γράφει ο Δημήτρης Σταθακόπουλος. Δρας κοινωνιολογίας της ιστορίας και πολιτισμού (οθωμανικής περιόδου) Παντείου Πανεπιστημίου, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω –Μουσικολόγου.
(Διαβάστε όλη την αρθρογραφία και τις επιστημονικές μελέτες του Δημήτρη Σταθακόπουλου στο 24grammata.com κλικ εδώ)
Στα φοιτητικά χρόνια πολλοί από εμάς που μας άρεσε το ρεμπέτικο, η κοινωνιολογία του καθημερινού βίου των ανθρώπων και η ιστορία, διαβάζαμε μανιωδώς τα βιβλία και τα άρθρα του Ηλία Πετρόπουλου, του Παναγ. Κουνάδη και άλλων ρεμπετολογούντων.
Μεγάλη αναφορά γινόταν στους Κουτσαβάκηδες της συνοικίας του Ψυρρή ( ενίοτε και Ψειρή ή Ψυρή ) στην παλιά Αθήνα, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Για το ποίοι ήταν οι Κουτσαβάκηδες και τις συνήθειές τους έχουν γραφτεί πολλά και αναπαραχθεί -πλέον- στο διαδίκτυο ακόμα περισσότερα, οπότε δεν θα τα αναπαράγω και στο παρόν.
Κατ’ άλλους το όνομά τους προέρχεται από το « κουτσά + βαίνω », λόγω του ιδιαίτερου γυρτού λικνιστού βαδίσματός τους που έμοιαζε σαν να κουτσαίνουν – όνομα που προφανώς τους έδωσε κάποιος Λόγιος που τους παρατηρούσε -, ενώ κατ’ άλλους το όνομά τους προέρχεται από το Δημήτριο ( Μήτσο ) Κουτσαβάκη, υπαξιωματικό του Οθωνικού στρατού , ο οποίος ήταν «παλληκαράς» και ευέξαπτος.
Στο παρόν θα σταθώ στην ιδιαιτερότητα του βαδίσματός τους και θα πιθανολογήσω την προέλευσή του, που μάλλον ανάγεται σε παλαιές εποχές – τουλάχιστον των αγωνιστών του 1821 -, ή σε ακόμα παλαιότερες , της εποχής του γενιτσαρισμού.
Πλέον των άλλων γνωστών καταγεγραμμένων ενδυματολογικών συνηθειών , είχαν πλούσια μαλλιά, αλειμμένα με λίπος ( ένα είδος πρώιμης μπριγιαντίνης ) που η φράντζα και οι αφέλειες, τους έκρυβαν σχεδόν τα μάτια. Μεγάλο και πλούσιο μουστάκι γυριστό/ τσιγκελωτό, ενώ τα παπούτσια τους ήταν δερμάτινα «τριζάτα», στιβάλια με ψηλό τακούνι, τόσο ούτως ώστε από κάτω να περνάει ένα «ποντίκι» ( !! ) όπως αναφέρει ο Ηλ. Πετρόπουλος . Στις άκρες τους ήταν μυτερά και ελαφρώς γυριστά προς τα πάνω μοιάζοντας με τα παλιά τσαρούχια ( χωρίς φούντα ), – αν και ήταν μποτίνια με λάστιχο και όχι με κορδόνια – . Την ώρα της σχόλης και του καφέ, ή του ποτού, συνήθως καθόντουσαν με το ένα πόδι πάνω στο άλλο και έβγαζαν το παπούτσι (pabuç στα τούρκικα) του ανεβασμένου ποδιού έχοντας το «πέλμα ανυπόδητον» !!! (μια συνήθεια που παραπέμπει στους γενίτσαρους βλ. σχετική γκραβούρα )
Στα φοιτητικά χρόνια πολλοί από εμάς που μας άρεσε το ρεμπέτικο, η κοινωνιολογία του καθημερινού βίου των ανθρώπων και η ιστορία, διαβάζαμε μανιωδώς τα βιβλία και τα άρθρα του Ηλία Πετρόπουλου, του Παναγ. Κουνάδη και άλλων ρεμπετολογούντων.
Μεγάλη αναφορά γινόταν στους Κουτσαβάκηδες της συνοικίας του Ψυρρή ( ενίοτε και Ψειρή ή Ψυρή ) στην παλιά Αθήνα, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Για το ποίοι ήταν οι Κουτσαβάκηδες και τις συνήθειές τους έχουν γραφτεί πολλά και αναπαραχθεί -πλέον- στο διαδίκτυο ακόμα περισσότερα, οπότε δεν θα τα αναπαράγω και στο παρόν.
