Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Ποιες ήταν τέλος πάντων αυτές οι Τούμπλες ή Τούμλες για τις οποίες χύθηκε άπειρο μελάνι σε χρονογραφήματα και στίχους και σημειώθηκαν αντιπαραθέσεις επιφανών προσώπων στις στήλες των εφημερίδων; Για τις οποίες ο Ιάκωβος Δραγάτσης, σχολάρχης ων, αποκάλυπτε τις μύχιες σκέψεις των εφηβικών του χρόνων; Ποιες ήταν τέλος πάντων αυτές που προκάλεσαν ιδιαίτερη ιστορική έρευνα; Περιοριζόμαστε να παραθέσουμε τα σημαντικότερα στοιχεία για την παρουσία τους στην Αθήνα, ως πρόγευση των δημοσιευμάτων που θα ακολουθήσουν.
Για να τις ανακαλύψουμε πρέπει να γυρίσουμε εκατόν σαράντα χρόνια πίσω και να συναντήσουμε -τα χρόνια της πρώτης δεκαετίας του Γεωργίου Α’- τις ξανθές Τσέχες τραγουδίστριες, Βοεμίδες αοιδούς, όπως τις κατέγραφε ο Τύπος. Ως γνωστόν, η Βοημία είναι ιστορική περιοχή της κεντρικής Ευρώπης που καταλαμβάνει τα κεντρικά και δυτικά της παραδοσιακής έκτασης της Τσεχίας. Από εκεί ξεκινούσαν για να κατέβουν στην Αθήνα, όπου με τα τραγούδια και τα κουνήματά τους μάζευαν το σύνολο του ενεργού ανδρικού πληθυσμού της πόλης για να τις ακούσουν και να απολαύσουν το πάντα ίδιο ρεφραίν, την επωδό τους «Τούμπλα λα Τούμπλα λα / Τούμπλα, Τούμπλα Τουμπλαλά». Αυτό το «Τούμπλα λαλά, το οποίο δεν σημαίνει απολύτως τίποτε, έμπαινε στο τέλος των φαιδρών τραγουδιών των ωδικών καφενείων, όπως πιστοποίησε ο Θ. Βελλιανίτης. Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι το «Τούμπλα λα», σε συνδυασμό με τα πηδήματα των τραγουδιστριών, προξενούσε αγαλλίαση στις ψυχές των ακροατών. Ιδιαιτέρως δε στη νεολαία της εποχής, η οποία είχε τη μοναδική ευκαιρία να θαυμάσει γυναικείες κνήμες αλλά και γυμνούς γυναικείους ώμους.
Ο μεν Βελλιανίτης, 50χρονος τότε, υποστήριζε πως παρουσιάζονταν στον «Άντρο των Νυμφών», ο δε μεσήλιξ επίσης Θεόδοτος Γ. Γεννάδης, στον γειτονικό «Κήπον των Ιλισσίδων Μουσών». Αμφότερα δε τα κέντρα αναψυχής βρίσκονταν στη μια πλευρά του Ιλισσού ποταμού, εξ ου και η ονομασία παριλίσσια. Σε ευγενή αντιπαράθεση που ξέσπασε πολλές δεκαετίες αργότερα και αφού αμφοτέρων οι κεφαλές ήταν άσπρες, ο δεύτερος υποστήριζε τα κορίτσια, γράφοντας πως δεν επιδείκνυαν τις γυμνές σάρκες τους αλλά έφεραν ποδήρη εσθήτα, δηλαδή μακρύ ένδυμα, το οποίο ήταν κλειστό μέχρι τον αυχένα. Επίσης, υποστήριξε ότι ποτέ δεν κουνούσαν άσεμνα τα χέρια και τα πόδια τους. Ο Βελλιανίτης απάντησε στον Γεννάδη πως λάνθανε διότι οι Τούμπλες δεν είχαν έλθει στην Ελλάδα για να διδάξουν χρηστοήθεια. Αντιθέτως, οι επικεφαλής των Βοημικών θιάσων έφερναν τα κορίτσια στην Αθήνα αναζητώντας «μάλλον ευφλέκτους ανθρώπους όπως παραδόσουν τα θέλγητρα των σεμνών των αγγέλων». Εν πάση περιπτώσει του έγραφε –δημοσίως– πως μάλλον λόγω της προχωρημένης ηλικίας του είχε λησμονήσει σημαντικές λεπτομέρειες. Ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος δεν έχασε την ευκαιρία και έσπευσε να σχολιάσει εμμέτρως την διαμάχη των δύο ανδρών: «Ο Βελλιανίτης πόλεμο / με το Γεννάδη πιάνει: / οι Τούμλες εσηκώσανε / ή όχι το φουστάνι; / Λοιπόν ας συμβιβάσωμεν / τας δύο τας μερίδας: / δεν εφορούσαν φόρεμα / αλλά φαινομερίδας!…».
