Γράφει ο Ελευθέριος Σκιαδάς.
Στην Αθήνα από το Σάββατο του Λαζάρου άρχιζαν οι προετοιμασίες για τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα. Την παραμονή της εορτής κατέφθαναν γυναίκες από τα χωριά της Μεγαρίδας (Βίλλια, Κριεκούκι, Ελευσίνα κ.ά.) και τραγουδούσαν στα αρβανίτικα τα κάλαντα του Λαζάρου. Του Λαζάρου είναι «η πρώτη Ανάσταση», γι’ αυτό και οι Αθηναίες ζύμωναν τις γνωστές μακρουλές κουλούρες, τα Λαζαράκια, αλλά αντί για αυγά έβαζαν σε αυτές καρύδια και αντί για σουσάμι σταφίδες.
Την Κυριακή των Βαΐων στόλιζαν τις εκκλησίες με κλαδιά από βάγια, δάφνη ή μυρτιές και στο μεσημεριανό τραπέζι σέρβιραν πάντα ψάρι. Τα ψάρια ήταν, συνήθως, ακριβά αυτή την εποχή, επειδή στις θάλασσες επικρατούσε τρικυμία. Γι’ αυτό ακουγόταν συχνά το δίστιχο: Τις Τυρινές και των Βαγιώ / Μπαίνει ο διάβολος στο γιαλό.
Από τη Μεγάλη Δευτέρα και μετά οι Αθηναίοι νήστευαν αυστηρότερα από τις προηγούμενες ημέρες της Σαρακοστής. Στην ατμόσφαιρα επικρατούσε θλίψη και πένθος, ενώ δεν επιτρέπονταν τα τραγούδια και οι διασκεδάσεις. Η οικογένεια δεν έλειπε από την εκκλησία, για να παρακολουθήσει τα δραματικά γεγονότα του Πάθους. Τη Μεγάλη Τρίτη το βράδυ όλοι έσπευδαν να ακούσουν το τροπάριο της Κασσιανής, ενώ το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης συμμετείχαν στην ακολουθία του Ευχελαίου. Κατόπιν, δέχονταν από τον ιερέα τη σταυροειδή επάλειψη στο πρόσωπο με το αγιασμένο λάδι. Την ίδια μέρα συνήθιζαν οι Αθηναίες να φτιάχνουν τη νέα ζύμη, δηλαδή το προζύμι της χρονιάς. Πήγαινε η κλησσάρισα (:νεοκόρος) σε όλα τα σπίτια της ενορίας, μάζευε αλεύρι και το ζύμωνε χωρίς προζύμι. Όταν ο παπάς το σταύρωνε, ακουμπώντας το Τίμιο Ξύλο (:σταυρό) πάνω του, το ζυμάρι ανέβαινε (:φούσκωνε). Αυτό γινόταν το προζύμι που μοιραζόταν σε όλα τα σπίτια, για να ζυμώνουν το ψωμί τους
Την Κυριακή των Βαΐων στόλιζαν τις εκκλησίες με κλαδιά από βάγια, δάφνη ή μυρτιές και στο μεσημεριανό τραπέζι σέρβιραν πάντα ψάρι. Τα ψάρια ήταν, συνήθως, ακριβά αυτή την εποχή, επειδή στις θάλασσες επικρατούσε τρικυμία. Γι’ αυτό ακουγόταν συχνά το δίστιχο: Τις Τυρινές και των Βαγιώ / Μπαίνει ο διάβολος στο γιαλό.
Από τη Μεγάλη Δευτέρα και μετά οι Αθηναίοι νήστευαν αυστηρότερα από τις προηγούμενες ημέρες της Σαρακοστής. Στην ατμόσφαιρα επικρατούσε θλίψη και πένθος, ενώ δεν επιτρέπονταν τα τραγούδια και οι διασκεδάσεις. Η οικογένεια δεν έλειπε από την εκκλησία, για να παρακολουθήσει τα δραματικά γεγονότα του Πάθους. Τη Μεγάλη Τρίτη το βράδυ όλοι έσπευδαν να ακούσουν το τροπάριο της Κασσιανής, ενώ το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης συμμετείχαν στην ακολουθία του Ευχελαίου. Κατόπιν, δέχονταν από τον ιερέα τη σταυροειδή επάλειψη στο πρόσωπο με το αγιασμένο λάδι. Την ίδια μέρα συνήθιζαν οι Αθηναίες να φτιάχνουν τη νέα ζύμη, δηλαδή το προζύμι της χρονιάς. Πήγαινε η κλησσάρισα (:νεοκόρος) σε όλα τα σπίτια της ενορίας, μάζευε αλεύρι και το ζύμωνε χωρίς προζύμι. Όταν ο παπάς το σταύρωνε, ακουμπώντας το Τίμιο Ξύλο (:σταυρό) πάνω του, το ζυμάρι ανέβαινε (:φούσκωνε). Αυτό γινόταν το προζύμι που μοιραζόταν σε όλα τα σπίτια, για να ζυμώνουν το ψωμί τους
οι οικογένειες όλο το χρόνο.