Κατ’ άλλους το όνομά τους προέρχεται από το « κουτσά + βαίνω », λόγω του ιδιαίτερου γυρτού λικνιστού βαδίσματός τους που έμοιαζε σαν να κουτσαίνουν – όνομα που προφανώς τους έδωσε κάποιος Λόγιος που τους παρατηρούσε -, ενώ κατ’ άλλους το όνομά τους προέρχεται από το Δημήτριο ( Μήτσο ) Κουτσαβάκη, υπαξιωματικό του Οθωνικού στρατού , ο οποίος ήταν «παλληκαράς» και ευέξαπτος.
Στο παρόν θα σταθώ στην ιδιαιτερότητα του βαδίσματός τους και θα πιθανολογήσω την προέλευσή του, που μάλλον ανάγεται σε παλαιές εποχές – τουλάχιστον των αγωνιστών του 1821 -, ή σε ακόμα παλαιότερες , της εποχής του γενιτσαρισμού.
Πλέον των άλλων γνωστών καταγεγραμμένων ενδυματολογικών συνηθειών , είχαν πλούσια μαλλιά, αλειμμένα με λίπος ( ένα είδος πρώιμης μπριγιαντίνης ) που η φράντζα και οι αφέλειες, τους έκρυβαν σχεδόν τα μάτια. Μεγάλο και πλούσιο μουστάκι γυριστό/ τσιγκελωτό, ενώ τα παπούτσια τους ήταν δερμάτινα «τριζάτα», στιβάλια με ψηλό τακούνι, τόσο ούτως ώστε από κάτω να περνάει ένα «ποντίκι» ( !! ) όπως αναφέρει ο Ηλ. Πετρόπουλος . Στις άκρες τους ήταν μυτερά και ελαφρώς γυριστά προς τα πάνω μοιάζοντας με τα παλιά τσαρούχια ( χωρίς φούντα ), – αν και ήταν μποτίνια με λάστιχο και όχι με κορδόνια – . Την ώρα της σχόλης και του καφέ, ή του ποτού, συνήθως καθόντουσαν με το ένα πόδι πάνω στο άλλο και έβγαζαν το παπούτσι (pabuç στα τούρκικα) του ανεβασμένου ποδιού έχοντας το «πέλμα ανυπόδητον» !!! (μια συνήθεια που παραπέμπει στους γενίτσαρους βλ. σχετική γκραβούρα )
Ας δούμε τώρα το λικνιστό γυρτό βάδισμά τους που έδινε την εντύπωση του «κουτσού» και να πιθανολογήσουμε την καταγωγή της συνήθειας αυτής , καθώς και όλης της εμφάνισής τους με τα πλούσια μαλλιά και το μουστάκι.
Όπως αναφέρει ο Ιωάννης Φιλήμων ( Γραμματέας του επιτελείου του Δημ. Υψηλάντη ) στο έργο του : Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής Επαναστάσεως, T.3ος, Αθήνα 1860 σελ. λε’ :
Όπως αναφέρει ο Ιωάννης Φιλήμων ( Γραμματέας του επιτελείου του Δημ. Υψηλάντη ) στο έργο του : Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής Επαναστάσεως, T.3ος, Αθήνα 1860 σελ. λε’ :
Δηλαδή: Την εποχή του αγώνα του ’21, στους αγωνιστές άρεσε (ηγαπάτο), η παχειά και μακριά κόμη (μαλλιά), ενώ όποιος είχε τέτοια εμφάνιση θεωρείτο «ανδριστής» δηλ. «πολύ άντρας» . Οσοι δε ήθελαν να επιδείξουν την ανδρεία τους αυτή (επιδεικνύμενοι επί ανδρεία ) λίκνιζαν γυρτά τη μέση τους και το αριστερό τους χέρι την ώρα που βάδιζαν (παρασείειν είθιζον την οσφύν και την αριστεράν χείρα βαδίζοντες ).
