Γράφει ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ Β. ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ
Ο φίλος κ. Χαράλαμπος Λυγκούνης έδωσε μια ζωντανή εικόνα των ημερών της γερμανικής κατοχής ('Χ.Ν.' 17.5.12). Είμαι κατά δύο χρόνια μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Χαράλαμπο. Ως Χαλεπιανοί ζήσαμε μαζί τα πέτρινα χρόνια και γευτήκαμε τις ίδιες πίκρες, στερήσεις και τρομάρες. Ποτέ δεν ξεχνούμε το βρομόρυζο, που ως μάννα μάς έδιναν τα δελτία τροφίμων, ούτε και τις ουρές για να πάρουμε μια οκά πατάτες. Ξεκινούσαμε με τα πόδια για να πάμε στα περιβόλια των Τσικαλαριών, να πάρουμε, όταν βρίσκαμε, μια οκά μελιτζάνες. Δεν ξεχνούμε και τα πάκα χαρτονομίσματα που κάθε πέντε μέρες μας έδιναν για μισθό -τότε ήμουνα πρωτοδιορισμένος δάσκαλος- και την τελευταία μέρα του πενθημέρου δεν είχαν αξία. Τότε πραγματικά το χρήμα δεν είχε πατρίδα, γιατί κανείς δεν το ήθελε, το πετούσε. Δεν ξεχνούμε τις ηρωίδες μανάδες μας, που ξεκινούσαν πολύ πρωί με την τσάντα και ένα μαχαίρι, να πάνε στο βουνό του Προφήτη Ηλία ή του Αγίου Ματθαίου και να μαζέψουν χόρτα για το φαγητό της ημέρας. Δεν ξεχνούμε πως τρώγαμε χόρτα -ευτυχώς είχαμε λάδι- χωρίς ψωμί. Δεν είχαμε σαπούνι, δεν είχαμε οινόπνευμα για το καμινέτο, ούτε φωτιστικό πετρέλαιο για τη λάμπα. Ευτυχώς ο λύχνος της γιαγιάς μας φώτιζε πάλι. Δεν ξεχνούμε πως για να βράσουμε τα χόρτα κάναμε παρασιές, που έπαιρναν πριονίδι για καύσιμο ύλη. Δεν ξεχνούμε πως στεκόμαστε στην ουρά για να πάρουμε ένα ζαρζαβατικό, μέναμε αρκετή ώρα και περιμέναμε να έρθει η σειρά μας και λίγο πριν φθάσουμε μας έλεγαν «Δυστυχώς τέλειωσε» και φεύγαμε κατηφείς και κουρασμένοι από το στήσιμο στην ουρά. Δεν ξεχνούμε πως στον πονοκέφαλο δεν είχαμε μια ασπιρίνη και κάποτε χρειάστηκα μια ένεση και τράβηξα βάσανα για να μπορέσω να τη βρω. Δεν ξεχνούμε πως είχαμε μόνο δυο πουκάμισα, ένα και μοναδικό κουστούμι, ένα και μοναδικό ζευγάρι παπούτσια, δεν ξεχνούμε πως τρώγαμε ψωμί από χαρούπια και όταν είχαμε ένα κομμάτι πραγματικό ψωμί, τρώγαμε ψωμί με ψωμί -αντί ψωμί με τυρί- χαρουπόψωμο με λίγο πραγματικό ψωμί. Δεν ξεχνούμε πως μαγειρεύαμε ρόβι -που τρώνε μόνο τα βόδια- και προσπαθούσαμε με αλλεπάλληλα βρασίματα να το κάνομε βρώσιμο. Δεν ξεχνούσαμε πως βράζαμε τα ρεβίθια του δελτίου, γεμάτα με τα μαμούνια, τα οποία τρώγαμε ευχαρίστως, για να πάρουμε ζωικές πρωτεΐνες, που είχαν τα μαμούνια. Τρώγαμε λιμπίνους γιαχνί, κάστανα στιφάδο, χαρούπια αντί για σοκολάτα, χόρτα βραστά ? χόρτα τσιγαριαστά, για ποικιλία - αλλαγή με την αλλαγή της ημέρας δεν ξεχνούμε την ιεροτελεστία του μοιράσματος του ψωμιού, που κατά τύχη βρισκόταν και το μοίρασμά του στα μέλη της οικογένειας από τον πατέρα κατά έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αδικηθεί κανείς, δεν ξεχνούμε τις συναλλαγές «είδος» με είδος» -εγώ έπαιρνα μαθήματα αγγλικών και ο καθηγητής ζητούσε δέκα οκάδες λάδι τον μήνα, που ευχαρίστως έδινα, όπως έδινα και τέσσερα τσιγάρα στην εκκλησία για το κυριακάτικο κερί και τέσσερα τσιγάρα για να πάρω τον «Παρατηρητή», την εφημερίδα της.
Ο φίλος μου Χαράλαμπος παρουσίασε πολύ παραστατικά τις συνέπειες της απομόνωσής μας από το εξωτερικό. Πόσες μέρες μπορούμε να ζήσουμε χωρίς νερό -πώς θα δουλέψουν τα υδραγωγεία- χωρίς πετρέλαιο, χωρίς ηλεκτρισμό, χωρίς τρόφιμα, αλλά κυρίως χωρίς φάρμακα; Πώς θα δουλέψουν τα Νοσοκομεία, πώς θα κινηθούν τα εργοστάσια, πώς θα λειτουργήσουν τα σχολεία; Ειναι κρίμα να γυρίσουμε πάλι στα πέτρινα χρόνια της γερμανικής κατοχής, που εμείς οι μεγάλοι στην ηλικία ζήσαμε σε συνθήκες πραγματικά απίστευτες από τον σημερινό πολίτη που είχε τη χαρά να ζήσει ημέρες ευημερίας.
πηγή