Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα (1834-1862). Εκεί όπου η Αιόλου συναντιέται με τη Μητροπόλεως βρισκόταν εκείνα τα χρόνια η Πλατεία του Αγίου Παντελεήμονος.
Τα πρώτα οθωνικά χρόνια ήταν στις μεγάλες της δόξες και θεωρούνταν η επισημότερη πλατεία της πόλης. Μάλιστα στο κέντρο της είχαν φτιάξει ένα μαρμάρινο σιντριβάνι που, ανεξάρτητα αν δεν βράχηκε ποτέ ελλείψει νερού, έδωσε ένα δεύτερο όνομα στην πλατεία: «Πλατεία Σιντριβανίου». Οι γεροντότεροι την αποκαλούσαν «Το επάνω σιντριβάνι».
Μετά το σιντριβάνι, το επόμενο αξιοθέατο ήταν η μεγάλη στρατώνα του πεζικού. Και τι αξιοθέατο!Κάθε μέρα ξεκινούσε από εδώ η μουσική μπάντα που οδηγούσε το απόσπασμα αλλαγής φρουράς στα Ανάκτορα. Το τρίτο αξιοθέατο ήταν το «Καφενείο των Αγωνιστών». Μη φανταστείτε καμιά αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα, ούτε ήταν και το μοναδικό της πλατείας. Ανάμεσα όμως στα άλλα λαϊκά καφενεδάκια ξεχώριζε λόγω... θαμώνων. Όπως λέει και το όνομά του, στο στέκι αυτό σύχναζαν οι επιζώντες, τελευταίοι γηραιοί αγωνιστές του Απελευθερωτικού Αγώνα.
Εδώ η τρέχουσα πολιτική περνούσε σε δεύτερη μοίρα. Οι αναμνήσεις, οι διηγήσεις για τα κατορθώματα του παρελθόντος αλλά και τα οράματα της Μεγάλης Ιδέας ήταν στην πρώτη γραμμή. Ο Μπάμπης Άννινος, στο βιβλίο του «Αι Αθήναι κατά το 1850», μας δίνει μια ωραία εικόνα για τους άντρες με τη χιονάτη φουστανέλα και την αργυροκέντητη φέρμελη:
«Οι επισημότεροι εξ αυτών παρηκολουθούντο υπό των ψυχογυιών των, οίτινες προς τοις άλλοις είχον και τη φροντίδα να διατηρούν, ως άλλαι Εστιάδες, το πυρ των τσιμπουκίων και των ναργιλέδων των αρχηγών των. Άλλως τε ο ναργιλές, η ανάγνωσις των εφημερίδων και η πολιτική συζήτησις ήτο η μόνη ενασχόλησις των θαμώνων του καφενείου εκείνου, ενθυμούμαι δε ότι το πάτωμα ήτο κατάστικτον, μαύρον σχεδόν, εκ των καυμάτων των προξενουμένων εις τας σανίδας υπό των αδιακόπως εκ των λουλάδων καταπιπτόντων ανθράκων. Οι αφελείς εκείνοι πρεσβύται επολιτικολόγουν και διηγούντο τας εκ του Αγώνος αναμνήσεις των».
Αν τώρα ήσουν τυχερός, μπορούσες να ακούσεις να τραγουδιέται από τους φουστανελοφόρους και τους βρακοφόρους με στεντόρεια φωνή και υπερήφανη στάση του σώματος, το παραδοσιακό άσμα:
«Ω, λυγερό και κοπτερό σπαθί μου
Και συ ντουφέκι φλογερό πουλί μου
Εσείς τον Τούρκο σφάξατε….»
Μετά το σιντριβάνι, το επόμενο αξιοθέατο ήταν η μεγάλη στρατώνα του πεζικού. Και τι αξιοθέατο!Κάθε μέρα ξεκινούσε από εδώ η μουσική μπάντα που οδηγούσε το απόσπασμα αλλαγής φρουράς στα Ανάκτορα. Το τρίτο αξιοθέατο ήταν το «Καφενείο των Αγωνιστών». Μη φανταστείτε καμιά αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα, ούτε ήταν και το μοναδικό της πλατείας. Ανάμεσα όμως στα άλλα λαϊκά καφενεδάκια ξεχώριζε λόγω... θαμώνων. Όπως λέει και το όνομά του, στο στέκι αυτό σύχναζαν οι επιζώντες, τελευταίοι γηραιοί αγωνιστές του Απελευθερωτικού Αγώνα.
