Διονύσης Ανεμογιάννης
Ένα από τα πιο παλιά οινομαγειρεία της πόλης, που με τα χρόνια έχει καθιερωθεί ως στάση για διερχόμενα φορτηγά και νταλίκες στο δρόμο για την Εθνική, προσφέρει μερικά από τα πιο νόστιμα και καθαρά «χωριάτικα» πιάτα στην Αθήνα.
Φωτο: Manteau Stam.
Η Πέτρου Ράλλη, πολύβοη και αφιλόξενη λεωφόρος, διασχίζει μια έρημο από βενζινάδικα και μεταφορικές εταιρίες. Ξεκινά από την Πειραιώς για να σε περάσει ως την Εθνική Οδό, χωρίς να αφήνει περιθώριο για στάση· απλά την διασχίζεις γρήγορα και φεύγεις. Σε έναν παράδρομό αυτής, ωστόσο, ένα οινομαγειρείο με παράδοση από το 1928 συνεχίζει να εξυπηρετεί τους πιστούς του φίλους με βασικό έδεσμα τον τηγανιτό μπακαλιάρο, χρυσοκίτρινο και ελαφρά τραγανιστό, όπως τον έκανε τότε, το ’30 ο παππούς Λελούδας. Το στέκι του Λελούδα στέκει σήμερα σαν όαση στον απόκληρο Ελαιώνα και υποχρεώνει σε παράκαμψη τον βιαστικό Αθηναίο.
«Έρχεται ο Αλέξης, Βαγγέλης, κι ο Λουκάς / Μαζί και ο Σαμαράς / για το κόκκινο φετινό κρασί / που πίνει όλη η Ελλάς. / Σας περιμένουμε / μαζί με τον πατέρα Μάξιμο / να ψέλνει μουσική – Αγιασμού / Υ.Γ. Θα γίνει του Κουβέλη που πίνει κοκκινέλι». Κάπως έτσι σε καλωσορίζει ο Λελούδας στην ταβέρνα του. Μετά ακολουθεί η έντονη μυρωδιά του οίνου. Αναδύεται από δεκάδες ξύλινα βαρέλια τακτοποιημένα σε κάθε γωνιά του μαγαζιού αλλά και στοιβαγμένα στο κλειστό κελάρι που κρύβει μαζί με αυτά, τόσες άλλες ιστορίες. «Σε αυτό το κελάρι γεννήθηκα εγώ και στο ίδιο δωμάτιο γεννήθηκε και ο Δημητράκης», μας εξηγεί ο κ. Βασίλης, ο οποίος έχει πλέον παραχωρήσει στον γιο του Δημήτρη την διαχείριση του μαγαζιού, «στην γέννα, μύρισε στην μάνα μου τσιγάρο, μιας και έξω απ’ το κελάρι, οι θαμώνες της ταβέρνας κάπνιζαν μετά μανίας». Άνθρωπος πράος και ευγενικός ο κ. Βασίλης μιλά για τα σαρανταδύο χρόνια που έζησε σε αυτό το δωμάτιο, έναν χώρο χωρίς τουαλέτα και ανέσεις. «Όταν βέβαια η οικογένεια μεγάλωσε, αποφασίσαμε να κάνουμε επέκταση και το μαγαζί άρχισε να παίρνει την τωρινή του μορφή». Περήφανος μας μιλά για την πατρίδα του την Κύθνο και παίρνει έναν από τους διάσπαρτους στο κατάστημα, χάρτες του νησιού για να μου δείξει τις καλές παραλίες και τα δυο χωριά που συναγωνίζονται το ένα το άλλο σε τουριστικές υποδομές και φυσικές ομορφιές. Από δίπλα και μια εικόνα του Άγιου Εφρόσυνου, του μάγειρα. Ο κ. Βασίλης τώρα, μου δείχνει τις φωτογραφίες των συγγενών του, που βρίσκονται κρεμασμένες στο τοίχο της μέσα σάλας. Στο μεταξύ εγώ δοκιμάζω λίγο από το Θερμιώτικο τυρί (τυρί από την Κύθνο δηλαδή), φίλεμα που προτιμούσε και ο φιλόσοφος Επίκουρος στην αρχαιότητα για να περιποιηθεί τους εκλεκτούς καλεσμένους του. «Ο πατέρας μου, είναι εκείνος με το μεγάλο μουστάκι», εξηγεί ο κ. Βασίλης. «Η περιοχή εδώ ήταν επίπεδη, γεμάτη περιβόλια. Το μάτι σου έφτανε από του Ρέντη μέχρι την Πάρνηθα και την Αγιά Βαρβάρα. Τα βράδια μπορούσες να δεις τα φώτα από τις λιτανείες».
