Από την εποχή που ο Αλέξης Μπίστικας τη φωτογράφισε στις ταράτσες της Σκουφά για το «Κοντροσόλ στο Χάος» ως σήμερα, η Μαρία Μήτσορα αποτυπώνει το μποέμικο Κολωνάκι στα βιβλία της υπό ένα πλάγιο φως. Το ίχνος αυτού του βλέμματος υπάρχει και στο κείμενο που γράφει εδώ, ειδικά για τη LifO.
Στα πρώτα βιβλία της Μήτσορα η πόλη της Αθήνας ιδρώνει με έναν πρωτοφανή ως τότε τρόπο. 252 Το δικαίωμα στην πόλη είναι απαραίτητη συνθήκη ενός ουμανισμού και μιας ανανεωμένης δημοκρατίας. (Henri Lefebvre, Espace et Politique) Οι πολεοδομίες του 20ού αιώνα (και του 21ου αιώνα) θα πρέπει να κατασκευάζουν περιπέτειες. (Χωροταξία, Internationale Situationiste) Υπάρχει ακόμα επιλογή ανάμεσα στη νεκρόπολη και στην ουτοπία. (Lewis Mumford, City in History) Λένε πως η πόλις των Αθηνών θα εξαφανιστεί διογκούμενη, από την Ελευσίνα μέχρι το Μαραθώνα και το Λαύριο. Λένε πως ίσως όλος ο πλανήτης να γίνει μια ενιαία πόλη, που θα καταπιεί τους κατασκευαστές της, σε δέκατα τρίτα υπόγεια και σε δέκατους έβδομους ουρανούς. Μερικοί όμως επιμένουν ότι κατηφορίζοντας από τη Δεινοκράτους όσο ανθίζουν ακόμα οι νεραντζιές, αφού διασχίσεις τη χαριτωμένη πλατεία της Δεξαμενής, αφήνοντας στα δεξιά σου το κυκλαδίτικο σπίτι της Φωκυλίδου, πάντα δυο τετράγωνα θα σε χωρίζουν από την πλατεία Φιλικής Εταιρείας, γνωστής κυρίως ως πλατεία Κολωνακίου. Και αυτοί οι τελευταίοι ισχυρίζονται πως ο θρήνος γι'αυτές που κόψανε στην Κανάρη θα ακούγεται στον αιώνα των αιώνων. Άλλοι πάλι γκρινιάζουν: Στην πλατεία με την ανασκευή καταστράφηκε η ισομερής κοινωνικότητα του κύκλου. Το σιντριβάνι το απήγαγαν. Τα χρυσόψαρα μήπως τα τηγάνισαν; Θυμάμαι κάποιον που διέδιδε πως τα είχανε φέρει από την Κωνσταντινούπολη. Συμφωνώ κι εγώ, τα σκόρπια παγκάκια, φυτεμένα στο μπετόν, έτσι όπως κοιτάζουν διάφορες κατευθύνσεις, επηρεάζουν τα συναισθήματα των λιγοστών που κάθονται ώστε να ατενίζουν ο καθένας ένα απομονωμένο, διόλου ομόκεντρο μέλλον. Καθώς διασχίζω σήμερα, πάντα βιαστική, την πλατεία, ένα αόρατο σκυλί είναι έτοιμο να με πάρει στο κατόπι. Το γνωρίζω και με γνωρίζει. Ακούει στο όνομα νοσταλγία. Και για να γλυτώσω ούτε νοιάζομαι να ρίξω μια ματιά, να δω αν υπάρχει ακόμα εκείνο το Κολωνάκι, που σημάδευε τον τάφο ενός βοδιού και την απόσταση βολής με κανόνι από την Ακρόπολη. Από αυτό είχε πάρει πάντως η πλατεία το όνομά της. Αυτή η πλατεία που τώρα βλέπω γεμάτη βιτρίνες και αντανακλάσεις από άλλες βιτρίνες και