Επομένως το βάδισμα των Κουτσαβάκηδων , πιθανολογείται σφόδρα ν’ ανάγεται στο ανδροπρεπές βάδισμα των αγωνιστών του ’21 , που γενεαλογικά ήταν παππούδες ή πατεράδες τους, ενώ δεν θεωρώ καθόλου τυχαία την εμμονή των Κουτσαβάκηδων να συχνάζουν στην Πλατεία Ηρώων ( του ’21 ) στου Ψυρρή, μιάς και ήταν σημείο αναφοράς στους «ανδριστές» παππούδες και πατεράδες τους στους οποίους ήθελαν να μοιάζουν , τουλάχιστον στην φαινομενική ανδροπρέπεια (σημ.: Η ανδροπρέπεια του ευθυτενή βαυαρικού τύπου ευγενή αξιωματικού που υιοθέτησαν και έλληνες αξιωματικοί , που συνίστατο στο ατσαλάκωτο, στην πρόσκληση/ πρόκληση με το γάντι για μονομαχία , δεν υπήρχε στην παράδοση των αγωνιστών του ’21 , ούτε των μετέπειτα Κουτσαβάκηδων ).
Ενας Λόγιος σαν τον Ιωάννη Φιλήμωνα, ή κάποιος άλλος σύγχρονός του, βλέποντας αυτή τη συνήθεια , – και σύμφωνα με την παραπάνω περιγραφή -, είναι πιθανόν το: « παρασείειν είθιζον την οσφύν και την αριστεράν χείρα βαδίζοντες» να το είπε κάποια στιγμή πιο σύντομα ως « κουτσά +βαίνοντες» και έτσι να προέκυψε ο όρος Κουτσαβάκης.
Αν ισχύουν τα παραπάνω, πιθανόν ο Δημήτριος (Μήτσος) Κουτσαβάκης, έλαβε το επώνυμό του ως παρατσούκλι λόγω του «κουτσού βαδίσματος» που έκανε , ως «επιδεικνυόμενος επί ανδρεία» , παρά να πήραν οι Κουτσαβάκηδες το όνομά τους από από αυτόν.
Σε κάθε περίπτωση η ιστορία της Κουτσαβακικής συμπεριφοράς , απ’ ότι φαίνεται πάει πολύ πιο πίσω από τους Κουτσαβάκηδες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και είναι ένα ωραίο ιστορικο-λαογραφικό πεδίο έρευνας.
Επομένως το βάδισμα των Κουτσαβάκηδων , πιθανολογείται σφόδρα ν’ ανάγεται στο ανδροπρεπές βάδισμα των αγωνιστών του ’21 , που γενεαλογικά ήταν παππούδες ή πατεράδες τους, ενώ δεν θεωρώ καθόλου τυχαία την εμμονή των Κουτσαβάκηδων να συχνάζουν στην Πλατεία Ηρώων ( του ’21 ) στου Ψυρρή, μιάς και ήταν σημείο αναφοράς στους «ανδριστές» παππούδες και πατεράδες τους στους οποίους ήθελαν να μοιάζουν , τουλάχιστον στην φαινομενική ανδροπρέπεια (σημ.: Η ανδροπρέπεια του ευθυτενή βαυαρικού τύπου ευγενή αξιωματικού που υιοθέτησαν και έλληνες αξιωματικοί , που συνίστατο στο ατσαλάκωτο, στην πρόσκληση/ πρόκληση με το γάντι για μονομαχία , δεν υπήρχε στην παράδοση των αγωνιστών του ’21 , ούτε των μετέπειτα Κουτσαβάκηδων ).
Ενας Λόγιος σαν τον Ιωάννη Φιλήμωνα, ή κάποιος άλλος σύγχρονός του, βλέποντας αυτή τη συνήθεια , – και σύμφωνα με την παραπάνω περιγραφή -, είναι πιθανόν το: « παρασείειν είθιζον την οσφύν και την αριστεράν χείρα βαδίζοντες» να το είπε κάποια στιγμή πιο σύντομα ως « κουτσά +βαίνοντες» και έτσι να προέκυψε ο όρος Κουτσαβάκης.
Αν ισχύουν τα παραπάνω, πιθανόν ο Δημήτριος (Μήτσος) Κουτσαβάκης, έλαβε το επώνυμό του ως παρατσούκλι λόγω του «κουτσού βαδίσματος» που έκανε , ως «επιδεικνυόμενος επί ανδρεία» , παρά να πήραν οι Κουτσαβάκηδες το όνομά τους από από αυτόν.
Σε κάθε περίπτωση η ιστορία της Κουτσαβακικής συμπεριφοράς , απ’ ότι φαίνεται πάει πολύ πιο πίσω από τους Κουτσαβάκηδες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και είναι ένα ωραίο ιστορικο-λαογραφικό πεδίο έρευνας.
στη φωτογραφία: Γυμνόπους γενίτσαρος παίζει ταμπουρά/ bağlama. Συνήθεια που απαντάται και στους Κουτσαβάκηδες