ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΟΥ 1945
(ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΥΠΕΡ)
Είναι από τις πιο συγκινητικές ιστορίες που έχω ακούσει… Αφηγητής ο εξαίρετος λόγιος, συνταξιούχος κτηνίατρος σήμερα, κ. Γιάννης Καραβαλάκης, γεννημένος και μεγαλωμένος στο Οροπέδιο Λασιθίου.
Κάπου στα 1945, στο Ψυχρό.
Στον αστυνομικό σταθμό υπηρετούσε ως σταθμάρχης ο Ευάγγελος Ζώγας. Δεν ήταν Κρητικός, αλλά είχε υπηρετήσει στο Οροπέδιο για αρκετά χρόνια – εκεί είχε ζήσει και κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Δύσκολες εποχές, ο τόπος μόλις βγαλμένος από την περιπέτεια του πολέμου, το Λασίθι θρηνούσε ακόμη θύματα. Το φαινόμενο της αγροτικής εξόδου δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί και το Οροπέδιο κρατούσε καλά· ήταν αληθινό περιβόλι καθώς οι χιλιάδες ανεμόμυλοί του είχαν προσφέρει άφθονο νερό χωρίς ενεργειακό κόστος. Η εικόνα των χωριών ήταν διαφορετική από αυτήν που ξέρομε σήμερα. Η πλειοψηφία των ανθρώπων ήταν νέοι και τα σχολεία έσφυζαν από ζωή.
Ο σταθμάρχης της Αστυνομίας ήξερε να ψάλλει καθώς γνώριζε πολύ καλά τη βυζαντινή μουσική και τη σημειολογία της. Αποφάσισε, λοιπόν, να μαζεύει τα παιδιά του χωριού στο γραφείο του κάθε απόγευμα και να τα διδάσκει. Ανάμεσα στους μαθητές ήταν και ο κ. Καραβαλάκης, παιδί κι εκείνος με έφεση στα γράμματα. Σήμερα θυμάται με συγκίνηση και τον σταθμάρχη Ζώγα και τη διδασκαλία της βυζαντινής μουσικής, σημαντικό γεγονός για τους ανθρώπους μιας αγροτικής κοινότητας στην οποία σπάνιζαν τέτοιες ευκαιρίες. Άλλωστε, σε όλη την Κρήτη οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μάθουν στα παιδιά τους γράμματα θεωρώντας την εκπαίδευση σαν μοναδικό δίαυλο που θα τους οδηγούσε σε μια καλύτερη ζωή. Ωστόσο, οι ευκαιρίες για σπουδή και μάθηση ήταν αρκετά περιορισμένες. Στα χωριά λειτουργούσαν μόνο δημοτικά σχολεία. Κι αν ήθελε να φοιτήσει κανείς σε γυμνάσιο γνώριζε καλά πως έπρεπε να ξενιτευτεί από τα 12 χρόνια του. Ειδικά τα παιδιά από το Οροπέδιο έπρεπε να περπατούν για πολλές ώρες μέχρι να φτάσουν στο Γυμνάσιο Καστελίου, στην Πεδιάδα, περνώντας ολόκληρο τον ορεινό όγκο της Δίκτης.
Κάποιο βράδυ λοιπόν, την ώρα του μαθήματος της βυζαντινής μουσικής, εμφανίζεται στον αστυνομικό σταθμό ένας νέος άνδρας. Οι περισσότεροι στο Οροπέδιο τον ήξεραν ως πολυτεχνίτη, αφού ήξερε να επισκευάζει ομπρέλες και ποδήλατα, παρά το ότι η φύση του είχε στερήσει τη δυνατότητα της ομιλίας. Ήταν κωφάλαλος. Τον έλεγαν Φραγκίσκο – Φραγκιό στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα. Όλοι όμως τον ήξεραν με το όνομα «Βουβός». Η μειονεξία είχε γίνει ταυτότητα – η αδυναμία του να μιλήσει ήταν το χαρακτηριστικό που τον διαφοροποιούσε από τους άλλους.
