του Ελευθερίου Γ. Σκιαδά
Συμπληρώνονται εφέτος τριάντα χρόνια από την αποποινικοποίηση της μοιχείας, ενός θεσμού που θεωρήθηκε αναχρονιστικός και καταργήθηκε –με χαρές και πανηγύρια– το 1982. Από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους η διάπραξη μοιχείας χαρακτηριζόταν πλημμέλημα. Ωστόσο, ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα, κανείς δεν νοιαζόταν για τον τρόπο που αντιμετώπιζε το θέμα η δικαιοσύνη. Ο σύζυγος, ο αδελφός, ο εξάδελφος ή ακόμη και ο πατέρας αναλάμβαναν να ξεπλύνουν την ντροπή της άτιμης που θα τολμούσε να απατήσει τον σύζυγό της. Ήταν το αγαπημένο θέμα των αστυνομικών δελτίων και του Τύπου.
Με τη χαραυγή του εικοστού αιώνα άρχισαν τα πρώτα μηνύματα να φθάνουν και στη χώρα μας από την Ευρώπη. Στη δεκαετία του 1930 είχε εκδοθεί μέχρι και «ΟΔΗΓΟΣ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΑΤΩΜΕΝΟΥΣ ΣΥΖΥΓΟΥΣ», γραμμένος από Γάλλο παθόντα! Ένας οδηγός που καλούσε τους άνδρες αντί να χρησιμοποιούν τη βία και τα περίστροφα για να ξεπλύνουν την τιμή τους, να απευθύνονται στη δικαιοσύνη για να τιμωρούν τις άπιστες.
Τη δεκαετία του 1950 η μοιχεία παρέμενε πλημμέλημα, αλλά οι δράστες έπρεπε να συλληφθούν επ’ αυτοφώρω για να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία. Ανεπανάληπτες σκηνές σύλληψης ζευγαριών γυμνών και τυλιγμένων με σεντόνια δημοσιεύονταν στις εφημερίδες, έγιναν κινηματογραφική ταινία και τραγουδήθηκαν αναλόγως.
Ως προς τις επίσημες στατιστικές τα πρωτεία στις υποθέσεις μοιχείας διατηρούσε η Αθήνα και ακολουθούσε η Θεσσαλονίκη. Στις περισσότερες η υπαιτιότητα αποδιδόταν στη γυναίκα, γεγονός που αποκαλύπτει αφενός την παθογένεια του συστήματος και αφετέρου την αδικία που υφίσταντο οι γυναίκες. Το 1936 καταγράφονταν 351 καταδίκες για μοιχεία, εκ των οποίων 184 ήταν οι καταδικασθείσες γυναίκες και 167 οι άνδρες! Το ίδιο σχεδόν ποσοστό καταγραφόταν στις επίσημες στατιστικές και πριν από πενήντα χρόνια (1962). Περασμένα ξεχασμένα.
Με τη χαραυγή του εικοστού αιώνα άρχισαν τα πρώτα μηνύματα να φθάνουν και στη χώρα μας από την Ευρώπη. Στη δεκαετία του 1930 είχε εκδοθεί μέχρι και «ΟΔΗΓΟΣ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΑΤΩΜΕΝΟΥΣ ΣΥΖΥΓΟΥΣ», γραμμένος από Γάλλο παθόντα! Ένας οδηγός που καλούσε τους άνδρες αντί να χρησιμοποιούν τη βία και τα περίστροφα για να ξεπλύνουν την τιμή τους, να απευθύνονται στη δικαιοσύνη για να τιμωρούν τις άπιστες.
Τη δεκαετία του 1950 η μοιχεία παρέμενε πλημμέλημα, αλλά οι δράστες έπρεπε να συλληφθούν επ’ αυτοφώρω για να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία. Ανεπανάληπτες σκηνές σύλληψης ζευγαριών γυμνών και τυλιγμένων με σεντόνια δημοσιεύονταν στις εφημερίδες, έγιναν κινηματογραφική ταινία και τραγουδήθηκαν αναλόγως.
Ως προς τις επίσημες στατιστικές τα πρωτεία στις υποθέσεις μοιχείας διατηρούσε η Αθήνα και ακολουθούσε η Θεσσαλονίκη. Στις περισσότερες η υπαιτιότητα αποδιδόταν στη γυναίκα, γεγονός που αποκαλύπτει αφενός την παθογένεια του συστήματος και αφετέρου την αδικία που υφίσταντο οι γυναίκες. Το 1936 καταγράφονταν 351 καταδίκες για μοιχεία, εκ των οποίων 184 ήταν οι καταδικασθείσες γυναίκες και 167 οι άνδρες! Το ίδιο σχεδόν ποσοστό καταγραφόταν στις επίσημες στατιστικές και πριν από πενήντα χρόνια (1962). Περασμένα ξεχασμένα.