Επιλογή: Μιχαλης Ν. Κατσιγερας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
(Από την επιφυλλίδα του Γιώργου Πράτσικα «Ο Τέλλος Αγρας όπως τον γνώρισα» που δημοσιεύθηκε στην «Κ» με την ευκαιρία των είκοσι ετών από τον θάνατο του ποιητή και έξοχου κριτικού, στις 16 Νοεμβρίου 1944, μετά τον σοβαρό τραυματισμό του από διασταυρούμενα πυρά δεξιών και αριστερών ενόπλων την προτελευταία ημέρα της γερμανικής Κατοχής –11 Οκτωβρίου 1944– στην γωνία των οδών Πατησίων και Αγίου Μελετίου.)
« [...] Ημαστε νέοι και περιμέναμε πολλά από τη ζωή. Ο Αγρας δε στάθηκε ποτέ του τολμηρός για τίποτα και περίμενε μοιρολατρικά το θαύμα για την αλλαγή της βασανισμένης του ζωής. Είχε ερωτευθεί τότε μιαν ωραία κοπέλλα, αληθινήν Καρυάτιδα και μ’ έπαιρνε και στεκόμαστε στον δρόμο απ’ όπου ήξερε πως θα περνούσε μιαν ωρισμένην ώρα, για να δει το φέγγος των ματιών της, την ομορφιά του προσώπου της και τη λυγερή κορμοστασιά της και να ζήσει έτσι, χάρη σ’ αυτήν την οπτασία, μιαν ολόκληρη μέρα ευτυχισμένος. […] Τον προέτρεπα να την πλησιάσει, βρίσκοντας μια δικαιολογία για να της μιλήσει.
Ο Αγρας έβαζε τότε το αριστερό του χέρι σα βεντάλια μπρος στο στόμα του και γελούσε με το άκακο γέλιο του που ήταν παντα η ασπίδα του και το μοναδικό του όπλο σε κάθε δύσκολη περίσταση. […]. Αβουλος μοιρολάτρης δεν κατάφερε ποτέ του να σπάσει τις αλυσίδες που τον κρατούσαν δέσμιο […]. Ο Βαγγέλης όμως –αυτό ήταν το πραγματικό όνομα του Αγρα, Ευάγγελος Ιωάννου– δεν είχε άλλον σκοπό στη ζωή του παρά μόνο την Ποίηση. Και τώρα θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο που δείχνει πόσο οι δικοί του σέβονταν την τέχνη! Ηταν χειμώνας.
« [...] Ημαστε νέοι και περιμέναμε πολλά από τη ζωή. Ο Αγρας δε στάθηκε ποτέ του τολμηρός για τίποτα και περίμενε μοιρολατρικά το θαύμα για την αλλαγή της βασανισμένης του ζωής. Είχε ερωτευθεί τότε μιαν ωραία κοπέλλα, αληθινήν Καρυάτιδα και μ’ έπαιρνε και στεκόμαστε στον δρόμο απ’ όπου ήξερε πως θα περνούσε μιαν ωρισμένην ώρα, για να δει το φέγγος των ματιών της, την ομορφιά του προσώπου της και τη λυγερή κορμοστασιά της και να ζήσει έτσι, χάρη σ’ αυτήν την οπτασία, μιαν ολόκληρη μέρα ευτυχισμένος. […] Τον προέτρεπα να την πλησιάσει, βρίσκοντας μια δικαιολογία για να της μιλήσει.
Ο Αγρας έβαζε τότε το αριστερό του χέρι σα βεντάλια μπρος στο στόμα του και γελούσε με το άκακο γέλιο του που ήταν παντα η ασπίδα του και το μοναδικό του όπλο σε κάθε δύσκολη περίσταση. […]. Αβουλος μοιρολάτρης δεν κατάφερε ποτέ του να σπάσει τις αλυσίδες που τον κρατούσαν δέσμιο […]. Ο Βαγγέλης όμως –αυτό ήταν το πραγματικό όνομα του Αγρα, Ευάγγελος Ιωάννου– δεν είχε άλλον σκοπό στη ζωή του παρά μόνο την Ποίηση. Και τώρα θυμάμαι ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο που δείχνει πόσο οι δικοί του σέβονταν την τέχνη! Ηταν χειμώνας.
Στο σπίτι του έκαιγαν σόμπα με κάρβουνα, αλλά κάποιο απόγευμα έτυχε να μην έχουν δαδί για προσάναμμα. Η μάνα του βρήκε κάτι χαρτιά πάνω στο γραφείο του –ο Αγρας απουσίαζε– τα πήρε κι άναψε τη σόμπα. Τα χαρτιά αυτά δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια σειρά «νέα ποιήματα» που είχε γράψει πριν από λίγες μέρες! Αχ αυτή η μητέρα του πόσο τον βασάνιζε με την ακατάπαυστη γκρίνια της και τις αρρώστειες της. […] Η μόνη του χαρά το πιάνο και η φυσαρμόνικα που τόσο την τραγούδησε. Θυμάμαι πως οι νυχτερινές μας περιπλανήσεις μας είχαν οδηγήσει κάποτε ένα καλοκαίρι σ’ έναν έρημο στενό δρομάκο της οδού Αχαρνών.
[Σημ. «Φ»: Η γνωστή άθλια περιοχή των Αθηνών σήμερα.] Καθώς βαδίζαμε μεσ’ στη φεγγαρόλουστη νύχτα, ήχοι εξαίσιας μουσικής μάς σταμάτησαν. Από κάποιο παράθυρο ισογείου ένα πιάνο έπαιζε μελωδίες του Σοπέν. Στεκόμαστε εκεί άφωνοι κι ακούγαμε και η ώρα κυλούσε και δε φύγαμε από κει παρά σαν σώπασε οριστικά το πιάνο. […].»