Ο Φραγκίσκος είχε γεννηθεί και ζούσε στο Κάτω Μετόχι και καταγόταν από την οικογένεια των Ανδριάνηδων. Εκείνα τα χρόνια η όποια σωματική ή ψυχική μειονεξία εσήμαινε και την αυτόματη περιθωριοποίηση, φαινόμενο συνηθισμένο σε όλη την αγροτική Ελλάδα. Ωστόσο, η τοπική κοινωνία είχε σταθεί μάλλον με συμπάθεια στο κωφάλαλο παιδί. Γράμματα δεν είχε μάθει καθόλου. Δεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να φοιτήσει σε σχολείο ένα παιδί που δεν μιλούσε; Η κοινωνία του αναγνώριζε την ευφυΐα και του εμπιστευόταν εργασίες που απαιτούσαν αυξημένες ικανότητες.
Ας επιστρέψομε, όμως, στο Ψυχρό του 1945. Ο «Βουβός» μπήκε στο γραφείο του σταθμάρχη και με νοήματα του εξήγησε ότι ήθελε να βγάλει ταυτότητα. Όλοι οι άνδρες του χωριού είχαν «Δελτία Ταυτότητος» εκτός από τον ίδιο. Κι εκείνη την εποχή οι «ταυτότητες» έμοιαζαν με μαγικά χαρτάκια. Είχε φτάσει η βοήθεια της Ούνρα και είχε αρχίσει η διανομή της στους φτωχούς και ταλαιπωρημένους από τα δεινά του πολέμου Έλληνες. Καθώς δεν υπήρχαν ούτε χρήματα ούτε ρούχα, τα πολύχρωμα και αταίριαστα ενδύματα που μοίραζε η «Ούνρα» (UNRA: United Nations Relief and Rehabilitation Administration) ήταν περιζήτητα σε όλη την ύπαιθρο, πολύ περισσότερο όμως σε ορεινές περιοχές όπου το ψύχος είναι δριμύ. Κι όποιος δεν είχε «ταυτότητα» δεν μπορούσε να πάρει. Να θυμίσομε πως η «Ούνρα» μοίραζε στους σχεδόν εξαθλιωμένους Έλληνες είδη πρώτης ανάγκης. Το κράτος και το παρακράτος συνεργάζονταν άψογα. Κι όταν ήθελαν να κρατήσουν τους τύπους μπορούσαν να το κάνουν χωρίς δυσκολία. Μπορούσαν να δώσουν στον Φραγκίσκο το μερίδιο που του αναλογούσε. Αλλά όταν θέλει το θεριό της γραφειοκρατίας και της επίσημης αυθαιρεσίας να δείξει τα δόντια του, ζητά… δελτία ταυτότητας.
Ο πανέξυπνος Φραγκιός ένιωσε τότε την πίκρα της στέρησης. Θεώρησε λογικό να διεκδικήσει το στοιχειώδες δικαίωμά του και αποφάσισε να το κάνει μόνος του. Έτσι βρέθηκε στο γραφείο του σταθμάρχη. Οι πληροφορίες που πήρε δεν ήταν καθόλου ευχάριστες. Ο Ζώγας του εξήγησε με όποιον τρόπο μπορούσε ότι χρειαζόταν φωτογραφία. Αλλιώς δεν μπορούσε να του βγάλει ταυτότητα.
Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Σαν ένα όνειρο που δεν πραγματοποιείται, σαν μια ελπίδα που διαψεύδεται. Ίσως κάποιος άλλος να τα παρατούσε. Φωτογράφος στο Οροπέδιο δεν υπήρχε. Κι όποιος ήθελε φωτογραφίες έπρεπε ή να περιμένει κάποιον πλανόδιο – αμφίβολο αν μπορούσε ο πλανόδιος να βγάλει φωτογραφίες με τις προδιαγραφές του υπουργείου - ή να ταξιδέψει σε κάποια πόλη, στο Ηράκλειο, στη Νεάπολη, στον Άγιο Νικόλα, εκεί όπου υπήρχαν φωτογράφοι και φωτογραφεία. Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβομε σήμερα πως κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατο για τα ανύπαρκτα οικονομικά του Φραγκιού και για την κοινωνική του θέση. Ο κωφάλαλος άνοιξε την πόρτα και έφυγε…
Το επόμενο απόγευμα, την ώρα που οι μαθητές του Ψυχρού παρακολουθούσαν το μάθημα της βυζαντινής μουσικής, εμφανίζεται και πάλι ο ίδιος επισκέπτης. Στα χέρια του κρατούσε ένα χοντρό χαρτί. Με χειρονομίες και νοήματα το παρέδωσε στον σταθμάρχη. Κι ήταν σα να του ’λεγε «σου έφερα τη φωτογραφία».
Ήταν ένα πακέτο από τσιγάρα. Αλλά στην πίσω πλευρά, στη λευκή, ήταν αποτυπωμένη η μορφή του. Τότε τα πακέτα των τσιγάρων κατασκευάζονταν με σκληρό χαρτόνι και ήταν «πλακέ». Στα χωριά μας δεν τα πετούσαν ποτέ. Οι μπακάληδες έγραφαν συχνά τις παραγγελίες τους σ’ αυτά, άλλοι έγραφαν ενθυμίσεις, ακόμη και τα ονόματα των τεθνεώτων που μνημόνευαν οι παπάδες σε τσιγαρόκουτες και τσιγαρόχαρτα τα έγραφαν. Αυτό, λοιπόν, ήταν και το μόνο πρόσφορο μέσο για τις δυνατότητες του Φραγκιού. Φωτογραφία δεν μπορούσε να βγάλει. Μπορούσε, όμως, να ζωγραφίσει ο ίδιος τη μορφή του. Αν και δεν είχε πιάσει ποτέ μολύβι στα χέρια του, πήρε έναν καθρέφτη από ποδήλατο και άρχισε να ζωγραφίζει.
Ο σταθμάρχης έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η ομοιότητα του ανθρώπου με την αυτοπροσωπογραφία του δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Ήταν ολόιδιος! Και η ποιότητα της εικόνας εξαιρετική.
Ο Φραγκιός δεν είχε προσπαθήσει μέχρι τότε να ζωγραφίσει. Αυτή ήταν η πρώτη φορά, ίσως και η τελευταία. Η ανθρώπινη ευρηματικότητα και η ευφυΐα του ανθρώπου είχε θριαμβεύσει. Όμως, άλλα λέει ο νόμος της λογικής (της τετράγωνης λογικής του κωφάλαλου νέου) κι άλλα λένε οι νόμοι. Όπως είναι φυσικό, «δελτίον ταυτότητος» δεν μπορούσε εκδοθεί. Ο νόμος δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της αποτύπωσης της ανθρώπινης μορφής σε κανένα ζωγράφο, ούτε σπουδαγμένο ούτε αυτοδίδακτο. Κι εκεί που δεν δίνουν λύση οι νόμοι, δίνουν οι άνθρωποι.
Ο Ζώγας πήρε το άδειο τσιγαροκούτι και φώναξε τον εισπράκτορα του λεωφορείου. Του έδωσε ένα χρηματικό ποσόν και το πακέτο και του παράγγειλε να πάρει μαζί του την επόμενη μέρα τον Φραγκίσκο στο Ηράκλειο, να τον πάει σ’ ένα φωτογραφείο και να περιμένει να πάρει τις φωτογραφίες. Του είπε ακόμη να αντιγράψει τη ζωγραφιά. Ο ευαίσθητος σταθμάρχης ήθελε να κρατήσει ως ενθύμιο αυτό το ωραίο σχέδιο.
