Η δίκη
Η δίκη για την υπόθεση, πραγματοποιήθηκε στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών (Κακουργιοδικείο) στις 5, 6 και 7 Μαΐου 1972. Οι Β. Λυμπέρης και ο Π. Αγγελόπουλος κατηγορούνταν για τέσσερις δολοφονίες εκ προθέσεως ιδιαζόντως ειδεχθείς και διακεκριμένη φθορά δια πυρός, ο Θ. Καπρέτσος για απλή συνέργια και στις δύο πράξεις των δύο προηγουμένων, ενώ ο Θ. Σταμάτης για υπόθαλψη εγκληματία. Οι αίθουσα του δικαστηρίου είχε κατακλυσθεί από κόσμο, που ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία, τόσο του Β. Λυμπέρη, όσο και των άλλων τριών κατηγορουμένων.
Στιγμιότυπο από τη δίκη. Διακρίνονται από αριστερά οι Β. Λυμπέρης, Θ. Καπρέτσος,
Θ. Σταμάτης και Π. Αγγελόπουλος (φωτογραφία από την εφημερίδα «Απογευματινή»)
Θ. Σταμάτης και Π. Αγγελόπουλος (φωτογραφία από την εφημερίδα «Απογευματινή»)
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η έδρα προσπάθησε να διερευνήσει τα βαθύτερα αίτια της πράξης του Β. Λυμπέρη και των άλλων τριών. Οι μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν πως «η διάσταση του Βασίλη με τη Βασιλική, άρχισε μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού τους» (κατάθεση Ευαγ. Στρογγυλούδη, αδελφής της Βασιλικής), ότι «ο Λυμπέρης δεν αγαπούσε τη Βασιλική, την παντρεύτηκε για την περιουσία της, πωλούσε τα κτήματά της και τα χρήματα που έπαιρνε τα σπαταλούσε εδώ και εκεί, άσκοπα. Η Βασιλική έκανε πολλές φορές παράπονα ότι δεν περνάει καλά μαζί του και πως έκανε άσχημα που δεν μας άκουσε και τον παντρεύτηκε» (κατάθεση Αντ. Στρογγυλούδη, συζύγου της προηγουμένης) και πως «η οικογένεια Μάρκου (σ.σ.:η οικογένεια των θυμάτων) επρόκειτο περί αρίστης οικογενείας και όταν μπήκε ο Λυμπέρης στην οικογένεια, άρχισε η κατάρρευση» (κατάθεση Χρ. Καραχάλιου, δικηγόρου της Βασιλικής).
Από την πλευρά τους, οι μάρτυρες υπεράσπισης χαρακτήρισαν τον Β. Λυμπέρη ως έναν καλό πατέρα, ο οποίος «αγαπούσε πολύ τα παιδιά του και δεν μιλούσε άσχημα για τη γυναίκα του, αλλά μόνο με την πεθερά του δεν τα πήγαινε καλά» (κατάθεση Ι. Κελαϊδή, συναδέλφου του Β. Λυμπέρη), ότι «ήταν φοβιτσιάρης» (κατάθεση του ίδιου μάρτυρα), πως «συναντούσε τη γυναίκα του κρυφά από την πεθερά του, στο Πεδίο του Άρεως, για να μπορεί να βλέπει τα παιδιά του» (κατάθεση Δ. Λυμπέρη, αδελφού του κατηγορουμένου) και τέλος πως «αγαπούσε τα παιδιά του» και «έδινε 500 δρχ. το μήνα για τη διατροφή τους» (κατάθεση Δ. Κουβαρά).
Ο ίδιος ο Β. Λυμπέρης, στην απολογία του επέμεινε πως δεν κατάλαβε ότι, εκείνο το βράδυ, τα παιδιά του βρίσκονταν στο σπίτι των Βριλησσίων, πως είναι μετανοιωμένος για ό,τι έγινε και ότι δεν είναι κακούργος. Οι άλλοι τρεις κατηγορούμενοι προσπάθησαν να μεταφέρουν το βάρος των ευθυνών στον Β. Λυμπέρη, ώστε να ελαφρύνουν τη δική τους θέση.
