Όταν μιλούμε για «παλιό ελληνικό κινηματογράφο», έχουμε μάθει να μην μας φαίνεται παράξενο το ότι η αρχαιότερη ελληνική ταινία που ανήκει στην όποια συλλογική «μας» μνήμη είναι Οι Γερμανοί ξανάρχονται του Σακελλάριου, γυρισμένη μόλις το 1948. Πόσοι θυμούνται ότι αυτό το αρχετυπικό όνειρο-κείμενο του συλλογικού φόβου, του «κάτσε στ’ αυγά σου, γιατί…» που έχει στοιχειώσει τη νεοελληνική κοινωνία, ήταν κι αυτή μια χαμένη ταινία, για τρεις σχεδόν δεκαετίες; Ο γράφων, που την είδε νήπιο σε μια πατρινή αίθουσα που δεν υπάρχει πια (κοντά στο πτώμα της βρίσκονται σήμερα τα τοπικά γραφεία της Χρυσής Αυγής), αγνοούσε βέβαια τότε ότι η αιτία της πανηγυρικής επανέκδοσής της υπήρξε η ανακάλυψη μιας διασωθείσας κόπιας. Αν όμως η ταινία αυτή φαντάζει καταθλιπτικά διαχρονική (σε όσους ξεχνούν ότι η περιγραφόμενη εκεί δυστοπία ως τίμημα του αλληλοσπαραγμού βιώνεται σήμερα μάλλον ως τίμημα μιας παρατεταμένης συναίνεσης), μια άλλη κωμωδία που έχει συνδεθεί με τον ίδιο πρωταγωνιστή ανακαλείται συχνότερα στον τρέχοντα δημόσιο λόγο.
Η Μαντάμ Σουσού του Ψαθά, ηρωίδα που ξεπερνά τις συνήθεις σχηματοποιήσεις του δημιουργού της με το να προσωποποιεί μια κοινωνικά κρίσιμη αντίφαση (την αληθινά επίκαιρη ψευδαίσθηση μεγαλείου που βαυκαλίζεται ότι παρακάμπτει το ταξικό χάσμα), δεν γράφτηκε βέβαια για τον κινηματογράφο — ούτε καν, πρωτογενώς, για το θέατρο. Και η μεταφορά της στην οθόνη το 1948 από τον Τάκη Μουζενίδη (μοναδική κινηματογραφική κατάθεση του θεατρικού αυτού σκηνοθέτη), σε παραγωγή της βραχύβιας εταιρείας «Μέγα Φιλμς», δεν θα γνωρίσει σήμερα τη δημοτικότητα που φαίνεται να της άρμοζε, καθώς τα ίχνη της έχουν χαθεί, μάλλον για πάντα. Ένα από τα πρώτα σενάρια του Νίκου Τσιφόρου, υπήρξε και το μόνο στο οποίο διασκεύασε έργο συναδέλφου και ανταγωνιστή του. Και το καστ, από τα πιο λαμπρά σε εγχώρια παραγωγή: Μαρίκα Νέζερ, Βασίλης Λογοθετίδης, Γιώργος Παππάς, Ελένη Χατζηαργύρη, Ντίνος Ηλιόπουλος, Μίμης Φωτόπουλος, Χρήστος Τσαγανέας, Λέλα Πατρικίου, Λαυρέντης Διανέλλος… Εξ ίσου αξιοπρόσεκτη η απουσία των δύο ηθοποιών που συνόδευαν τον Λογοθετίδη στο θέατρο και στις εννέα σωζόμενες ταινίες του: της Ίλυας Λιβυκού και του Βαγγέλη Πρωτοπαππά.
Όμως αυτή δεν είναι η μόνη χαμένη ταινία του Λογοθετίδη.
Ο Κακός δρόμος, που διαφημίστηκε το 1933 ως η πρώτη ελληνική ομιλούσα, αλλά και ως η πρώτη κινηματογραφική συνάντηση της Μαρίκας Κοτοπούλη με την αντίπαλό της Κυβέλη, γυρίστηκε στην Πόλη από τον Τούρκο σκηνοθέτη Ερτογρούλ Μουχσίν Μπέη σε σενάριο του Ξενόπουλου, βασισμένο στο μυθιστόρημά του, που περιγράφει την κάθοδο μιας νέας στην πορνεία και εν τέλει τη δολοφονία της από τον αδελφό της. Στο καστ, μαζί με τον νεαρό Λογοθετίδη, συναντούμε και πάλι τους Παππά και Τσαγανέα, επίσης στις πρώτες τους εμφανίσεις. Οι κακές κριτικές σε ορισμένες περιπτώσεις δεν φαίνονταν άμοιρες της τουρκικής ταυτότητας της ταινίας. Πάντως και οι δύο πρωταγωνίστριες εγκατέλειψαν τον κινηματογράφο μετά από αυτήν την εμπειρία (η Κυβέλη επέστρεψε μία μόνη φορά, πολλά χρόνια αργότερα). Ελάχιστα βωβά κουρέλια της ταινίας εντοπίζονται σήμερα στο YouTube.
