, το «Ιωσηφόγλειο», πάνω στον φερώνυμο γήλοφο, και η κομψή εκκλησία του Αϊ-Σώστη, που προτού γίνει ιερός ναός ήταν εκθεσιακό περίπτερο στις Βρυξέλλες, απ' όπου αγοράστηκε, ήλθε και συναρμολογήθηκε στο σημείο όπου ο βασιλεύς Γεώργιος ο Α' υπέστη δολοφονική επίθεση, ως ευχαριστήριο ανάθημα στον άγιο που του έσωσε τη ζωή. Ήταν μια πράγματι πολύ γλυκιά εκκλησούλα, μέσα σ' έναν δροσερό, γεμάτο βλάστηση περίβολο, μια εκκλησούλα που της άλλαξαν τον… αδόξαστο με τις προσθήκες που κάποιοι αρμόδιοι πραγματοποίησαν. Για την ιστορία και μόνον σημειώνω πως υπάρχει φωτογραφία του Αγίου Σώστη σε «τουριστικό οδηγό Ελευθερουδάκη» της δεκαετίας του 1920, όπου η εκκλησία εικονίζεται μέσα σε μια ξερή και έρημη γη, δίχως ίχνος κτίσματος τριγύρω, μια πραγματική Σαχάρα, με μοναδικό δείγμα ζωής ένα κοπάδι πρόβατα, οδηγούμενα από ευσταλή βλαχοποιμένα, να… ροβολούν προς τα νότια για να βοσκήσουν. Αλλά, για να επανέλθουμε στα του Φιξ, η οικογένειά του ανήκε στους Βαυαρούς που μετά την εκθρόνιση του Όθωνος δεν εγκατέλειψαν την Αθήνα. Ο πατήρ, Ιωάννης Φιξ, αγόρασε μια μεγάλη δενδρόφυτη έκταση στο «χωρίον» Παλαιό Ηράκλειο Αττικής, δίπλα στη γοτθική καθολική εκκλησία της συσταθείσας εκεί βαυαρικής παροικίας. Για να βγάζει προφανώς το ψωμάκι του, έφτιαξε ένα… χειροκίνητο ζυθοποιείο στο άλλο αττικό «χωρίο», το γνωστό… Κολωνάκι, και έστειλε τον υιό Κάρολο στο Μόναχο να σπουδάσει ζυθοποιία, την τέχνη και την πρακτική της, στο «Hofbrauhaus», στον «Augustiner» ή τον «Paulaner» και στις άλλες διάσημες μπιραρίες, που παράγουν μπίρα και… δικτάτορες. Με λογότυπο το όρθιο δασύτριχο λεοντάρι, «δανεισμένο» από τη «Lowenbrau», και με καλόγουστες διαφημιστικές εμαγιέ πλακέτες, όπου τρεις εν ευθυμία διατελούντες τσολιάδες υψώνουν «εις υγείαν» το γεμάτο μπίρα, τεράστιο, του ενός λίτρου, ποτήρι τους, ο νεαρός Κάρολος εγκαινίασε στη λεωφόρο Συγγρού ένα σύγχρονο ζυθοποιείο, ενισχυμένο και με παγοποιείο. Σημειωτέον πως μέχρι τότε η «ψύξη» γινόταν με κομμάτια πάγου από χιόνι που κουβαλούσανε μέσα σε τσουβάλια οι χωρικοί από την Πάρνηθα. Το εργοστάσιο ως οικοδόμημα ήταν ένα πραγματικό κόσμημα. Πίσω από μια δίδυμη γυάλινη βιτρίνα στην πρόσοψή του παρουσιάζονταν δύο τεράστιοι μπρούντζινοι άμβυκες, πάντα καλογυαλισμένοι, που λαμπύριζαν στο φως, περιβαλλόμενοι από σκάλες και σκαλωσιές, σαν να λέγανε στους διερχομένους: «Ιδού, κύριοι, πώς παράγεται το προϊόν μας». Παρέκει ήταν η μεγάλη πύλη της βιομηχανίας, απ' όπου μπαινόβγαιναν κάρα, χειραμάξια και άλλα μεταφορικά μέσα, μέχρι και φορτηγά αυτοκίνητα, φορτωμένα με βαρέλια και μπουκάλια γεμάτα μπίρα ή που επέστρεφαν άλλα, άδεια, για γέμισμα. Ορισμένες ώρες γινόταν και η διανομή πάγου, μόνον που για τη μεταφορά του κυριαρχούσαν τα τρίκυκλα και οι χειράμαξες. Δεν ξέρω αν ο Φιξ έφερε και από εκείνα τα χοντρά άλογα, που το πέλμα τους είναι ίσαμε μια πιατέλα, να σέρνουν κάρα φορτωμένα με βαρέλια μπίρας, ως διαφημιστική προώθηση, όπως συμβαίνει στη Γερμανία. Τέτοια χοντρά «υπεράλογα» γνωρίσαμε στην Κατοχή, όταν ήρθαν… επιστρατευμένα. Τα περιποιούνταν κάτι θλιβεροί γέροι μουλαράδες και σταβλίζονταν στους στάβλους Πυροκάκου, στην οδό Δοϊράνης της Καλλιθέας. Πολλές δόξες γνώρισε τότε ο Φιξ, καθώς στην άκρη του εργοστασίου προς την Αθήνα, εκεί όπου