Στην αγόρευσή του, ο εισαγγελέας είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «(…) Ο εγκληματικός χαρακτήρας του Λυμπέρη που προϋπήρχε, τελειοποιήθηκε με την εγκατάστασή του στην πανσιόν της οδού Σωνιέρου και με τον έρωτά του προς τη Μαρία Γκίκα. Δύο, συνεπώς, είναι τα ελατήρια του Λυμπέρη: να κληρονομήσει τη σύζυγό του και να παντρευτεί τη Μαρία. (…) Το έγκλημα διαπράχθηκε εν γνώσει του Λυμπέρη ότι, όλοι βρισκόντουσαν μέσα στο σπίτι. Φρονώ ότι, η προμελέτη του εγκλήματος προέκυψε κατά τρόπο σαφή εκ της ακροαματικής διαδικασίας. (…) Για πρώτη φορά στα εγκληματικά χρονικά της χώρας μας, εμφανίζεται έγκλημα τέτοιων διαστάσεων. Και δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί απεχθές (…)».
Το πρωί της 7ης Μαΐου, μετά από διάσκεψη 45 λεπτών, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του, με την οποία έκρινε τους κατηγορουμένους ενόχους και επέβαλε:
-στο Β. Λυμπέρη, την ποινή «τετράκις εις θάνατον», για τη δολοφονία της γυναίκας, της πεθεράς και των δύο παιδιών του και ποινή φυλάκισης 5 ετών για φθορά ξένης περιουσίας,
-στον Π. Αγγελόπουλο τις ίδιες ακριβώς ποινές,
-στον Θ. Καπρέτσο, την ποινή της «τετράκις ισοβίας καθείρξεως» για τους φόνους και ποινή φυλάκισης 5 ετών για τον εμπρησμό, και
-στον Θ. Σταμάτη, ποινή φυλάκισης 3 ετών για απόκρυψη της εγκληματικής δράσης των άλλων τριών.
Μετά την καταδίκη του, ο Β. Λυμπέρης μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας, όπου όπως θυμάται ο τότε πολιτικός κρατούμενος Τάκης Μπενάς «κρατούνταν στα πειθαρχία (…) όχι γιατί ήταν απομονωμένος σαν θανατοποινίτης, αλλά διότι οι ποινικοί κρατούμενοι δεν τον δέχτηκαν στις ακτίνες τους, απειλώντας μάλιστα να τον σκοτώσουν. Έτσι, ο Λυμπέρης δεν είχε καμιά επικοινωνία για όσο διάστημα έμεινε στην Αίγινα». Λίγο καιρό αργότερα, μετήχθη στις φυλακές Αλικαρνασσού και αμέσως τέθηκε σε απομόνωση. Για να καπνίσει έπρεπε να του δώσει φωτιά ο φύλακας, που βρισκόταν έξω από το κελί του, ενώ μπορούσε να βγαίνει στο προαύλιο μόνο μισή ώρα το πρωί και μισή ώρα το μεσημέρι, όταν οι άλλοι κρατούμενοι είχαν επιστρέψει στα κελιά τους. Μάλιστα, όσοι πολιτικοί κρατούμενοι βρίσκονταν εκείνη την εποχή στις φυλακές Αλικαρνασσού δέχτηκαν να περιορίσουν το χρόνο του προαυλισμού τους, ώστε ο Β. Λυμπέρης να μπορεί να προαυλίζεται λίγο περισσότερο, στο δικό τους, στενό διάδρομο.
