Hταν ο πιο ωραίος «σκληρός» του ελληνικού σινεμά. Ο απλός κόσμος λάτρεψε τον ήρωα με το αγέρωχο βλέμα και το τίμιο πρόσωπο. Ο Νίκος Κούρκουλος, όμως, επέλεξε να αφοσιωθεί στο θέατρο και την αναγέννηση της εθνικής μας σκηνής. Και απέδειξε ότι ήταν παλικάρι και μακριά από τη μεγάλη οθόνη.
Η οικογένεια ήρθε από την Κέρκυρα στην Αθήνα σε αναζήτηση καλύτερης τύχης τα χρόνια του μεσοπόλεμου. Εγκαταστάθηκαν στη συνοικία του Ζωγράφου, όπου ο Αλκις (Αλκίνοος) Κούρκουλος άνοιξε ένα κουρείο. Ηταν ένας επιδέξιος επαγγελματίας που αναγκάστηκε να περιορίσει την καλλιτεχνική του φύση -πού και πού μόνον έπαιζε κάποιους σκοπούς με το βιολί του- και γρήγορα έγινε περιζήτητος.
Το 1934 γεννιέται το δεύτερο από τα τέσσερα συνολικά αγόρια που θα αποκτήσει η οικογένεια. Ο μικρός Νίκος είναι μέτριος μαθητής στο σχολείο, αλλά του αρέσει πολύ ο αθλητισμός. Ξεκινάει από την κολύμβηση, περνάει στο μπάσκετ και καταλήγει στο ποδόσφαιρο και τον Παναθηναϊκό. Μαθητής, ακόμα, του Γυμνασίου, μπαίνει στην ομάδα. Πηγαίνει στο νυχτερινό Γυμνάσιο για να μπορεί να εργάζεται στη διάρκεια της ημέρας και «να φέρνει λεφτά στο σπίτι».
Δουλεύει σε βιβλιοπωλεία, υφαντουργεία, εργοστάσια, σε ένα σωρό δουλειές. Η ζωή του, όμως, αλλάζει όταν ανακαλύπτει το θέατρο, εντελώς τυχαία, επειδή έπεσαν κάποια βιβλία στα χέρια του. Εχει την τύχη, που θα τον ακολουθεί σε όλα τα πρώτα του βήματα, να «πέσει στα χέρια» του μεγάλου Μάνου Κατράκη. Βέβαια, αυτήν την τύχη τη δημιουργούσε ουσιαστικά μόνος του αφού ο ίδιος πήγε και βρήκε τον Κατράκη στο θέατρό του και του ζήτησε να τον βοηθήσει. Εκείνος του έδωσε μερικά κείμενα και από την επόμενη μέρα άρχισε να τον προετοιμάζει για τις εξετάσεις του Εθνικού, ξεκινώντας ουσιαστικά τη διδασκαλία.
Ο δεύτερος σημαντικός άνθρωπος του θεάτρου που συνάντησε ήταν ο Αγγελος Τερζάκης, δάσκαλός του στο Εθνικό και αργότερα ο κριτικός που θα έγραφε για πρώτη φορά επαινετικά λόγια για τον Νίκο Κούρκουλο. Οταν κατάλαβε ο πατέρας του ότι αυτό τον δρόμο θα ακολουθούσε, του έδωσε μία και μοναδική συμβουλή: «Κοίταξε να δεις: Στο θέατρο αν δεν γίνεις πρώτος, θα υποφέρεις στη ζωή σου». Οπως αποδείχτηκε, την ακολούθησε κατά γράμμα.
Το ξεκίνημά του στην «ελεύθερη αγορά» του θεάτρου είναι ελπιδοφόρο. Η Ελλη Λαμπέτη και ο Δημήτρης Χορν τον παίρνουν στον θίασό τους και παίζει στην «Κυρία με τις καμέλιες». Εκεί τον βλέπει η Ελσα Βεργή και τον φέρνει στο δικό της θέατρο. Η πρώτη συμμετοχή στο νέο του θίασο περιορίζεται στην ατάκα: «Το γράμμα σας, κύριε»... Εχει, όμως, όλον τον καιρό να παρακολουθεί το έργο και το πείσμα να μαθαίνει όλους τους ρόλους απ’ έξω. Κι όταν ένας από τους πρωταγωνιστές αρρωσταίνει, παίρνει τη θέση του.
Ετσι τον ανακαλύπτει ο Γιάννης Δαλιανίδης, που τον προτείνει στον Φίνο για την ταινία «Κοινωνία ώρα μηδέν». Ο πατριάρχης του ελληνικού σινεμά, όμως, τον έχει δει σε κάτι ρόλους κομπάρσου στις ταινίες του και δεν τον θέλει με τίποτε, χωρίς καλά καλά να τον θυμάται, ώσπου τον ανακαλύπτει και ο ίδιος (!) από μια φωτογραφία από τον θίασο της Βεργή και δίνει εντολή στον... Δαλιανίδη να τον βρει. Ετσι, παίζει τον πρώτο του μεγάλο ρόλο στο σινεμά και γίνεται σταρ από τη μία μέρα στην άλλη.
