Κάθε τέτοιες χρονιάρες μέρες, όποτ’ έχω την πολυτέλεια να μείνω λίγο μόνος με τις σκέψεις μου, θυμάμαι την Αθήνα των παιδικών και νεανικών μου χρόνων. Σεργιάνι μνήμης σε μιά πόλη που είχα σεργιανίσει κάθε μέτρο της και που τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει πιά. Μας την έκλεψαν.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο «κλεινόν άστυ». Στην πόλη που οι γενιές του πατέρα μου και του παππού μου είχαν τραγουδήσει ως «Αθήνα, διαμαντόπετρα στης γης το δαχτυλίδι». Υπηρέτησα 22 χρόνια, από τότε που ενηλικιώθηκα, αυτό που με περιτριγύριζε από μικρό παιδί και που μέσα του συνήθισα ν’ ανασαίνω: Το βιβλίο, το έντυπο γενικότερα, αφού οι γονείς μου είχαν εκδοτικό οίκο και βιβλιοπωλείο, ενώ αργότερα προστέθηκε κι ένα ατελιέ γραφικών τεχνών. Επιμελητής εκδόσεων, λέγεται εκείνη η παλιά επαγγελματική μου ειδικότητα, που πάνω απ’ όλα με βοήθησε να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου, επειδή πρόσφερε πολύ τρέξιμο, εναλλαγές εικόνων, προκλητικό άγχος στο κυνήγι των προθεσμιών και κυρίως την ελευθερία να βάζω την δική μου, προσωπική σφραγίδα σε αυτό που το παρελάμβανα ένα μάτσο χαρτιά και το παρέδιδα ολοκληρωμένο έντυπο. Είχα επιπλέον την ευκαιρία να γνωρίζω ανθρώπους, πολλούς, πάρα πολλούς, κάθε καρυδιάς καρύδι και του σαλονιού και του λιμανιού, που λέμε. Κάπου-κάπου αμάρτανα και ως συγγραφέας ή δημοσιογράφος.
Γνώρισα κι αγάπησα την Αθήνα, πρώτα στο σεργιάνι της ανάγκης κι ύστερα σ’ εκείνο της χαράς, αν και συνήθως εργαζόμουν και διασκέδαζα ταυτόχρονα. Ο πατέρας μου, καλή του ώρα, είχε την άποψη πως αν ήθελα να μάθω τη δουλειά μας, έπρεπε να ξεκινήσω από «παιδί για τα θελήματα» και βοηθός των υπαλλήλων. Τον ευγνωμονώ γι’ αυτό. Θυμάμαι, δώδεκα χρονών ήμουν, όταν στις σχολικές αργίες άρχισα να πηγαίνω με το δίτροχο καρότσι δέματα με παραγγελίες βιβλιοπωλείων της επαρχίας, στο ταχυδρομείο δεμάτων. Στην αρχή με την συνοδεία ενός υπαλλήλου μας κι ύστερα μόνος μου. Διέσχιζα την Αγίου Κωνσταντίνου σπρώχνοντας ένα καρότσι πάνω από εκατό κιλά βαρύ και συνήθως δεν είχα την υπομονή να περιμένω στο φανάρι. Μιά φορά ένας τροχονόμος αναγκάστηκε να διακόψει την κυκλοφορία για να περάσω. «Από το φανάρι να περνάς μικρέ, θα σκοτωθείς, είναι πολύ μεγάλο το καρότσι για το μπόϊ σου». Τι ήταν να μου το πει; Από τότε, όποτε τον έβλεπα, περνούσα επιδεικτικά μπροστά του κι εκείνος γελούσε. Αργότερα γίναμε φίλοι.
Θυμάμαι, παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, το «βαρέλι» του τροχονόμου στην πλατεία Ομονοίας, τότε που ακόμα ήταν πλατεία με κείνο το συντριβάνι της, που μ’ άρεσε να χαζεύω όταν ήμουν παιδάκι. Μα χειμώνας, μα λιοπύρι, ο τροχονόμος πάντοτε εκεί, να ξεροσταλιάζει με τις ώρες, για να ρυθμίζει την κυκλοφορία μέσα στο πανδαιμόνιο θορύβων και στο καυσαέριο. Οι άνθρωποι αναγνώριζαν τότε, εκτιμούσαν, σέβονταν και κυρίως ξεχώριζαν τις καταστάσεις στο μυαλό και στην καρδιά τους.