Από την πλευρά του, ο Π. Αγγελόπουλος έζησε τρία χρόνια ως μελλοθάνατος στις φυλακές της Κέρκυρας, μέχρι τη στιγμή που η ποινή του μετατράπηκε αυτοδικαίως σε ισόβια κάθειρξη. Ήταν ο άνθρωπος στον οποίο σταμάτησε, ουσιαστικώς, η εφαρμογή της θανατικής ποινής στην Ελλάδα! Κατά μία έννοια, από την εκτέλεση τον διέσωσαν οι συγκρατούμενοί του, ανάμεσά τους και αρκετοί πολιτικοί κρατούμενοι, που βρίσκονταν εκείνη την εποχή στη ίδιες φυλακές. «Όταν έφθασα στην Κέρκυρα» θα πει αργότερα ο ίδιος «κάποιοι άνθρωποι άρχισαν να ενδιαφέρονται. Ήταν οι πολιτικοί κρατούμενοι. Όταν με είδαν, δεν πίστευαν στα μάτια τους. Δίχως γένια, πως είναι δυνατόν να δικαστεί με τέτοια ποινή (…)». Όμως, «με τέτοια ποινή, δεν είσαι ποτέ σίγουρος. (…) Μου είπανε ότι, επειδή είμαι ανήλικος, θα αφήσουνε να ενηλικιωθώ και μετά θα με εκτελέσουν. Με αποτέλεσμα αυτό να τραβήξει τρία χρόνια (…). Και τρία χρόνια ζούσα με αυτή την αγωνία. (…) Είχα αρρωστήσει. Γιατί άλλο είναι να πεθαίνεις μία στιγμή και άλλο να κρέμεται ο θάνατος πάνω από το κεφάλι σου. Γιατί κάθε μέρα που ξημερώνει λες θα δω τον ήλιο σήμερα; Παθαίνεις μεγάλες ζημιές. Τα νεύρα σου … Έπινα 20 καφέδες την ημέρα, πέντε πακέτα τσιγάρα και κοιμόμουνα δύο ώρες το 24ωρο, επί τρία χρόνια. (…) Στην Κέρκυρα είμαστε τρεις με την ποινή του θανάτου και συνήθως κάναμε παρέα, πίναμε καφέ. (…) Όταν βλέπαμε τον ήλιο να δύει, σκεφτόμασταν αν θα τον δούμε το πρωί. Εγώ (…) περίμενα ότι, κάποια στιγμή, θα με πάρουν να με εκτελέσουν (…). Μόλις έβλεπα τον ήλιο, ανασταινόμουν: ‘Θα ζήσω και σήμερα τον ήλιο’ (…)».
Ο Θ. Καπρέτσος και ο Θ. Σταμάτης αποφυλακίσθηκαν μερικά χρόνια αργότερα, ενώ στον Π. Αγγελόπουλο απονεμήθηκε χάρις στα μέσα της δεκαετίας του 1990.
«Οι σατανάδες της νύχτας»
Η υπόθεση «Λυμπέρη» μεταφέρθηκε και στην κινηματογραφική οθόνη από τον σκηνοθέτη Μάριο Ρετσίλα και τον παραγωγό Τζέημς Πάρις, σε σενάριο του Βασίλη Μανουσάκη.
Ο τίτλος της (ασπρόμαυρης, διάρκειας 89’) ταινίας ήταν «Οι σατανάδες της νύχτας» και προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες τον Σεπτέμβριο του 1972.
«Στις αρχές Ιανουαρίου, διαβάσαμε την είδηση στις εφημερίδες, που αφιέρωναν πολλές σελίδες στο γεγονός» θυμάται ο Μ. Ρετσίλας «και ο παραγωγός μου Τζ. Πάρις μου πρότεινε να την κάνουμε ταινία. Συμφώνησα, αλλά του είπα πως δεν μπορούμε να την πούμε ‘υπόθεση Λυμπέρη’, ούτε βεβαίως να έχουμε απόφαση, αφού δεν είχε γίνει η δίκη. Έτσι, με βάση τα εκτενή δημοσιεύματα των εφημερίδων, ο Β. Μανουσάκης, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες έγραψε το σενάριο το οποίο τελείωνε στην αγόρευση του εισαγγελέα στο δικαστήριο, χωρίς να έχουμε απόφαση».