σήμερα είναι το πάρκινγκ του Μετρό, έστησε ένα μπαράκι μέσα στην πρασινάδα και σέρβιρε γαργαλιστικούς μεζέδες. Γέμιζε ο κήπος από μερακλήδες αλλά και από ζευγαράκια, γιατί ήταν λιγάκι απόμερο, και πίνανε τη φρέσκια φρέσκια, αφράτη μπιρίτσα στο εξοχικό εκείνο περιβάλλον. Και το ντεκόρ ολοκλήρωναν τα κάμπριο φορτάκια που ανηφόριζαν τη Συγγρού, πηγαίνοντας, όπως όλα τα πρωτόγονα τότε αυτοκίνητα, πέρα - δώθε σαν να τρίκλιζαν, και βάραγαν την καραμούζα «αούα - αούα», κάνοντας αισθητή την παρουσία τους. Παρκάρανε φυσικά όπου γουστάρανε, χωρίς κανείς να ενοχλείται. Η μεγάλη επιτυχία του θερινού μπαρ οδήγησε στην ανάγκη να γίνει και αντίστοιχο χειμερινό. Κτίστηκε, λοιπόν, από την απέναντι πλευρά της λεωφόρου ένα μπαρ που ονομάστηκε… «Μπαρ», όπως έγραφε και η ταμπέλα πάνω από την είσοδό του, αλλά δεν πρόκοψε και έκλεισε. Επί πολλά χρόνια χρησιμοποιήθηκε για αποθήκη, μέχρι που, πριν από καιρό, το πήρε κάποιος και το έκανε «κέντρο πολυτελείας». Το κτίσμα πρέπει να υπάρχει ακόμα. Το τρόπαιο του Φιξ δεν άφηνε να καθεύδει τον Κλωναρίδη, που ίδρυσε κοντά στο τέρμα Πατησίων το δικό του μεγάλο ζυθοποιείο. Ήταν ένα αριστούργημα αρχιτεκτονικής, με ιδιαίτερα πολυτελή αίθουσα για το κοινόν, που έμοιαζε με χώρο πριβέ και ήταν εξοπλισμένη με ακριβά χαλιά, πολύτιμα αντικείμενα και κρυστάλλινα σερβίτσια. Η «Μπιραρία Κλωναρίδη» έγινε το προσφιλές και ευνοούμενο στέκι της «ανωτέρας τάξεως», καθώς η προς τα Πατήσια περιοχή εθεωρείτο για πολλά χρόνια αριστοκρατική συνοικία. Παρ' όλα ταύτα, δεν μακροημέρευσε και στο τέλος εξαγοράστηκε από τον Φιξ, που για μεγάλο διάστημα το έπαιζε σε «δύο ταμπλό», κυκλοφορώντας και «μπίρα Κλωναρίδη» και ανταγωνιζόμενος έτσι τον… εαυτό του. Όσο για το κτίριο του εργοστασίου, είχε την ίδια τύχη με κάθε πανέμορφο οικοδόμημα στην Ελλάδα: Κατεδαφίστηκε! Αγωνίστηκαν οι περίοικοι να το διασώσουν, αλλά ματαίως. |
Επιστρέφοντας στο κουφάρι της Συγγρού και αγνοώντας τις αλλαγές στην ιδιοκτησία της επιχειρήσεως, δηλώθηκε μεταπολεμικά ότι το εργοστάσιο θα… εκμοντερνιστεί. Όποια ομορφιά το χαρακτήριζε αποκρούεται μετά βδελυγμίας και πρέπει να εξαφανιστεί. Ανασκουμπώνονται και πέφτουν επάνω του αρχιτέκτονες, κασμάδες, κτιστάδες… μπουρλοτιέρηδες και, όταν κάποτε αφαιρέθηκαν τα παραπετάσματα των εργοταξίων, πρόβαλε ένα γυμνό, απρόσωπο, μακρόστενο κουτί, που αποθαύμαζαν… κεχηνότες οι κουλτουριάρηδες, χαρακτηρίζοντάς το «υπόδειγμα μεταπολεμικής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής» ή κάτι παρόμοιο, που έπρεπε να διατηρηθεί ανέπαφο εις τους αιώνας των αιώνων.
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η ιστορία ενός κτιρίου ταυτισμένου με τη διαδρομή της μπίρας με το λογότυπο «Κάνει καλό», που για πολλά χρόνια ήταν η μόνη που κυκλοφορούσε στην Ελλάδα. Και όταν ήρθε η μέρα που οι εργασίες της εταιρείας σταμάτησαν, το κτίριο εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Έγινε σκουπιδότοπος, στέκι αρουραίων και άλλων τρωκτικών, για να καταντήσει σ' αυτό το θλιβερό κουφάρι που αντικρίζουν σήμερα περίλυποι όσοι έζησαν τις δόξες του. Και κάτι για την ιστορία: Υπήρξε το μοναδικό ίσως ποτό παγκοσμίως που μπλέχτηκε στα… κομματικά, καθώς ταυτίστηκε με τον ιδιοκτήτη
του κ. Γαρουφαλιά και τις πολιτικές του δραστηριότητες…
πηγή