Στη συζήτηση, η οποία γίνεται το 1913, έσπευσε να παρέμβει ο 60χρονος τότε φιλόλογος Ιάκωβος Δραγάτσης, ο οποίος την εποχή εκείνη διηύθυνε το περίφημο «Δραγάτσειο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα». Ξεδιπλώνοντας τις αναμνήσεις του, εξομολογήθηκε πως με παρέα συνομήλικούς του, παρακολούθησαν την πρώτη εμφάνιση των κοριτσιών από την Τσεχία. Αργώντας να επιστρέψουν στα σπίτια τους δέχθηκαν ψυχρολουσία από τους γονείς τους που θεώρησαν απαράδεκτο το γεγονός. Ο Δραγάτσης υποστήριξε πως οι Τούμπλες έπρεπε να ονομάζονται Τούμλες και πως ήρθαν στα παριλίσσια το 1871 και όχι το 1873. Πως η πρώτη εμφάνισή τους έγινε στο Άντρο των Νυμφών και το αγαπημένο τους τραγούδι ήταν, με τη σχετική ξενική προφορά: «Σ’ αγκαπώ και σε λατρεύω / ντεν το κσέρει άλλος κανείς / μόν’ εγκώ και συ κυρά μου / και το άστρο της αυγκής»! Το δε ρεφραίν, συμφώνως προς όσα εξομολογήθηκε ο Δραγάτσης, ήταν «Τουμ λα τουμ λα, λα, λα, λα», εξ ού και Τούμλες.
Από τότε τα κορίτσια που έφταναν στην Αθήνα, προβάλλοντας τα κάλλη τους και τραγουδώντας αποκαλούνταν συλλήβδην Τούμπλες ή Τούμλες. Συνήθως εμφανίζονταν στον «Κήπον των Μουσών», ο οποίος ήταν εκεί όπου σήμερα βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου (συμβολή λεωφόρων Αμαλίας και Βασιλέως Κωνσταντίνου). Φαίνεται πως ο Δραγάτσης είχε τόσο πολύ ενθουσιαστεί ώστε θυμόταν λεπτομέρειες και ονόματα καλλιτέχνιδων, όπως Τερεζίνα και Λιλή, ή μυστακιοφόρους πρωταγωνιστές και τραγούδια. Πολλοί διεθνείς θίασοι τίμησαν με την παρουσία και τα κάλλη τους τα παριλίσσια. Όταν απέναντι, προς την πλευρά του σημερινού κήπου του Ζαππείου, ανεγέρθηκε το περίφημο θέατρο «Απόλλων» φρόντισε να εξασφαλίζει Ιταλικά μουσικά σχήματα και καλλιτέχνιδες.
Για να τις ανακαλύψουμε πρέπει να γυρίσουμε εκατόν σαράντα χρόνια πίσω και να συναντήσουμε -τα χρόνια της πρώτης δεκαετίας του Γεωργίου Α’- τις ξανθές Τσέχες τραγουδίστριες, Βοεμίδες αοιδούς, όπως τις κατέγραφε ο Τύπος. Ως γνωστόν, η Βοημία είναι ιστορική περιοχή της κεντρικής Ευρώπης που καταλαμβάνει τα κεντρικά και δυτικά της παραδοσιακής έκτασης της Τσεχίας. Από εκεί ξεκινούσαν για να κατέβουν στην Αθήνα, όπου με τα τραγούδια και τα κουνήματά τους μάζευαν το σύνολο του ενεργού ανδρικού πληθυσμού της πόλης για να τις ακούσουν και να απολαύσουν το πάντα ίδιο ρεφραίν, την επωδό τους «Τούμπλα λα Τούμπλα λα / Τούμπλα, Τούμπλα Τουμπλαλά». Αυτό το «Τούμπλα λαλά, το οποίο δεν σημαίνει απολύτως τίποτε, έμπαινε στο τέλος των φαιδρών τραγουδιών των ωδικών καφενείων, όπως πιστοποίησε ο Θ. Βελλιανίτης. Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι το «Τούμπλα λα», σε συνδυασμό με τα πηδήματα των τραγουδιστριών, προξενούσε αγαλλίαση στις ψυχές των ακροατών. Ιδιαιτέρως δε στη νεολαία της εποχής, η οποία είχε τη μοναδική ευκαιρία να θαυμάσει γυναικείες κνήμες αλλά και γυμνούς γυναικείους ώμους.