Αυτό που απασχόλησε έντονα τον Μ. Ρετσίλα ήταν η επιλογή των ηθοποιών που θα ενσάρκωναν τους κεντρικούς ρόλους. «Ήθελα νέους ηθοποιούς, που να μην έχουν ‘τυποποιηθεί’ στα μάτια των θεατών» λέει ο ίδιος «αλλά, παράλληλα, να έχουν φυσιογνωμική ομοιότητα με τους πραγματικούς χαρακτήρες. Για το ρόλο του Λυμπέρη, είχα αρχικώς επιλέξει τον Νίκο Δημητράτο (σ.σ.: σημαντικό τραγουδιστή και ηθοποιό, που πρωταγωνίστησε μεταξύ άλλων και στην ταινία του Κ. Φέρρη «Ρεμπέτικο», 1983), λόγω της εκπληκτικής του ομοιότητας με τον Λυμπέρη, αλλά είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις και δεν μπορούσε να συμμετάσχει. Έτσι, για το ρόλο αυτό επέλεξα τον Γιάννη Κατράνη». Τους άλλους κεντρικούς ρόλους ερμήνευσαν οι ηθοποιοί Έλ. Τσαλδάρη (στο ρόλο της Βασιλικής), A. Μιχόπουλος (Π. Αγγελόπουλος) και Μ. Γιαννόπουλος (Θ. Καπρέτσος).
Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, η αδελφή του Λυμπέρη, μαζί με τον δικηγόρο της, έχοντας πληροφορηθεί από ορισμένα δημοσιεύματα στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο τις προθέσεις του Τζ. Πάρις επισκέφθηκαν τον παραγωγό και, σύμφωνα με το Μ. Ρετσίλα ο οποίος δεν παρίστατο στη συνάντηση «ζήτησαν να έρθουν σε κάποιο συμβιβασμό μαζί του, ώστε να μην προχωρήσουν σε δικαστικά μέτρα. Τελικώς, οι δύο πλευρές δεν μπόρεσαν να τα ‘βρουν’».
Η προβολή της ταινίας στις αίθουσες προγραμματίσθηκε για την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου 1972, λίγο πριν την ολοκλήρωση της κινηματογραφικής περιόδου. Αρκετές ημέρες νωρίτερα, ο παραγωγός της ταινίας είχε αρχίσει τη προδιαφήμιση της ταινίας, με δημοσιεύσεις στις εφημερίδες και τοποθέτηση μεγάλων ταμπλό έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες, με τα οποία αναγγέλλονταν η προβολή της ταινίας. Ο Μ. Ρετσίλας αναφέρει ότι «το ενδιαφέρον και η αναμονή του κοινού για την ταινία υπήρξε μεγάλη και προοιώνιζε, κατά κάποιο τρόπο, την εμπορική της επιτυχία». Ωστόσο «τρεις μέρες πριν από την προβολή, η οικογένεια Λυμπέρη έκανε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να μην προβληθεί η ταινία. Έτσι, την επόμενη ημέρα πραγματοποιήθηκε ειδική προβολή, παρουσία του εισαγγελέα, για να διαπιστωθεί εάν η ταινία αναφέρεται στην υπόθεση ‘Λυμπέρη’. Βεβαίως, εμείς λέγαμε ότι δεν πρόκειται για τη συγκεκριμένη υπόθεση (σ.σ.: ο πρωταγωνιστής στην ταινία είχε το όνομα Ζήσης). Μάλιστα, κάποια στιγμή, πριν αρχίσει η προβολή, ο εισαγγελέας που καθόταν δίπλα μου με ρώτησε αν πρόκειται για την ίδια ιστορία. Του απάντησα πως δούλευα το θέμα για έξι μήνες και είναι συμπτωματικό το γεγονός πως μοιάζουν κάποια γεγονότα».