Ένας από τους μαθητές που άκουγαν τη συζήτηση με τον εισπράκτορα σηκώθηκε αμέσως, έδωσε κι εκείνος λίγα κέρματα από το «χαρτζιλίκι» του και παρακάλεσε να του τυπώσουν ένα ακόμη αντίγραφο της προσωπογραφίας. Ο μαθητής αυτός δεν ήταν άλλος από τον φίλο μου τον Γιάννη Καραβαλάκη, στον οποίο χρωστούμε όχι μόνο την ωραία αφήγηση αλλά και το μοναδικό ίσως αντίγραφο της προσωπογραφίας.
Ο «Βουβός» από το Κάτω Μετόχι απέκτησε απροσδόκητα «δελτίον ταυτότητος». Ο σταθμάρχης απέκτησε, επίσης απροσδόκητα, ένα από τα πιο σημαντικά θυμητάρια της καριέρας του. Κι εμείς αποκτήσαμε μια πολύτιμη γνώση για τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης.
Όταν άκουσα την αφήγηση κοίταξα την προσωπογραφία. Δε έτυχε να δω ποτέ την πολυπόθητη ταυτότητα του αυτοσχέδιου ζωγράφου. Νομίζω, όμως, ότι πέρα από τους τύπους, τις διατάξεις, τους νόμους, τη γραφειοκρατία και όλα τα παρελκόμενα, η αληθινή ταυτότητα του κωφάλαλου καλλιτέχνη είναι αυτή η ζωγραφιά. Κανένα «νόμιμο» χαρτί δεν μπορεί να την αντικαταστήσει.
Ο Φραγκιός έζησε μέχρι το 1974. Πέθανε σε ηλικία 52 ετών. Δεν ξέρω αν έχει σωθεί τίποτ’ άλλο δικό του πέρα από την αγαθή ανάμνηση κι αυτό το ταλαιπωρημένο αντίγραφο που νομίζω πως αδικεί πολύ το πρωτότυπο. Σκέφτομαι πως οι δυνατότητες του φωτογράφου να αντιγράψει την αυτοπροσωπογραφία από το πακέτο των τσιγάρων ήταν κι αυτές περιορισμένες – ταιριαστές με μιαν Ελλάδα περιορισμένης κυριαρχίας, περιορισμένης δημοκρατίας και περιορισμένης φαντασίας.
Κάπου στα 1945, στο Ψυχρό.
Στον αστυνομικό σταθμό υπηρετούσε ως σταθμάρχης ο Ευάγγελος Ζώγας. Δεν ήταν Κρητικός, αλλά είχε υπηρετήσει στο Οροπέδιο για αρκετά χρόνια – εκεί είχε ζήσει και κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής. Δύσκολες εποχές, ο τόπος μόλις βγαλμένος από την περιπέτεια του πολέμου, το Λασίθι θρηνούσε ακόμη θύματα. Το φαινόμενο της αγροτικής εξόδου δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί και το Οροπέδιο κρατούσε καλά· ήταν αληθινό περιβόλι καθώς οι χιλιάδες ανεμόμυλοί του είχαν προσφέρει άφθονο νερό χωρίς ενεργειακό κόστος. Η εικόνα των χωριών ήταν διαφορετική από αυτήν που ξέρομε σήμερα. Η πλειοψηφία των ανθρώπων ήταν νέοι και τα σχολεία έσφυζαν από ζωή.