Η ώρα είναι 10:30 π.μ. και ο πρώτος πελάτης έχει ήδη καθίσει. Είναι ένας ηλικιωμένος, τακτικός πελάτης του καταστήματος που ζητάει επίμονα τα γαυράκια του. Η κυρία Άννα από το βάθος της κουζίνας έχει βουτηχτεί στο λάδι, να βγάλει την παραγγελία. «Εγώ μαγειρεύω χωριάτικα», μού είχε πει λίγο πριν. «Είχα γιαγιά Σμυρνιά και παππού από τα Σόφια και γι’ αυτό τις ξέρω όλες τις συνταγές της Μικρασίας από τη μυρωδιά. Τις προάλλες μου έφεραν να μαγειρέψω σαλιγκάρια, αλλά δεν το είχα ξανακάνει. Προσπάθησα λοιπόν και θυμήθηκα πώς τα έφτιαχνε ο παππούς μου, τις μυρωδιές εκείνες και έβγαλα την συνταγή. Έτσι μαγειρεύω εγώ, με την οσμή και όχι με την γεύση». Ο Λελούδας σερβίρει και κρέατα και θαλασσινά. Γλώσσα μόσχου, κοκκινιστό, κρέας λεμονάτο ή γαύρος, μπακαλιάρος και ό,τι άλλο φρέσκο έχει η αγορά. Ο γαύρος του ανυπόμονου κυρίου είναι έτοιμος. Εκείνος κάπως καθησυχασμένος, διηγείται τις δικές του αναμνήσεις από την ταβέρνα του Λελούδα: «Έρχομαι στο μαγαζί από το 1948. Τότε ήμουν δεκαεπτά χρονών και ερχόμουν με το κάρο. Γύρω έβλεπες έναν τόπο γεμάτο περβόλια και χαγιάτια».
«Το μαγαζί αυτό δημιουργήθηκε από μια παρεξήγηση, από ένα γινάτι του Γιάννη Γεωργούλη, θείου του παππού μου. Ο Γεωργούλης, κτηματίας της περιοχής, ήταν θαμώνας μιας μπακαλοταβέρνας στο ύψος της Πέτρου Ράλλη. Μια φορά που είχε πάει εκεί, μέθυσε και έγινε ένα περιστατικό με την ταβερνιάρισσα. Εκείνος που είχε την ταβέρνα του απαγόρευσε να ξαναπατήσει και ο Γεωργούλης αποφάσισε να ανοίξει δική του ταβέρνα. Έτσι το 1928 έφτιαξε αυτήν εδώ την ταβέρνα, που λίγα χρόνια αργότερα, πέρασε στα χέρια του γαμπρού του πατέρα μου, του Κοκκινογένη, του ‘Χοντρού’ (όπως τον έλεγαν στην Κύθνο). Τελικά το ’32, όταν ο παππούς μου παντρεύτηκε, αγόρασε την ταβέρνα από τον Χοντρό και της έδωσε το όνομά του. Ταλαιπωρημένος άνθρωπος ο παππούς μου, δούλευε από μικρός στο καμίνι του θείου του, έμπαινε με γυμνά τα πόδια μέσα και πατούσε. Μετά όταν το μαγαζί ήταν του γαμπρού του, δούλευε ως μπακαλόγατος, έκανε τα θελήματα. Πήρε το μαγαζί και το δούλεψε, έφτιαξε όνομα. Το ‘60 ήρθε το ηλεκτρικό, το τηλέφωνο το ’58 και για νερό πήγαινε στους στρατώνες του Ρουφ. Στο ύψος της SHELL, ήταν η στέρνα της περιοχής, πήγαινε ο κόσμος και έκανε μπάνιο. Είχε μέσα και χρυσόψαρα. Το μαγαζί δεν έκλεισε ποτέ. Κινδυνέψαμε να το χάσουμε λόγω κρατικών αδειών, το ’40 ένα βλήμα γερμανικών πυρών καρφώθηκε στην πόρτα, το 2000 άρχισε να λεηλατείται από τους Ρομά που είχαν εγκατασταθεί παραπάνω. Έκλεβαν ό,τι άφηνες απ’ έξω, έσπαγαν το μαγαζί να πάρουν τις εισπράξεις. Αναγκαστήκαμε να τοποθετήσουμε δεκαέξι κάμερες και εξωτερικά ραντάρ.Το μαγαζί ,όμως, δεν έκλεισε ποτέ». Ευνόητη η απορία, γιατί δεν σκέφτηκε ποτέ να μετακινηθεί όπως όλοι οι υπόλοιποι, γιατί δεν άλλαξε επάγγελμα. «Δεν βγαίνει εύκολα το μεροκάματο, νομίζω όμως ότι μείναμε για λόγους συναισθηματικούς».
Η ώρα έχει πάει 11:30 π.μ. και ήδη άλλες δύο παρέες έχουν καθίσει. Στο μαγαζί μπαίνουν και δύο ιερείς. Η κα. Άννα βγαίνει από την κουζίνα να τους υποδεχτεί, γονατιστή κάνει τον σταυρό και τους καθίζει. Είναι καλοί πελάτες. Το κρασί έρχεται πρώτο. Είναι κόκκινο μερλό, από την νέα παραλαβή. Ο παπά Μάξιμος σκαρφίζεται ποιήματα για την περίσταση, τραγουδά ‘τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε’ σε ήχο πλάγιο δεύτερο και γεμάτος διάθεση και χιούμορ μας καθίζει στο τραπέζι του να μοιραστεί τις δικές του αναμνήσεις από το μαγαζί, όσο ο άλλος ιερέας στύβει με τα δόντια του, λεμόνι στο φαγητό.
Πριν καλά-καλά μεσημεριάσει μπορεί να σε έχει μεθύσει με αρωματικό κρασί του ο Λελούδας. «Ποιος είναι ο καλύτερος κρασομεζές»; «Ένας παλιός μπεκρής μου έχει πει ότι ‘ο ρουφιάνος του κρασιού είναι ο μπακαλιάρος’, εννοώντας ότι επειδή είναι αρμυρός σε προκαλεί να πίνεις. Κάποιοι παλιοί μάλιστα, έπαιρναν την φέτα μπακαλιάρου και έβγαζαν την πέτσα. Την κρεμούσαν σε ένα καρφί και όταν ήθελαν μεζέ, έβαζαν την πέτσα στο ψωμί με λάδι
και την έτρωγαν».