Είχε όλο το «πακέτο»: Δυναμικός, σκληρός όποτε χρειαζόταν (αλλά πάντα για καλό σκοπό), όμορφος, λαμπερός και με ένα πεντακάθαρο βλέμμα προσωποποίηση της τιμιότητας και του φιλότιμου -αξίες που, για τη δεκαετία του 1960, ήταν το σήμα κατατεθέν του «ελληνικού όνειρου» για μια θέση στον ήλιο. Οι εκδηλώσεις αγάπης του κοινού άγγιζαν τα όρια της υστερίας. Τα χρόνια της μεγάλης του δόξας δύσκολα μπορούσε να κυκλοφορήσει ελεύθερα.
Oι επιτυχίες διαδέχονται η μία την άλλη. Από τον «Κατήφορο» του 1961 (σκηνοθεσία Δαλιανίδη με συμπρωταγωνίστρια τη Ζωή Λάσκαρη) το πρεστίζ του στην εγχώρια εκδοχή του Χόλιγουντ είναι συνεχώς ανοδική. Πρωταγωνιστεί στις ταινίες «Λόλα», «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», «Κατηγορώ τους ανθρώπους», «Οι αδίστακτοι» κ.α. Θα φτάσει, όμως, και στο αληθινό Χόλιγουντ -η φήμη του έχει κινήσει το ενδιαφέρον των Αμερικανών παραγωγών- με ρόλους σε δύο ταινίες «Casablan» (ελλ. τίτλος «Συντρίμμια της ζωής») και «Rome like Chicago».
Το 1967, λίγες μέρες προτού η χούντα πάρει την εξουσία στην Ελλάδα, πρωταγωνιστεί μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη στο «Ιλια Ντάρλινγκ» (θεατρική εκδοχή του «Ποτέ την Κυριακή»), που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ σε σκηνοθεσία του Ζιλ Ντασέν. Για την παράσταση αυτή ήταν υποψήφιος στα περίφημα θεατρικά βραβεία Τόνι.
Επιστρέφει στο σινεμά το 1970 με δύο θριάμβους: «Ορατότης μηδέν» και «Αστραπόγιαννος» -βραβείο Α’ Ανδρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης- και συνεχίζει με τα φιλμ «Κατάχρηση εξουσίας» και «Εχθρός του λαού». Τότε είναι που παίρνει την απόφαση να ασχοληθεί περισσότερο με το θέατρο.
Πρωταγωνιστεί σε ρόλους από το αρχαίο ελληνικό δράμα: «Ορέστης» το 1971, «Οιδίπους Τύραννος» το 1982 και (η τελευταία του εμφάνιση) «Φιλοκτήτης» το 1994 στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου είναι οι παραστάσεις σταθμοί για τον ηθοποιό Νίκο Κούρκουλο. Δεν αρκείται, όμως, μόνο σε αυτά. Γίνεται θιασάρχης το 1972 και δημιουργεί το θέατρο Κάππα στην Κυψέλη. Από το 1974 και για είκοσι περίπου χρόνια ανεβάζει κλασικά αλλά και σύγχρονα έργα από τη διεθνή δραματουργία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι ερμηνείες στα «Οπερα της πεντάρας» (1975) με τη Μελίνα Μερκούρη, «Γλάρο» (1976), «Επιστροφή» την επόμενη χρονιά, «Ψηλά απ’ τη γέφυρα» αλλά και τη «Φωλιά του κούκου» το 1987.
Στο μεταξύ έχει παντρευτεί το 1966 τη Μελίτα Κουτσογιάννη -τη γνώρισε όταν ήρθε στο καμαρίνι του έπειτα από μια παράσταση του έργου «Η γειτονιά των αγγέλλων»- με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τη Μελίτα και τον -ηθοποιό σήμερα- Αλκι.
Είκοσι χρόνια μετά, έπειτα από μια άλλη παράσταση -στην Επίδαυρο αυτήν τη φορά- θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τη Μαριάννα Λάτση: «Ξαφνικά βλέπω ένα πλάσμα να ανεβαίνει τις κερκίδες και αυτό ήταν». Θα γίνει η γυναίκα της ζωής του και θα μείνουν μαζί μέχρι το τέλος. Με τη Μαριάννα Λάτση απέκτησε άλλα δύο παιδιά, την Εριέτα (1994) και τον Φίλιππο (1998).
«Ο μεγαλύτερος ρόλος της ζωής μου ήταν ο ρόλος του διευθυντή στο Εθνικό». Η επιλογή του ως διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου προκάλεσε αρχικά πολλές αντιδράσεις -και ο ίδιος είχε πολλές αμφιβολίες αν μπορούσε να τα καταφέρει. Εκ των υστέρων, όμως, η αναγνώριση του έργου του ήταν μοναδική στα χρονικά. Ταύτισε το όνομά του με την αναγέννηση του πρώτου θεάτρου της χώρας. Οταν για πρώτη φορά η Μελίνα Μερκούρη τού πρότεινε τη θέση, η απάντησή του ήταν: «Εγώ δεν έχω καμία σχέση και δεν αντιλαμβάνομαι το θέατρο έτσι όπως το αντιλαμβάνονται όσοι έχουν ασχολήθει ώς τώρα με το Εθνικό».