Ο σταθμάρχης της Αστυνομίας ήξερε να ψάλλει καθώς γνώριζε πολύ καλά τη βυζαντινή μουσική και τη σημειολογία της. Αποφάσισε, λοιπόν, να μαζεύει τα παιδιά του χωριού στο γραφείο του κάθε απόγευμα και να τα διδάσκει. Ανάμεσα στους μαθητές ήταν και ο κ. Καραβαλάκης, παιδί κι εκείνος με έφεση στα γράμματα. Σήμερα θυμάται με συγκίνηση και τον σταθμάρχη Ζώγα και τη διδασκαλία της βυζαντινής μουσικής, σημαντικό γεγονός για τους ανθρώπους μιας αγροτικής κοινότητας στην οποία σπάνιζαν τέτοιες ευκαιρίες. Άλλωστε, σε όλη την Κρήτη οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μάθουν στα παιδιά τους γράμματα θεωρώντας την εκπαίδευση σαν μοναδικό δίαυλο που θα τους οδηγούσε σε μια καλύτερη ζωή. Ωστόσο, οι ευκαιρίες για σπουδή και μάθηση ήταν αρκετά περιορισμένες. Στα χωριά λειτουργούσαν μόνο δημοτικά σχολεία. Κι αν ήθελε να φοιτήσει κανείς σε γυμνάσιο γνώριζε καλά πως έπρεπε να ξενιτευτεί από τα 12 χρόνια του. Ειδικά τα παιδιά από το Οροπέδιο έπρεπε να περπατούν για πολλές ώρες μέχρι να φτάσουν στο Γυμνάσιο Καστελίου, στην Πεδιάδα, περνώντας ολόκληρο τον ορεινό όγκο της Δίκτης.
Κάποιο βράδυ λοιπόν, την ώρα του μαθήματος της βυζαντινής μουσικής, εμφανίζεται στον αστυνομικό σταθμό ένας νέος άνδρας. Οι περισσότεροι στο Οροπέδιο τον ήξεραν ως πολυτεχνίτη, αφού ήξερε να επισκευάζει ομπρέλες και ποδήλατα, παρά το ότι η φύση του είχε στερήσει τη δυνατότητα της ομιλίας. Ήταν κωφάλαλος. Τον έλεγαν Φραγκίσκο – Φραγκιό στο κρητικό γλωσσικό ιδίωμα. Όλοι όμως τον ήξεραν με το όνομα «Βουβός». Η μειονεξία είχε γίνει ταυτότητα – η αδυναμία του να μιλήσει ήταν το χαρακτηριστικό που τον διαφοροποιούσε από τους άλλους.
Ο Φραγκίσκος είχε γεννηθεί και ζούσε στο Κάτω Μετόχι και καταγόταν από την οικογένεια των Ανδριάνηδων. Εκείνα τα χρόνια η όποια σωματική ή ψυχική μειονεξία εσήμαινε και την αυτόματη περιθωριοποίηση, φαινόμενο συνηθισμένο σε όλη την αγροτική Ελλάδα. Ωστόσο, η τοπική κοινωνία είχε σταθεί μάλλον με συμπάθεια στο κωφάλαλο παιδί. Γράμματα δεν είχε μάθει καθόλου. Δεν ήξερε ούτε να γράφει, ούτε να διαβάζει. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να φοιτήσει σε σχολείο ένα παιδί που δεν μιλούσε; Η κοινωνία του αναγνώριζε την ευφυΐα και του εμπιστευόταν εργασίες που απαιτούσαν αυξημένες ικανότητες.
Ας επιστρέψομε, όμως, στο Ψυχρό του 1945. Ο «Βουβός» μπήκε στο γραφείο του σταθμάρχη και με νοήματα του εξήγησε ότι ήθελε να βγάλει ταυτότητα. Όλοι οι άνδρες του χωριού είχαν «Δελτία Ταυτότητος» εκτός από τον ίδιο. Κι εκείνη την εποχή οι «ταυτότητες» έμοιαζαν με μαγικά χαρτάκια. Είχε φτάσει η βοήθεια της Ούνρα και είχε αρχίσει η διανομή της στους φτωχούς και ταλαιπωρημένους από τα δεινά του πολέμου Έλληνες. Καθώς δεν υπήρχαν ούτε χρήματα ούτε ρούχα, τα πολύχρωμα και αταίριαστα ενδύματα που μοίραζε η «Ούνρα» (UNRA: United Nations Relief and Rehabilitation Administration) ήταν περιζήτητα σε όλη την ύπαιθρο, πολύ περισσότερο όμως σε ορεινές περιοχές όπου το ψύχος είναι δριμύ. Κι όποιος δεν είχε «ταυτότητα» δεν μπορούσε να πάρει. Να θυμίσομε πως η «Ούνρα» μοίραζε στους σχεδόν εξαθλιωμένους Έλληνες είδη πρώτης ανάγκης. Το κράτος και το παρακράτος συνεργάζονταν άψογα. Κι όταν ήθελαν να κρατήσουν τους τύπους μπορούσαν να το κάνουν χωρίς δυσκολία. Μπορούσαν να δώσουν στον Φραγκίσκο το μερίδιο που του αναλογούσε. Αλλά όταν θέλει το θεριό της γραφειοκρατίας και της επίσημης αυθαιρεσίας να δείξει τα δόντια του, ζητά… δελτία ταυτότητας.