καφετέριες ίδιες με εκείνες που έχουν γεμίσει όλο το Λεκανοπέδιο. Τόσο αγνώριστα είναι όλα που για μια στιγμή νιώθω να με προσπερνούν οι λέξεις, καθώς εικόνες παλιές συντρίβονται στα πόδια μου... Και ξαφνικά μου φαίνεται πως όταν ήμουν 18 χρονών την είχα παντρευτεί αυτή την πλατεία με παπά και με κουμπάρο. Εδώ είχα γνωρίσει τον Paul Francois. Στο Βυζάντιο ήρθαμε κατευθείαν από την εκκλησία ντυμένοι εγώ νύφη και αυτός γαμπρός. Και ξημερωθήκαμε κερνώντας καφέδες αφού είχαμε ορκιστεί να μην αγγίξουμε ο ένας τον άλλον, εκείνη τη νύχτα τη μοιραία για τόσους άλλους, ενώ εμείς διαθέταμε και τις προηγούμενες και τις επόμενες... όταν μετά ενάμιση χρόνο χωρίσαμε... πολύ φιλικά, είχα κερδίσει το δικαίωμα των ελεύθερων νυχτερινών εξόδων. Τότε έμενα στην Καρνεάδου. Τη σημερινή Harley Street. Το δρόμο των γιατρών. Και ήμαστε μια μεγάλη παρέα. Μια παρέα ροκ, όπως θα έλεγαν για μας αργότερα. Συναντιόμαστε την ημέρα στου Μπόκολα, στο παλιό Ελληνικό και στη Λυκόβρυση. Και αργά τη νύχτα στο Βυζάντιο ή στα Νούφαρα. Συχνά στην αρχή ήμουν η μόνη γυναίκα στο τραπέζι με τους Γιώργο Μακρή, Δημήτρη Πουλικάκο, Παναγιώτη Κουτρουμπούση, Τάσο Δενέγρη, Αλέξη Ακριθάκη, Τάσο Φαληρέα και άλλους πολλούς που έφευγαν ή που έφταναν με μια βαλίτσα ή ένα σάκο στον ώμο. Γύρω υπήρχαν και άλλες παρέες, όπως αυτή των σκηνοθετών, που έμοιαζαν όλοι με μορφές από τα εικονίσματα. Παραδίπλα οι ζωγράφοι, ενώ γυναίκες όμορφες ανεβοκατέβαιναν την πασαρέλα, τότε που ομορφιά σήμαινε να έχεις κάτι πολύ ξεχωριστό, και όχι να είσαι μια ευτυχισμένη εκδοχή του μέσου όρου. Θυμάμαι ακόμα και γιαουρτώματα ανάμεσα στους σκληροπυρηνικούς, αλλά πιο πολύ εκείνον το συνδυασμό από κομψότητα και ζωντάνια και τη φαντασία να έχει το πάνω χέρι. Μπιτνίκια ανηφόριζαν από την Πλάκα. Ξανθές κοπέλες από το Βορρά έφταναν για να δουλέψουν ως φωτομοντέλα. Όπως η Σουηδέζα Εύα, πάντα ντουέτο με τη φίλη της την Judy και φωτογράφο τον Maurice Engels, απόγονο του Engels. Υπήρχαν και αυτοκτονίες, εκείνες που ο Durkheim ονομάζει ανομικές, που εμφανίζονται με την έξαρση και τον κοινωνικό αναβρασμό. Και τρέλα υπήρχε φυσικά. Το κύριο όμως χαρακτηριστικό της παλιάς πλατείας ήταν το ποσοστό των ανθρώπων που ήδη ήσαν ή που θα γίνονταν γνωστοί. Παρ'όλα αυτά εγώ τα γέλια συγκρατώ και την απουσία αμαρκούρας - όπως μου αρέσει να ονομάζω αυτήν τη μαυρίλα που μας έχει κάτσει με το τέλος της χιλιετίας και του πλανήτη.
Πηγή: www.lifo.gr