Το κομπολόι ή επί το Ελληνικότερο ‘’ κομβολόγιο(ν) κατασκευάζετε από χάντρες οι οποίες μπορεί να είναι φτιαγμένες από ασήμι, γυαλί, κεχριμπάρι, κόκκαλο, κοράλλι, κουκούτσια καρπών, μέταλλο, πετρώματα, ημιπολύτιμους λίθους, μαργαριτάρια, ξύλο και σήμερα από πλαστικό και οποιοδήποτε πρόσφορο υλικό. Το ποιο προσφιλές και διαδεδομένο υλικό για την κατασκευή χαντρών ανά τους αιώνες ήταν το κεχριμπάρι (Καχραμάν). Το θεωρούσαν χαλαρωτικό, και έκρυβε θεραπευτικές και ιαματικές ιδιότητες. Μια λεπτή οπή από την κορυφή διαπερνά το κέντρο εκάστης χάνδρας και όλες μαζί είναι περασμένες σε ένα νήμα από διάφορα υλικά. Αλυσίδα (λεπτή), δέρμα, μετάξι , σπάγκος, μπορούν να παίξουν το ρόλο του νήματος . Οι άκρες του είναι δεμένες μεταξύ τους με κόμπο. Το νήμα έχει τέτοια έκταση ώστε να δίνει την δυνατότητα οι χάντρες να μετατοπίζονται με ευχέρεια, αργά η μια μετά την άλλη, με τη βοήθεια των δακτύλων του χρήστη. Τον κόμπο του νήματος και άκρια του κομπολογιού, κοσμεί πάντα μια φούντα. Η όλη κατασκευή του κομπολογιού και Μπεγλέρι καλούμενου, έχει την δυνατότητα να στρέφεται γύρω από τα δάχτυλα του χρήστη. Ανά τους αιώνες, ήταν μια τελείως ανδρική υπόθεση και απασχόληση. Για την πατρότητα του υπάρχουν πολλές ιστορίες. Η αλήθεια της γένεσης του, χάνετε στα βάθη των αιώνων. Η στοματική παράδοση, θέλει γύρω στα 500 π. Χ, κάπου στην μακρινή μας Ινδία, ένας μαθητής ιερατικής σχολής, να είναι υποχρεωμένος να πει 108 φορές την προσευχή του (Μάντρα). Λόγω του ότι ήταν αγράμματος και δεν γνώριζε να μετρά, ο δάσκαλος του, τρύπησε αντίστοιχα κουκούτσια. Τα πέρασε όλα μαζί σε ένα κορδόνι και έδεσε τις άκριες. Αν ευσταθεί αυτή η ιστορία, αυτό ήταν το πρώτο υποτυπώδες προσευχητάριο. Εναλλάσσοντας θρησκείες και λαούς έλαβε ανάλογες ονομασίες . Οι Ινδουιστές και βουδιστές το ονόμαζαν «Τζεπιάν» ή «Τζέπα» Στη σανσκριτική γλώσσα υποδηλώνει την προσευχή. Σήμερα όμως έχει επικρατήσει η ονομασία «Mala» . Οι μουσουλμάνοι το είπαν «τασμπίχ» ή «τεσπίχ». Οι Γάλλοι «Chapelet». Οι Γερμανοί « Rosencrantz» , οι Ιταλοί και γενικά οι Οι ρωμαιοκαθολικοί «Rosario», «ροζάριο».. Οι Ελληνορθόδοξοι «κομποσκοίνι» (με 54 κόμπους) και «πατερήμι» είναι ο πρόδρομος του κομπολογιού. Γενικά παραδεκτό, πάντως πως Βυζαντινοί και Σταυροφόροι είναι αυτοί που το μετέφεραν και το έκαναν γνωστό στη δύση. Σαν αντίλογο, για να μη χάσουμε σαν λαός την πατρότητα και του κομπολογιού θα πω ότι ως λέγουν το χρησιμοποιούσαν οι προπάτορες μας στην διάρκεια των Ελευσίνιων μυστηρίων.