Ο πανέξυπνος Φραγκιός ένιωσε τότε την πίκρα της στέρησης. Θεώρησε λογικό να διεκδικήσει το στοιχειώδες δικαίωμά του και αποφάσισε να το κάνει μόνος του. Έτσι βρέθηκε στο γραφείο του σταθμάρχη. Οι πληροφορίες που πήρε δεν ήταν καθόλου ευχάριστες. Ο Ζώγας του εξήγησε με όποιον τρόπο μπορούσε ότι χρειαζόταν φωτογραφία. Αλλιώς δεν μπορούσε να του βγάλει ταυτότητα.
Η ιστορία θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Σαν ένα όνειρο που δεν πραγματοποιείται, σαν μια ελπίδα που διαψεύδεται. Ίσως κάποιος άλλος να τα παρατούσε. Φωτογράφος στο Οροπέδιο δεν υπήρχε. Κι όποιος ήθελε φωτογραφίες έπρεπε ή να περιμένει κάποιον πλανόδιο – αμφίβολο αν μπορούσε ο πλανόδιος να βγάλει φωτογραφίες με τις προδιαγραφές του υπουργείου - ή να ταξιδέψει σε κάποια πόλη, στο Ηράκλειο, στη Νεάπολη, στον Άγιο Νικόλα, εκεί όπου υπήρχαν φωτογράφοι και φωτογραφεία. Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβομε σήμερα πως κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατο για τα ανύπαρκτα οικονομικά του Φραγκιού και για την κοινωνική του θέση. Ο κωφάλαλος άνοιξε την πόρτα και έφυγε…
Το επόμενο απόγευμα, την ώρα που οι μαθητές του Ψυχρού παρακολουθούσαν το μάθημα της βυζαντινής μουσικής, εμφανίζεται και πάλι ο ίδιος επισκέπτης. Στα χέρια του κρατούσε ένα χοντρό χαρτί. Με χειρονομίες και νοήματα το παρέδωσε στον σταθμάρχη. Κι ήταν σα να του ’λεγε «σου έφερα τη φωτογραφία».
Ήταν ένα πακέτο από τσιγάρα. Αλλά στην πίσω πλευρά, στη λευκή, ήταν αποτυπωμένη η μορφή του. Τότε τα πακέτα των τσιγάρων κατασκευάζονταν με σκληρό χαρτόνι και ήταν «πλακέ». Στα χωριά μας δεν τα πετούσαν ποτέ. Οι μπακάληδες έγραφαν συχνά τις παραγγελίες τους σ’ αυτά, άλλοι έγραφαν ενθυμίσεις, ακόμη και τα ονόματα των τεθνεώτων που μνημόνευαν οι παπάδες σε τσιγαρόκουτες και τσιγαρόχαρτα τα έγραφαν. Αυτό, λοιπόν, ήταν και το μόνο πρόσφορο μέσο για τις δυνατότητες του Φραγκιού. Φωτογραφία δεν μπορούσε να βγάλει. Μπορούσε, όμως, να ζωγραφίσει ο ίδιος τη μορφή του. Αν και δεν είχε πιάσει ποτέ μολύβι στα χέρια του, πήρε έναν καθρέφτη από ποδήλατο και άρχισε να ζωγραφίζει.
Ο σταθμάρχης έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Η ομοιότητα του ανθρώπου με την αυτοπροσωπογραφία του δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Ήταν ολόιδιος! Και η ποιότητα της εικόνας εξαιρετική.
