Η σκηνή, πέρα για πέρα αληθινή, διαδραματίζεται στη συμβολή των οδών Κολοκοτρώνη και Φιλελλήνων, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1912. Στη μια πλευρά του δρόμου βρισκόταν το περίφημο για την εποχή του Παντοπωλείο του Γ. Φούντα και στην άλλη ένα μικρό γαλακτοπωλείο. Έξω από το τελευταίο… στάθμευε ο γάιδαρος του γαλατά, επί του οποίου φορτώνονταν τα γεμάτα γάλα δοχεία για να διανεμηθούν στη γειτονιά.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς λοιπόν, περνούσε από εκεί ένας λουστράκος κρατώντας το μακρύ καλάμι όπου είχε τοποθετημένα προς πώληση τα περίφημα Λαχεία του Εθνικού Στόλου. Καθόταν ο μικρός και χάζευε τον τρόπο που φορτωνόταν το γάλα στον γάιδαρο. Ο τελευταίος, προφανώς πεινασμένος, είδε τα πράσινα λαχεία, ίσως να τα πέρασε για «λάχανα» και δεν άργησε να αρπάξει ένα, χωρίς να τον αντιληφθεί ο μικρός λούστρος. Σίγουρα δεν θα το τραγάνιζε εάν δεν αντιλαμβανόταν την… κλοπή ο παντοπώλης Φούντας.
Και ενώ ο λαχειοπώλης οδυρόταν και χτυπούσε τον γάιδαρο με το καλάμι του για να πάρει το λαχείο που χανόταν σιγά σιγά στο στόμα του τετράποδου, ο Φούντας ψύχραιμος κατόρθωσε να του το αποσπάσει, έστω και μισομασημένο. Φρόντισε μάλιστα ο παντοπώλης να αγοράσει το λαχείο καταβάλλοντας το κόστος του που ήταν ένα μονόδραχμο. Και όταν το απόγευμα κυκλοφορούσαν τα έκτακτα παραρτήματα των εφημερίδων με τους τυχερούς αριθμούς, έκπληκτος διαπίστωνε ο παντοπώλης Φούντας πως ο αριθμός του λαχείου κέρδιζε το ένα τέταρτο του Λαχείου του Εθνικού στόλου που αντιστοιχούσε στο σεβαστό ποσόν των είκοσι χιλιάδων δραχμών.
Το πανηγύρι που στήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1912 στο Παντοπωλείο του Φούντα ήταν πρωτόγνωρο, όπως και η χαρά του μικρού λούστρου που συμμετείχε σ’ αυτό έχοντας εισπράξει και ένα γερό μπαξίσι. Και η εφημερίδα «Ακρόπολις» φρόντιζε να διασώσει τις μικρές ανθρώπινες στιγμές και να τις παραδώσει στην ιστορία.