Ωστόσο οι διεθνείς συμπαραγωγές, δεδομένων και των τεχνικών ανεπαρκειών της Ελλάδας, δεν έλειψαν κατά τον Μεσοπόλεμο. Στο διάσημο διασωθέν μελόδραμα του Ιταλοεβραίου πρωτοπόρου του αιγυπτιακού κινηματογράφου Τόγκο Μιζράχη Η Προσφυγοπούλα (1938) (με τη Σοφία Βέμπο στο ρόλο της απατημένης συζύγου που αναγκάζεται να εργαστεί ως τραγουδίστρια αλλά φυσικά επιστρέφει στον σύζυγο και το σπίτι της μόλις εκείνος καταλαβαίνει το λάθος του), βλέπουμε, σε μια πρώιμη περίπτωση κινηματογραφικής διακειμενικότητας, μιαν αφίσα της αισθηματικής κωμωδίας Δρ Επαμεινώνδας, του ίδιου σκηνοθέτη, με πρωταγωνίστριες τις Άννα και Μαρία Καλουτά: ταινία του 1937, αρκετά δημοφιλής ώστε να επανεκδοθεί ως κλασική μετά τον πόλεμο, για να χαθούν κατόπιν τα ίχνη της. Οι αδελφές Καλουτά έπαιξαν και σε άλλες δύο ταινίες του Μιζράχη γυρισμένες στην Αίγυπτο, τις Όταν ο σύζυγος ταξιδεύει και Καπετάν Σκορπιός. Χαμένες, μαζί με κάθε άλλο οπτικοακουστικό τεκμήριο από το ντουέτο που κάποτε λεγόταν «Καλουτάκια».
Χαμένο και το μελόδραμα του Στάθη Λούπα Έτσι κανείς σαν αγαπήσει (1931) όπου, ανάμεσα σε ολότελα ξεχασμένα ονόματα, ανακαλύπτουμε κάποιον Μάνο Κατράκη. Και όπου μια νησιωτοπούλα, προδομένη από τον Αθηναίο ζωγράφο που αγάπησε, καταλήγει να πετάξει το εξώγαμο παιδί τους στη θάλασσα. Κι όμως…
Ο Σακελλάριος, με τη συρραφή σπαραγμάτων από ταινίες του ’20 και του ’30 Τον παλιό εκείνο τον καιρό (1964), και ειδικά με την ειρωνική μεταχείριση που επιφυλάσσει στον Αχιλλέα Μαδρά (σκηνοθέτη αντίστοιχο με τον Ed Wood, δηλαδή απελπιστικά ανεπαρκή επίδοξο γητευτή, δημιουργό κουρελοταινιών με επικές/φαντασιακές διαθέσεις), παρουσίασε την αποσπασματική παλαιότητα των τεκμηρίων ως βρεφική, άναρθρη προϊστορία αυτού που τότε, στα ’60, καμωνόταν πια για λίγα χρόνια τη συγκροτημένη βιομηχανία. Όμως, τι έχουν να μας πουν πραγματικά οι απουσίες, τα θραύσματα; Είναι τόσοι οι τίτλοι που θα μπορούσε να ανακαλεί ο αρχαιολόγος των χαμένων εικόνων, και το παιγνίδισμα της σκέψης γύρω απ’ ό,τι πήγε ν’ αναφανεί αξίζει περισσότερο από την αυταρέσκεια του όχι λιγότερο ετοιμόρροπου κόσμου που εξέφραζε ο εγχώριος κινηματογράφος του ’60.
Πώς, αλήθεια, να ήσαν οι ερμηνείες της Μαίρης Σαγιάνου, πρώτης συζύγου του Πέλου Κατσέλη πριν την Αλέκα, και μεγάλης ελπίδας στις αρχές της δεκαετίας του ’30; Το περιοδικό της εποχής Παρλάν, πολύ φειδωλό στους επαίνους για την εξ ίσου χαμένη κινηματογραφική απόπειρα της Ελένης Παπαδάκη με τη Στέλλα Βιολάντη, είχε να πει για τη Σαγιάνου ότι ήταν «η καλλιτέχνις που συγκεντρώνει όλα τα προσόντα. Δροσερά νιάτα, γλυκιά φωνή, χάρη, ηθοποιία, παίξιμο, όλα. Κατά τη γνώμη μας είνε η καλλίτερη από όλες τις Ελληνίδες που έπαιξαν στον κινηματογράφο. Αποτελεί πραγματικώς το μέλλον του Ελληνικού φιλμ». Μετά από τρεις ταινίες (την πρώτη έκδοση των Απάχηδων των Αθηνών, το μελόδραμα Μακριά από τον κόσμο και την κωμωδία Φίλησέ με Μαρίτσα) θα πεθάνει το 1932, στα 23 της χρόνια. Αμφίβολο αν υπάρχει εν ζωή κάποιος θεατής των ταινιών της.
Κι έπειτα, πιο βαθειά, στα χρόνια του ’20, σε ταινίες χαμένες για δεκαετίες, αλλά επανευρεθείσες, όπως η κωμωδία Οι Περιπέτειες του Βιλλάρ, όπου είδαμε πράγματι, φευγαλέα, μια βωβή τζαζ μπάντα με μαύρους μουσικούς να παίζει ξέφρενα σε πολυτελή εξέδρα του Φαλήρου, το 1924… Όμως, ποιος είδε τον Κίμωνα Σπαθόπουλο, μετέπειτα μέγιστο μακιγιέρ του ελληνικού κινηματογράφου, ως σωσία του Τσάπλιν, στη χαμένη από νωρίς ταινία Ο Παλιάτσος της ζωής (1930) σε σενάριο του Ορέστη Λάσκου; Τον αλήτη που ερωτεύεται μια μελαγχολική νεαρή και που όταν, έπειτα από πολλές περιπέτειες, τρέχει έξαλλος από χαρά κοντά της, την βρίσκει νεκρή από φυματίωση… Για να χαθεί τέλος, μόνος, στο βάθος της οθόνης, όπως είχε κάμει ο ίδιος ο Τσάπλιν στην πιο πρόσφατη τότε ταινία του, Το Τσίρκο.
Με αυτό το πλάνο, ας κλείσουμε προς το παρόν, για να ξαναβρεθούμε αργότερα, ίσως εν μέσω στοιχειωμένων ερειπίων του παλαιού Χόλιγουντ.