Ο Φραγκιός δεν είχε προσπαθήσει μέχρι τότε να ζωγραφίσει. Αυτή ήταν η πρώτη φορά, ίσως και η τελευταία. Η ανθρώπινη ευρηματικότητα και η ευφυΐα του ανθρώπου είχε θριαμβεύσει. Όμως, άλλα λέει ο νόμος της λογικής (της τετράγωνης λογικής του κωφάλαλου νέου) κι άλλα λένε οι νόμοι. Όπως είναι φυσικό, «δελτίον ταυτότητος» δεν μπορούσε εκδοθεί. Ο νόμος δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα της αποτύπωσης της ανθρώπινης μορφής σε κανένα ζωγράφο, ούτε σπουδαγμένο ούτε αυτοδίδακτο. Κι εκεί που δεν δίνουν λύση οι νόμοι, δίνουν οι άνθρωποι.
Ο Ζώγας πήρε το άδειο τσιγαροκούτι και φώναξε τον εισπράκτορα του λεωφορείου. Του έδωσε ένα χρηματικό ποσόν και το πακέτο και του παράγγειλε να πάρει μαζί του την επόμενη μέρα τον Φραγκίσκο στο Ηράκλειο, να τον πάει σ’ ένα φωτογραφείο και να περιμένει να πάρει τις φωτογραφίες. Του είπε ακόμη να αντιγράψει τη ζωγραφιά. Ο ευαίσθητος σταθμάρχης ήθελε να κρατήσει ως ενθύμιο αυτό το ωραίο σχέδιο.
Ένας από τους μαθητές που άκουγαν τη συζήτηση με τον εισπράκτορα σηκώθηκε αμέσως, έδωσε κι εκείνος λίγα κέρματα από το «χαρτζιλίκι» του και παρακάλεσε να του τυπώσουν ένα ακόμη αντίγραφο της προσωπογραφίας. Ο μαθητής αυτός δεν ήταν άλλος από τον φίλο μου τον Γιάννη Καραβαλάκη, στον οποίο χρωστούμε όχι μόνο την ωραία αφήγηση αλλά και το μοναδικό ίσως αντίγραφο της προσωπογραφίας.
Ο «Βουβός» από το Κάτω Μετόχι απέκτησε απροσδόκητα «δελτίον ταυτότητος». Ο σταθμάρχης απέκτησε, επίσης απροσδόκητα, ένα από τα πιο σημαντικά θυμητάρια της καριέρας του. Κι εμείς αποκτήσαμε μια πολύτιμη γνώση για τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης.
Όταν άκουσα την αφήγηση κοίταξα την προσωπογραφία. Δε έτυχε να δω ποτέ την πολυπόθητη ταυτότητα του αυτοσχέδιου ζωγράφου. Νομίζω, όμως, ότι πέρα από τους τύπους, τις διατάξεις, τους νόμους, τη γραφειοκρατία και όλα τα παρελκόμενα, η αληθινή ταυτότητα του κωφάλαλου καλλιτέχνη είναι αυτή η ζωγραφιά. Κανένα «νόμιμο» χαρτί δεν μπορεί να την αντικαταστήσει.
Ο Φραγκιός έζησε μέχρι το 1974. Πέθανε σε ηλικία 52 ετών. Δεν ξέρω αν έχει σωθεί τίποτ’ άλλο δικό του πέρα από την αγαθή ανάμνηση κι αυτό το ταλαιπωρημένο αντίγραφο που νομίζω πως αδικεί πολύ το πρωτότυπο. Σκέφτομαι πως οι δυνατότητες του φωτογράφου να αντιγράψει την αυτοπροσωπογραφία από το πακέτο των τσιγάρων ήταν κι αυτές περιορισμένες – ταιριαστές με μιαν Ελλάδα περιορισμένης κυριαρχίας, περιορισμένης δημοκρατίας και περιορισμένης φαντασίας.
ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