Ο εισαγγελέας απαγόρευσε την προβολή της ταινίας, ώστε να μην επηρεαστούν οι δικαστές και οι ένορκοι στην έκδοση της απόφασής τους, καθώς εκκρεμούσε η εκδίκαση της υπόθεσης. Μετά τη δίκη, επιτράπηκε η προβολή της, αλλά όπως τονίζει ο Μ. Ρετσίλας «η λογοκρισία ‘έκοψε’ κάποια πλάνα από την σκηνή της φωτιάς, τα οποία θεωρήθηκαν πολύ άγρια». Στην αρχική κόπια, προστέθηκε μόνο η τελική σκηνή της εκτέλεσης του
«Στις αρχές Ιανουαρίου, διαβάσαμε την είδηση στις εφημερίδες, που αφιέρωναν πολλές σελίδες στο γεγονός» θυμάται ο Μ. Ρετσίλας «και ο παραγωγός μου Τζ. Πάρις μου πρότεινε να την κάνουμε ταινία. Συμφώνησα, αλλά του είπα πως δεν μπορούμε να την πούμε ‘υπόθεση Λυμπέρη’, ούτε βεβαίως να έχουμε απόφαση, αφού δεν είχε γίνει η δίκη. Έτσι, με βάση τα εκτενή δημοσιεύματα των εφημερίδων, ο Β. Μανουσάκης, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες έγραψε το σενάριο το οποίο τελείωνε στην αγόρευση του εισαγγελέα στο δικαστήριο, χωρίς να έχουμε απόφαση».
Αυτό που απασχόλησε έντονα τον Μ. Ρετσίλα ήταν η επιλογή των ηθοποιών που θα ενσάρκωναν τους κεντρικούς ρόλους. «Ήθελα νέους ηθοποιούς, που να μην έχουν ‘τυποποιηθεί’ στα μάτια των θεατών» λέει ο ίδιος «αλλά, παράλληλα, να έχουν φυσιογνωμική ομοιότητα με τους πραγματικούς χαρακτήρες. Για το ρόλο του Λυμπέρη, είχα αρχικώς επιλέξει τον Νίκο Δημητράτο (σ.σ.: σημαντικό τραγουδιστή και ηθοποιό, που πρωταγωνίστησε μεταξύ άλλων και στην ταινία του Κ. Φέρρη «Ρεμπέτικο», 1983), λόγω της εκπληκτικής του ομοιότητας με τον Λυμπέρη, αλλά είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις και δεν μπορούσε να συμμετάσχει. Έτσι, για το ρόλο αυτό επέλεξα τον Γιάννη Κατράνη». Τους άλλους κεντρικούς ρόλους ερμήνευσαν οι ηθοποιοί Έλ. Τσαλδάρη (στο ρόλο της Βασιλικής), A. Μιχόπουλος (Π. Αγγελόπουλος) και Μ. Γιαννόπουλος (Θ. Καπρέτσος).
Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, η αδελφή του Λυμπέρη, μαζί με τον δικηγόρο της, έχοντας πληροφορηθεί από ορισμένα δημοσιεύματα στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο τις προθέσεις του Τζ. Πάρις επισκέφθηκαν τον παραγωγό και, σύμφωνα με το Μ. Ρετσίλα ο οποίος δεν παρίστατο στη συνάντηση «ζήτησαν να έρθουν σε κάποιο συμβιβασμό μαζί του, ώστε να μην προχωρήσουν σε δικαστικά μέτρα. Τελικώς, οι δύο πλευρές δεν μπόρεσαν να τα ‘βρουν’».