Δέχτηκε να αναλάβει το 1994 -η Μερκούρη κατάφερε τελικά να τον πείσει αφού του εγγυήθηκε την ελευθερία κινήσεων που ζητούσε- και μπήκε στη μάχη για να ζωντανέψει έναν διαλυμένο γίγαντα. Πέτυχε όχι απλώς να τον στήσει στα πόδια του αλλά να του δώσει ξανά το κύρος που του αρμόζει: Ανοιξε τις πόρτες του Εθνικού σε όλους τους ηθοποιούς, ίδρυσε την Πειραματική Σκηνή και το Εργαστήρι Ηθοποιών, έθεσε σε μόνιμη λειτουργία την Παιδική Σκηνή, ενώ δημιούργησε τη Διεθνή Σκηνή, τη Θερινή Ακαδημία Θεάτρου και παράλληλα αναβάθμισε τη Δραματική Σχολή του θεάτρου.
Επρεπε να τα βάλει με όλους και με όλα. Πήρε την κατάσταση στα χέρια του και εκτελώντας κατά γράμμα τις οδηγίες του καλύτερου σενάριου που πήρε ποτέ στα χέρια του, κατάφερε να το ζωντανέψει, να το επεκτείνει, να το ανακαινίσει. Δεν πρόλαβε να δει ολοκληρωμένο το έργο της ανακαίνισης, έφυγε τον Ιανουάριο του 2007 χτυπημένος από την αρρώστια, αλλά «όρθιος», όπως είχε υποσχεθεί, πρώτα απ’ όλους, στον ίδιο τον εαυτό του.
Σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις δεν δίστασε να αποκαλύψει και να μοιραστεί τη δική του ανθρώπινη αγωνία σχετικά με το ταλέντο του: «Με βασανίζει το ερώτημα αν έχω ταλέντο, αν είναι αλήθεια αυτό που λένε οι άλλοι ότι έχω ταλέντο... Λένε ότι είμαι καλός ηθοποιός. Εμένα, όμως, αυτό με βασανίζει καθημερινά. Και θα με βασανίζει ώσπου να πεθάνω. Θα μπορέσω ποτέ να φτάσω εκεί που θα ήθελα; Και αν έφτανα, θα μπορούσα να το δω, να πω: «Αυτό είναι που ήθελα, τώρα ας τελειώσω;»».
Χρειάζεται πραγματικά υψηλή ταπεινοφροσύνη και εξίσου μεγάλη παλικαριά για να μπορέσει ένας ηθοποιός με τόσες επιτυχίες να πει αυτήν τη φράση. Και ο Νίκος Κούρκουλος αυτήν την παλικαριά απέδειξε ότι δεν την είχε μόνο στη μεγάλη οθόνη αλλά και στη ζωή.
Ζωή και θάνατος«Ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαι αλώβητος. Αντίθετα, αυτό που σκεφτόμουν πάντα είναι "γιατί όχι και σε μένα;". Είδα τους γονείς μου να φεύγουν, είδα δύο αδέλφια μου να χάνονται -ο ένας καπετάνιος από ναυάγιο στον Ατλαντικό, ο άλλος πολιτικός μηχανικός, πέφτοντας στην οικοδομή. Από νέος συνειδητοποίησα πόσο κοντά είναι ζωή και θάνατος. Αλλά έχω δύναμη, έχω τη δύναμη να πολεμήσω».
Για το Εθνικό Θέατρο«Εμένα, το τελευταίο πράγμα που με ενδιαφέρει είναι να βάζω υπογραφές. Τι να το κάνω αυτό το πράγμα; Εγώ θέλω έργο, θέλω σκηνή, θέλω να πάρω τη σκόνη της σκηνής, να νιώσω αυτό το πράγμα. Με αυτό ζω τόσα χρόνια· αναπνέω τη σκόνη και ζω. Και τρέφομαι απ’ αυτό. Αν δεν ζεις για αυτό, μην ασχοληθείς με το θέατρο. Πες "ευχαριστώ, δεν θα πάρω" και φύγε. Με αυτά που λέω δεν εννοώ ότι σήμερα όλα είναι πια ρόδινα στο Εθνικό. Αλλωστε δεν γίνονται θαύματα. Από τη μία στιγμή στην άλλη δεν αλλάζουν νοοτροπίες και δομές που έχουν σκουριάσει εδώ και χρόνια. Είναι σαν σίδερα που η σκουριά τα έχει ενώσει και δεν μπορείς να τα ξεχωρίσεις· πρέπει να βάλεις οξυγόνο για να τα κόψεις».
Γρηγόρης Παπαδογιάννης