Εδώ η τρέχουσα πολιτική περνούσε σε δεύτερη μοίρα. Οι αναμνήσεις, οι διηγήσεις για τα κατορθώματα του παρελθόντος αλλά και τα οράματα της Μεγάλης Ιδέας ήταν στην πρώτη γραμμή. Ο Μπάμπης Άννινος, στο βιβλίο του «Αι Αθήναι κατά το 1850», μας δίνει μια ωραία εικόνα για τους άντρες με τη χιονάτη φουστανέλα και την αργυροκέντητη φέρμελη:
«Οι επισημότεροι εξ αυτών παρηκολουθούντο υπό των ψυχογυιών των, οίτινες προς τοις άλλοις είχον και τη φροντίδα να διατηρούν, ως άλλαι Εστιάδες, το πυρ των τσιμπουκίων και των ναργιλέδων των αρχηγών των. Άλλως τε ο ναργιλές, η ανάγνωσις των εφημερίδων και η πολιτική συζήτησις ήτο η μόνη ενασχόλησις των θαμώνων του καφενείου εκείνου, ενθυμούμαι δε ότι το πάτωμα ήτο κατάστικτον, μαύρον σχεδόν, εκ των καυμάτων των προξενουμένων εις τας σανίδας υπό των αδιακόπως εκ των λουλάδων καταπιπτόντων ανθράκων. Οι αφελείς εκείνοι πρεσβύται επολιτικολόγουν και διηγούντο τας εκ του Αγώνος αναμνήσεις των».
Αν τώρα ήσουν τυχερός, μπορούσες να ακούσεις να τραγουδιέται από τους φουστανελοφόρους και τους βρακοφόρους με στεντόρεια φωνή και υπερήφανη στάση του σώματος, το παραδοσιακό άσμα:
«Ω, λυγερό και κοπτερό σπαθί μου
Και συ ντουφέκι φλογερό πουλί μου
Εσείς τον Τούρκο σφάξατε….»
Σίγουρα, όμως, θα έβλεπες πώς παιζόταν ένα ιδιαίτερο παιχνίδι πρέφας: «η πρέφα των Αγωνιστών»!
Το «Καφενείο των Αγωνιστών» δεν ήταν το μοναδικό όπου συγκεντρώνονταν οι φουστανελοφόροι του Απελευθερωτικού Αγώνα. Τα καφενεία του Ψυρρή ήταν γεμάτα.
Το «Καφενείο των Αγωνιστών» δεν ήταν το μοναδικό όπου συγκεντρώνονταν οι φουστανελοφόροι του Απελευθερωτικού Αγώνα. Τα καφενεία του Ψυρρή ήταν γεμάτα.
Ο Βλαδίμηρος Νταβίντοφ, που επισκέφθηκε την Αθήνα το 1835, γράφει για την Πλατεία Ανωνύμων:
«Παρά το καφενείο δύναται τις ν’ απαντήση προς την εσπέραν Έλληνας φορούντας πλουσίας εθνικάς στολάς, οίτινες κατά το φαινόμενον μένοντες αργοί, κάθηνται καπνίζοντες και συνομηλούντες βεβαίως περί των χρόνων εκείνων ότε τα ξίφη αυτών δεν εσκωρίαζον εν ταις θήκαις και ο ταραχώδης βίος ήτο ωφέλιμος εις την πατρώαν αυτών γην...»
Προτού αφήσουμε την πλατεία, να πούμε ότι δεν άργησε να αποκτήσει και τρίτο όνομα. Αυτό που τελικά υπερίσχυσε: «Πλατεία Δημοπρατηρίου». Φτιάχτηκε μάλιστα και ειδική σκιάδα, για να στεγάσει τους συμβολαιογράφους και τους κλητήρες που καταγίνονταν καθημερινά με κάθε είδους δημοπρασίες.
Όπως μπορείς και εσύ να διαπιστώσεις, αγαπητέ νοσταλγέ, όποιον και να ρωτήσεις σήμερα πού είναι η Πλατεία Δημοπρατηρίου, θα σε κοιτάξει περίεργα. Ρώτα λοιπόν καλύτερα πού είναι τα σουβλάκια του Θανάση για να μην ταλαιπωρείσαι!
«Παρά το καφενείο δύναται τις ν’ απαντήση προς την εσπέραν Έλληνας φορούντας πλουσίας εθνικάς στολάς, οίτινες κατά το φαινόμενον μένοντες αργοί, κάθηνται καπνίζοντες και συνομηλούντες βεβαίως περί των χρόνων εκείνων ότε τα ξίφη αυτών δεν εσκωρίαζον εν ταις θήκαις και ο ταραχώδης βίος ήτο ωφέλιμος εις την πατρώαν αυτών γην...»
Προτού αφήσουμε την πλατεία, να πούμε ότι δεν άργησε να αποκτήσει και τρίτο όνομα. Αυτό που τελικά υπερίσχυσε: «Πλατεία Δημοπρατηρίου». Φτιάχτηκε μάλιστα και ειδική σκιάδα, για να στεγάσει τους συμβολαιογράφους και τους κλητήρες που καταγίνονταν καθημερινά με κάθε είδους δημοπρασίες.
Όπως μπορείς και εσύ να διαπιστώσεις, αγαπητέ νοσταλγέ, όποιον και να ρωτήσεις σήμερα πού είναι η Πλατεία Δημοπρατηρίου, θα σε κοιτάξει περίεργα. Ρώτα λοιπόν καλύτερα πού είναι τα σουβλάκια του Θανάση για να μην ταλαιπωρείσαι!