Ο μεν Βελλιανίτης, 50χρονος τότε, υποστήριζε πως παρουσιάζονταν στον «Άντρο των Νυμφών», ο δε μεσήλιξ επίσης Θεόδοτος Γ. Γεννάδης, στον γειτονικό «Κήπον των Ιλισσίδων Μουσών». Αμφότερα δε τα κέντρα αναψυχής βρίσκονταν στη μια πλευρά του Ιλισσού ποταμού, εξ ου και η ονομασία παριλίσσια. Σε ευγενή αντιπαράθεση που ξέσπασε πολλές δεκαετίες αργότερα και αφού αμφοτέρων οι κεφαλές ήταν άσπρες, ο δεύτερος υποστήριζε τα κορίτσια, γράφοντας πως δεν επιδείκνυαν τις γυμνές σάρκες τους αλλά έφεραν ποδήρη εσθήτα, δηλαδή μακρύ ένδυμα, το οποίο ήταν κλειστό μέχρι τον αυχένα. Επίσης, υποστήριξε ότι ποτέ δεν κουνούσαν άσεμνα τα χέρια και τα πόδια τους. Ο Βελλιανίτης απάντησε στον Γεννάδη πως λάνθανε διότι οι Τούμπλες δεν είχαν έλθει στην Ελλάδα για να διδάξουν χρηστοήθεια. Αντιθέτως, οι επικεφαλής των Βοημικών θιάσων έφερναν τα κορίτσια στην Αθήνα αναζητώντας «μάλλον ευφλέκτους ανθρώπους όπως παραδόσουν τα θέλγητρα των σεμνών των αγγέλων». Εν πάση περιπτώσει του έγραφε –δημοσίως– πως μάλλον λόγω της προχωρημένης ηλικίας του είχε λησμονήσει σημαντικές λεπτομέρειες. Ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος δεν έχασε την ευκαιρία και έσπευσε να σχολιάσει εμμέτρως την διαμάχη των δύο ανδρών: «Ο Βελλιανίτης πόλεμο / με το Γεννάδη πιάνει: / οι Τούμλες εσηκώσανε / ή όχι το φουστάνι; / Λοιπόν ας συμβιβάσωμεν / τας δύο τας μερίδας: / δεν εφορούσαν φόρεμα / αλλά φαινομερίδας!…».
Στη συζήτηση, η οποία γίνεται το 1913, έσπευσε να παρέμβει ο 60χρονος τότε φιλόλογος Ιάκωβος Δραγάτσης, ο οποίος την εποχή εκείνη διηύθυνε το περίφημο «Δραγάτσειο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα». Ξεδιπλώνοντας τις αναμνήσεις του, εξομολογήθηκε πως με παρέα συνομήλικούς του, παρακολούθησαν την πρώτη εμφάνιση των κοριτσιών από την Τσεχία. Αργώντας να επιστρέψουν στα σπίτια τους δέχθηκαν ψυχρολουσία από τους γονείς τους που θεώρησαν απαράδεκτο το γεγονός. Ο Δραγάτσης υποστήριξε πως οι Τούμπλες έπρεπε να ονομάζονται Τούμλες και πως ήρθαν στα παριλίσσια το 1871 και όχι το 1873. Πως η πρώτη εμφάνισή τους έγινε στο Άντρο των Νυμφών και το αγαπημένο τους τραγούδι ήταν, με τη σχετική ξενική προφορά: «Σ’ αγκαπώ και σε λατρεύω / ντεν το κσέρει άλλος κανείς / μόν’ εγκώ και συ κυρά μου / και το άστρο της αυγκής»! Το δε ρεφραίν, συμφώνως προς όσα εξομολογήθηκε ο Δραγάτσης, ήταν «Τουμ λα τουμ λα, λα, λα, λα», εξ ού και Τούμλες.
Από τότε τα κορίτσια που έφταναν στην Αθήνα, προβάλλοντας τα κάλλη τους και τραγουδώντας αποκαλούνταν συλλήβδην Τούμπλες ή Τούμλες. Συνήθως εμφανίζονταν στον «Κήπον των Μουσών», ο οποίος ήταν εκεί όπου σήμερα βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του Εθνικού Γυμναστικού Συλλόγου (συμβολή λεωφόρων Αμαλίας και Βασιλέως Κωνσταντίνου). Φαίνεται πως ο Δραγάτσης είχε τόσο πολύ ενθουσιαστεί ώστε θυμόταν λεπτομέρειες και ονόματα καλλιτέχνιδων, όπως Τερεζίνα και Λιλή, ή μυστακιοφόρους πρωταγωνιστές και τραγούδια. Πολλοί διεθνείς θίασοι τίμησαν με την παρουσία και τα κάλλη τους τα παριλίσσια. Όταν απέναντι, προς την πλευρά του σημερινού κήπου του Ζαππείου, ανεγέρθηκε το περίφημο θέατρο «Απόλλων» φρόντισε να εξασφαλίζει Ιταλικά μουσικά σχήματα και καλλιτέχνιδες.