Οι προσευχές των Μουσουλμάνων προς τον Αλλάχ, μετρούνται σε 99, όσες και οι ιδιότητες του. Τόσες ήταν και οι χάντρες του «Τασμπίχ». Δεμένες, πολύ κοντά η μία στην άλλη, ώστε να είναι ποιο εύκολο το μέτρημα. Αργότερα μειώθηκαν σε 33. Σε αυτής της μορφής τα προσευχητάρια, κάθε ένδεκα χάντρες, η επόμενη είναι μικρότερου μεγέθους για να μη χάνουν το μέτρημα. Τρείς φορές έστρεφαν αργά, αργά το κομπολόι στη μια παλάμη τους. Με το τέλος κάθε προσευχής έσπρωχναν τη χάντρα με τον αντίχειρα τους έως πουν και τις 99. Μια διαφορετική, επιμήκης χάντρα, ο «Θυρεός» είναι η αρχή και το τέλος του κομπολογιού. Οι ανατολίτες την ονομάζουν «Αλλάχ» και εμείς «Παπά» Σήμερα, μπορούμε να δούμε σαν κατάληξη αντί για την φούντα μετά τον «Παπά», δυο πολύ μικρότερες χάντρες ή κάποιο γούρι . Πιθανά από το «Κόμπος» και το «Λέγει» , «Κομπολέγει», καταλήξαμε στην ονομασία «Κομπολόγι», «κομπολόι» . Το «Μπεγλέρι» των «κουτσαβάκιδων» είχε 16 χάντρες. Πάντως στα σημερινά κομπολόγια πάντα είναι μονός αριθμός γιατί πιστεύουν ότι φέρνει ευτυχία και γούρι στον κάτοχο του. Δεν έχει σημασία ποιος, που και πότε το ανακάλυψε. Από τότε άλλαξε πολλά χέρια και κατόχους έως που έπεσε σε εμάς. Οι Έλληνες του δώσαμε νέα υπόσταση. Το λατρέψαμε και το τραγουδήσαμε. Υπακούοντας στα προστάγματα της ιδιοσυγκρασία μας ανέπτυξε μαζί μας άθραυστη σχέση .Η ύπαρξη του πείρε νέο νόημα. Έγινε ο αχώριστος σύντροφος μας. Κάτι το άκρως απαραίτητο και αναπόσπαστο της προσωπικότητας μας. Αν ρωτήσεις όλους τους ανθρώπους του κόσμου, χωρίς πολύ σκέψη και με βεβαιότητα θα πουν ότι το κομπολόι είναι Ελληνικό. Τεράστια η συναισθηματική αξία και η επιρροή για τον κάτοχο του. Παρά του ότι όλα τα κομπολόγια κάνουν την ίδια δουλειά, κάθε κομμάτι παραμένει ξεχωριστό. Διαφέρουν μεταξύ τους στα πάντα. Κατ, αρχάς στο χρώμα , στο μέγεθος, στην ποιότητα , στο υλικό και στο σχήμα της χάντρας. Στο μήκος, το χρώμα και το υλικό του νήματος και της φούντας. Οι λεπτομέρειες και μαζί όλα τα ιδιαίτερα στοιχεία του το κάνουν να φαντάζει στα μάτια και μιλάει απευθείας στην καρδιά μας. Εκφράζει το μεράκι του καθενός μας , Ορισμένοι να το θεωρούν σαν σύμβολο κύρους και υπόστασης. Η μοναδικότητα του Ελληνικού κομπολογιού, έγκειται στο ότι το χρησιμοποιούμε για προσωπική τέρψη. Αγχολυτικό για χαλάρωση και όχι για κάποια θρησκοτελετουργική ανάγκη. Αυτός και ο λόγος που έδωσαν αρκετό ελεύθερο χώρο μεταξύ των χαντρών. Ζητούσαμε πάντα λευτεριά και θέλουμε να ζουμε ελεύθεροι και να εκφράζουμε το γούστο μας. Σαν δώσαμε λευτεριά στις ασυναγώνιστες κεχριμπαρένιες χάντρες, αυτές όταν κτυπούν μεταξύ τους παράγουν όμορφους ήχους. Αυτή η μελωδία και η άμεση επαφή με κάθε μια από τις χάντρες έκανε το κομπολόι αναπόσπαστο τμήμα και επέκταση του εαυτού μας. Ορισμένοι το μεταχειρίζονται σαν φάρμακο εναντίον του καπνίσματος. Άλλωστε σαν λαός δεν είμαστε εραστές της προσευχής, της υποταγής και της λύπησης. Σωστό κομπολόι, για τον καθένα μας είναι αυτό το οποίο τέρπει και ευχαριστεί αυτιά, δάκτυλα και μάτια . Πρέπει να είναι λειτουργικό και ανθεκτικό. Να έχει αρμονία στο μέγεθος τον όγκο και τα χρώματα. Εναρμονιζόμενο με τα κελεύσματα και τις επιταγές των εποχών, συνεχίζει να δηλώνει την όμορφη παρουσία του, όχι πλέον σαν αποκλειστικά αντρικό αντικείμενο. Κάτι το απαραίτητο για τον μάγκα και τον νταή. Ας θυμηθούμε τη χαρακτηριστική φιγούρα του θεάτρου Σκιών το «Σταύρακα» ή τους πονηρούς που κάναν μπλόκο, για να του πάρουν το μπεγλέρι .Σήμερα πλέον κοσμεί τα χέρια όμορφων υπάρξεων σαν απαραίτητο αξεσουάρ και αντίδοτο συναισθηματικών επιπλοκών. Όπως το μπουζούκι, έτσι και αυτό εισέβαλε στα σαλόνια και έπαψε να είναι απασχόληση και πέρασμα χρόνου για μάγκες και αργόσχολους. Ο γιός του αξέχαστου ναυτεργάτη φίλου μου και αγωνιστή Τάσσου, ΝικολάκηςΑνταλής, έχει σαν κύρια απασχόληση του το κομπολόι και εφοδιάζει τους μερακλήδες με πανέμορφα κομμάτια. Κάμποσα από αυτά, ομορφαίνουν τις ώρες μου αλλά ευωδιάζουν το φτωχικό μου με τις μοσχοβολιές και τα θεία αρώματα που εκπέμπουν.
«Φτωχό κομπολογάκι μου, εσύ είσαι το μεράκι μου»
Μιχάλης Γ. Καριάμης
Συνταξ. Πλοίαρχος