Η προβολή της ταινίας στις αίθουσες προγραμματίσθηκε για την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου 1972, λίγο πριν την ολοκλήρωση της κινηματογραφικής περιόδου. Αρκετές ημέρες νωρίτερα, ο παραγωγός της ταινίας είχε αρχίσει τη προδιαφήμιση της ταινίας, με δημοσιεύσεις στις εφημερίδες και τοποθέτηση μεγάλων ταμπλό έξω από τις κινηματογραφικές αίθουσες, με τα οποία αναγγέλλονταν η προβολή της ταινίας. Ο Μ. Ρετσίλας αναφέρει ότι «το ενδιαφέρον και η αναμονή του κοινού για την ταινία υπήρξε μεγάλη και προοιώνιζε, κατά κάποιο τρόπο, την εμπορική της επιτυχία». Ωστόσο «τρεις μέρες πριν από την προβολή, η οικογένεια Λυμπέρη έκανε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να μην προβληθεί η ταινία. Έτσι, την επόμενη ημέρα πραγματοποιήθηκε ειδική προβολή, παρουσία του εισαγγελέα, για να διαπιστωθεί εάν η ταινία αναφέρεται στην υπόθεση ‘Λυμπέρη’. Βεβαίως, εμείς λέγαμε ότι δεν πρόκειται για τη συγκεκριμένη υπόθεση (σ.σ.: ο πρωταγωνιστής στην ταινία είχε το όνομα Ζήσης). Μάλιστα, κάποια στιγμή, πριν αρχίσει η προβολή, ο εισαγγελέας που καθόταν δίπλα μου με ρώτησε αν πρόκειται για την ίδια ιστορία. Του απάντησα πως δούλευα το θέμα για έξι μήνες και είναι συμπτωματικό το γεγονός πως μοιάζουν κάποια γεγονότα».
Ο εισαγγελέας απαγόρευσε την προβολή της ταινίας, ώστε να μην επηρεαστούν οι δικαστές και οι ένορκοι στην έκδοση της απόφασής τους, καθώς εκκρεμούσε η εκδίκαση της υπόθεσης. Μετά τη δίκη, επιτράπηκε η προβολή της, αλλά όπως τονίζει ο Μ. Ρετσίλας «η λογοκρισία ‘έκοψε’ κάποια πλάνα από την σκηνή της φωτιάς, τα οποία θεωρήθηκαν πολύ άγρια». Στην αρχική κόπια, προστέθηκε μόνο η τελική σκηνή της εκτέλεσης του
Β. Λυμπέρη, η οποία γυρίστηκε ξεχωριστά.
Τον Σεπτέμβριο, η ταινία προβλήθηκε στις μισές κινηματογραφικές αίθουσες απ’ όσες είχε εξασφαλίσει αρχικώς τον Απρίλιο, με αποτέλεσμα, όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης της «να μην έχει την εμπορική επιτυχία που περιμέναμε. Ίσως να έπαιξε ρόλο και το γεγονός πως είχε περάσει ο χρόνος και το ενδιαφέρον του κόσμου για την υπόθεση είχε περιοριστεί».
Τον Σεπτέμβριο, η ταινία προβλήθηκε στις μισές κινηματογραφικές αίθουσες απ’ όσες είχε εξασφαλίσει αρχικώς τον Απρίλιο, με αποτέλεσμα, όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης της «να μην έχει την εμπορική επιτυχία που περιμέναμε. Ίσως να έπαιξε ρόλο και το γεγονός πως είχε περάσει ο χρόνος και το ενδιαφέρον του κόσμου για την υπόθεση είχε περιοριστεί».
Οι «Σατανάδες της νύχτας» τελικώς έκοψαν περίπου 60.000 εισιτήρια, κατά την α΄ προβολή της ταινίας, στην ευρύτερη περιοχή Αθήνας - Πειραιά - προαστίων. Ακόμα,
η ταινία υποβλήθηκε για να συμμετάσχει στο 13ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, αλλά η επιτροπή δεν την προέκρινε, μαζί με άλλες, στο διαγωνιστικό τμήμα του. Ήταν η χρονιά, που στο προσκήνιο εμφανιζόταν «συντεταγμένα» η νέα γενιά Ελλήνων κινηματογραφιστών (η οποία συνέδεσε το όνομά της με τον περίφημο Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο), αφού στο Φεστιβάλ εκείνης της χρονιάς συμμετείχαν, μεταξύ άλλων, και ταινίες του Θ. Αγγελόπουλου («Μέρες του ‘36»), του Π. Βούλγαρη
(«Το προξενιό της Άννας»), του Π. Τάσιου («Ναι μεν, αλλά») κ.α. Για την ιστορία αναφέρεται ότι το βραβείο καλύτερης ταινίας κέρδισε η ταινία του Π. Βούλγαρη.