Εκείνο το «βαρέλι» του τροχονόμου περικυκλωνόταν τις γιορτινές ημέρες από βουνά με δώρα. Όχι μόνο οι επιχειρήσεις του κέντρου, αλλά και όλες οι μεγάλες εταιρείες, ακόμα και άνθρωποι του καθημερινού μόχθου άφηναν εκεί την αναγνώριση και το ευχαριστώ τους. Τι θες και δεν έβλεπες! Ρούχα, παιχνίδια, καλλυντικά, ηλεκτρικές συσκευές, τρόφιμα, γλυκά ...αγάπη και εκτίμηση. Τέτοιες μέρες ο πατέρας μου φόρτωνε πάντοτε το αυτοκίνητο με βιβλία των εκδόσεών μας, αλλά κι άλλων εκδοτικών οίκων, όπως και με παιχνίδια που τα αγόραζε σε καλές τιμές από τις μεγάλες αποθήκες παιχνιδιών γύρω από το κέντρο. Μ’ έπαιρνε πάντοτε μαζί του, σταματούσε το αυτοκίνητο στην πλατεία, κοντά στο «βαρέλι» κι αφήναμε κι εμείς το δικό μας ευχαριστώ. «Θέλω να συνεχίσεις να το κάνεις αυτό κι όταν εγώ δεν θα υπάρχω», μου έλεγε.
Συνέχισε να τηρεί αυτή την παράδοση, ακόμα και επί δικτατορίας, όταν η λογοκρισία των συνταγματαρχών, μάς είχε καταστρέψει επαγγελματικά, όπως και άλλους εκδότες. «Να μάθεις να ξεχωρίζεις τις καταστάσεις –μού είπε μιά μέρα παραμονές Χριστουγέννων, προσπαθώντας να σκαρφαλώσει μιά κούκλα πάνω στο βουνό με τα δώρα, εκεί στο «βαρέλι» του τροχονόμου- Άλλο αυτό, κι άλλο εκείνο που ξέρεις». Εκείνο που ήξερα και το είχα δει με τα μάτια μου, δώδεκα χρονών τότε το 1967, ήταν ένας λοχίας και τέσσερεις φαντάροι, που μπήκαν μιά μέρα στη μεγάλη αποθήκη που είχαμε στο Μεταξουργείο και πέρασαν με μαύρη λαδομπογιά 20 τόννους ολοκαίνουργια, ακυκλοφόρητα βιβλία, συρραμένα αλλά χωρίς εξώφυλλο ακόμα. Είκοσι τόννοι από δύο δίτομα έργα με τίτλους: «Σύγχρονες Κοινωνικές Γνώσεις» και «Τα Θέματα του Αιώνα μας» κι ένα μονότομο με τίτλο: «Το Θαύμα της Καλλιτεχνικής Δημιουργίας». Έριχναν τις ντάνες με τα βιβλία στο δάπεδο, πατούσαν πάνω τους και τα μπογιάτιζαν μ’ εκείνες τις μεγάλες στρογγυλές βούρτσες που περνάμε τον ασβέστη. Ότι κορυφαίο, ανθρώπινο δυναμικό είχε τότε να παρουσιάσει η Ελλάδα στους τομείς της Επιστήμης, της Διανόησης και της Τέχνης, έγραφε μέσα σ’ εκείνα τα βιβλία. Κάποιοι ήταν αριστερών πεποιθήσεων, προς ατυχίαν μας.
Στεκόμουν δίπλα στον πατέρα μου και «θαυμάζαμε» βουβοί τον λοχία και τους φαντάρους του στον καλλιτεχνικό τους οίστρο...Θα υπήρχε και συνέχεια, όταν το υπουργείο Εργασίας της χούντας μάς υποχρέωσε -με σχεδόν μηδενικές πωλήσεις- να πληρώνουμε επί δύο χρόνια 13 ανθρώπους προσωπικό για να βαράνε μύγες, να λύνουν σταυρόλεξα και να κεντάνε. Οι συνταγματάρχες έδειχναν το «φιλεργατικό» πρόσωπο της «Αγίας Επαναστάσεως» με την τσέπη και την κατεστραμμένη ζωή ορισμένων «αντεθνικώς δρώντων», όπως κάποιων ασυμβίβαστων Ελλήνων εκδοτών. Τότε, μεταξύ άλλων, «σκοτώθηκαν» μπιτ παρά ένα οικόπεδο τεσσάρων στρεμμάτων στη συμβολή Γαλατσίου και Κυψέλης, ένα οικόπεδο δύο στρεμμάτων στους Θρακομακεδόνες, κάτι πίνακες μεγάλων Ελλήνων ζωγράφων ...και η ζωή συνεχίστηκε.
- «Δεν χρειάζεται να κάθεστε εδώ με το παιδί, κύριε Ρώντα. Μη φοβάστε, δεν θα σας κλέψουμε τίποτα», χαχάνισε ειρωνικά το επικεφαλής τσογλανάκι.
- « Μας έχετε ήδη κλέψει την ζωή, ...κύριε», του απάντησε ο πατέρας μου και θαρρείς όλο το αίμα είχε φύγει από το πρόσωπό του, είχε ασπρίσει. Ενοιωσα τότε κάτι πρωτόγνωρο και πολύ άσχημο να θεριεύει μέσα μου. Ήταν πιο παγωμένο από το κρύο εκείνης της γκρίζας μέρας. Ήθελα να σκοτώσω. Κάποιες φορές αργότερα, στην κατοπινή ζωή μου, που ένοιωσα το ίδιο, θυμόμουν πάντοτε εκείνη την πρώτη φορά.
Γρηγόρης Ρώντας