Μάικ Τσιλιγκιριάν Τεύχος: Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2011 Στη συνείδηση όλων μας έχει καταγραφεί ότι η ιστορία της αρμενικής κοινότητας στην Αθήνα και τον Πειραιά ξεκίνησε μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, με την εγκατάσταση χιλιάδων Αρμενίων στις δύο παραπάνω πόλεις. Ωστόσο, μάλλον είναι σε πολύ λίγους γνωστή η ενεργή παρουσία -πολύ νωρίτερα- μιας μικρής αλλά δραστήριας κοινότητας, η οποία μάλιστα έχει ενδιαφέρουσα και ιδιόμορφη ιστορία. Από το 1890 έως το 1922 υπήρχαν 150 με 200 μόνιμοι κάτοικοι στην Αθήνα και τον Πειραιά, όμως χιλιάδες ήταν αυτοί που για μικρό χρονικό διάστημα -από ένα μήνα έως και δύο χρόνια- φιλοξενήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια. Ο Πειραιάς ήταν ένας σχετικά κοντινός και σίγουρα ασφαλής προορισμός για τους αρμένιους επαναστάτες καθώς και για αρκετούς πρόσφυγες κατά τη διάρκεια των διώξεων και των σφαγών του 1896 από τον Αμπντούλ Χαμίτ. Τα χρόνια αυτά, χίλιοι και πλέον Αρμένιοι βρήκαν άσυλο και θερμή φιλοξενία από τον ελληνικό λαό και πρέπει να τονίσουμε, ότι ο πρωθυπουργός Δεληγιάννης επέδειξε πατρική στοργή γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Η συμπεριφορά αυτή ήταν αποτέλεσμα των αλληλέγγυων συναισθημάτων των Ελλήνων αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι την ίδια εποχή ξέσπασε η Κρητική επανάσταση το 1896 και ο ελληνο-τουρκικός πόλεμος του 1897. Επαναστατικές δραστηριότητες Με αφορμή τις ιστορικές συγκυρίες και το φιλικό περιβάλλον των πολιτών και πολιτικών στην Αθήνα, οι Αρμένιοι έστειλαν στους συντρόφους τους που μάχονταν ενάντια στον τουρκικό ζυγό όπλα και πυρομαχικά από τον Πειραιά στο Ισμίτ, τη Μερσίνα, το Μπατούμ και αλλού. Παράλληλα, εξέδιδαν στην Αθήνα εφημερίδες, οι οποίες στέλνονταν κρυφά στην Τουρκία και την κατεχόμενη Αρμενία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι εφημερίδες «Ασπαρέζ» (1890), «Χιντσάκ» (1894), «Απτάκ» (1892) και «Μιουτιούν» (1896). Όλες πρόσκεινταν στο επαναστατικό κόμμα Χιντσακιάν. Μάλιστα, για ένα μικρό διάστημα λειτούργησε και ιδιόκτητο τυπογραφείο στην Αθήνα. Ο Ντικράν Γεργκάτ Στο διάστημα 1890-1900 ιστορικές προσωπικότητες και διανοούμενοι βρήκαν καταφύγιο στην Αθήνα. Ανάμεσά τους, οι Αρμέν Γκαρό, Γερβάντ Οντιάν, Ντικράν Γεργκάτ, Σαχριμάν, Βαχέ Αργουγιάν και άλλοι. Κατά την παραμονή του στην Αθήνα το 1896, ο ποιητής Ντικράν Γεργκάτ κέρδισε την προσοχή των διανοούμενων της εποχής. Με διαλέξεις για τα ζητήματα της Ανατολής και ξεχωριστές για το Αρμενικό Ζήτημα απέσπασε αποδοχή και συμπάθειες σε κύκλους ποιητών και ανθρώπων των γραμμάτων, ενώ έγινε μέλος της «Εθνικής Εταιρίας». Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Γεργκάτ αναγνωρίστηκε ως ένας σπουδαίος ποιητής και διανοούμενος από τους αθηναίους συναδέλφους του. Όταν πέθανε, σε ηλικία μόλις 29 ετών, στην Κωνσταντινούπολη, ο Σουρής θρήνησε τον ωραίο νέο με τα μελαγχολικά γαλανά μάτια και ο Κωστής Παλαμάς του αφιέρωσε την πρώτη σειρά των «Πατρίδων» του. Η κοινότητα μετά το 1900 Στην καταμέτρηση των μελών της κοινότητας το 1901, οι μόνιμα εγκατεστημένοι κάτοικοι στην Αθήνα και τον Πειραιά ήταν 105, εκ των οποίων 35 έγγαμοι. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν έμποροι και τεχνίτες. Η πρώτη ενοριακή επιτροπή εκλέχθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1900 και στελεχωνόταν από τους: Δρ. Γκ. Αγαπεκιάν (πρόεδρος), Αλεξάν Γιαζιτζιάν (αντιπρόεδρος), Λεβόν Μπορεκτσιάν (ταμίας), Γκαραμπέτ Μαντογιάν και Σαρκίς Μπαγντασαριάν (μέλη). Την ίδια εποχή, νοικιάστηκε ένα οίκημα στην οδό Κουμουνδούρου 16, όπου θα λειτουργούσε η πρώτη αρμενική εκκλησία στην Αθήνα, υπό τον ιερέα Καρεκίν Αρτζρουνί. Αξίζει να σημειωθεί, ότι για τη λειτουργία της εκκλησίας ο πρέσβης της Τουρκίας Ριφάτ Μπέης, έστειλε επίσημη ενημερωτική επιστολή προς το υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας στην Κωνσταντινούπολη. Διώξεις και φυλακίσεις αρμενίων επαναστατών Το 1905 είχε γίνει η αποτυχημένη προσπάθεια των αρμενίων επαναστατών να δολοφονήσουν τον Αμπντούλ Χαμίτ. Η τουρκική αστυνομία συνέλαβε πολλούς Αρμενίους, ενώ έγιναν διώξεις κατά του αρμενικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Την ίδια εποχή στην Αθήνα, το φιλαρμενικό κλίμα κινδύνευσε να διαταραχθεί με αφορμή την ανακάλυψη βομβών και δυναμίτιδας που ανήκαν σε Αρμένιους και θα διοχετεύονταν από το λιμάνι του Πειραιά στη Σμύρνη και την Κιλικία. Έγιναν 25 συλλήψεις από την ελληνική αστυνομία και πέντε άτομα παραπέμφθηκαν σε δίκη με βαριές κατηγορίες. Οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες έστειλαν κλιμάκιο τούρκων πρακτόρων για να παρακολουθήσουν το έργο των ελληνικών αρχών αλλά και για να αντιστρέψουν το φιλαρμενικό κλίμα. Προς στιγμήν το κατάφεραν με κατασκευασμένα δημοσιεύματα, παρουσιάζοντας την ανακάλυψη του οπλοστασίου ως συνεργασία Αρμενίων και Βουλγάρων, με στόχο να πλήξουν την ελληνική κυβέρνηση. Έφθασαν δε στο σημείο να ισχυριστούν ότι οι Αρμένιοι θα ανατίναζαν δημόσια κτήρια στην Αθήνα. Το αποτέλεσμα ήταν η ελληνική κοινή γνώμη να στραφεί εναντίον των Αρμενίων, να πραγματοποιηθούν αντιαρμενικές διαδηλώσεις στην Αθήνα και να δεχθεί επίθεση με πέτρες η αρμενική εκκλησία της Αθήνας. Η δίκη των πέντε κατηγορούμενων έγινε στη Λαμία. Όλοι κρίθηκαν ομόφωνα αθώοι και αφέθηκαν ελεύθεροι. Οι κατηγορούμενοι έπεισαν τους δικαστές ότι οι ενέργειες τους δεν είχαν - σε καμία περίπτωση - στόχο ελληνικά συμφέροντα, καθώς οι βόμβες και η πυρίτιδα αποτελούσαν οπλισμό για τους συντρόφους τους που αγωνίζονταν στην Αρμενία. Ο σύλλογος «Γκατίλ» Με αφετηρία τα έντονα πατριωτικά συναισθήματα και τον προβληματισμό για τον αγώνα που πραγματοποιείτο στην τουρκοκρατούμενη Αρμενία, στις 25 Μαΐου 1903 ιδρύθηκε ο σύλλογος «Γκατίλ» (στάλα), όπου σχεδόν όλοι οι Αρμένιοι έγιναν μέλη του. Ο σύλλογος, που λειτούργησε ως το 1905, διοργάνωσε διάφορες εκδηλώσεις και γιορτές. Ο εορτασμός του «Βαρτανάντς» στις 5 Φεβρουαρίου 1904, που πραγματοποιήθηκε στον αριθμό 8 της οδού Σταδίου, στον πάνω όροφο ενός καφενείου και διήρκεσε από τις 9 μ.μ. ως τις πρώτες πρωινές ώρες, λέγεται ότι ήταν η κορωνίδα των δραστηριοτήτων του συλλόγου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή της εν λόγω εκδήλωσης. Ο πρόεδρος του συλλόγου Χμαγιάκ Αζαντιάν, ντυμένος με τη στολή του στρατηγού Βαρτάν, ανέβηκε στο βήμα και μεταξύ άλλων είπε: «…εμείς όλοι είμαστε ανάξιοι να φοράμε τη στολή του στρατηγού Βαρτάν, αν δεν ασπαστούμε τον όρκο και το νόμο των αρμενίων επαναστατών, που χρόνια τώρα πολεμούν στα βουνά μας». Μόλις ολοκλήρωσε τη δήλωσή του, με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε από πάνω του τα ρούχα του Βαρτάν. Από μέσα φορούσε στρατιωτικά ρούχα των αρμενίων ανταρτών και σταυρωτά φισεκλίκια, ενώ κρατούσε ένα όπλο στο χέρι δημιουργώντας έντονο ενθουσιασμό στους παρευρισκομένους που όρθιοι χειροκροτούσαν για πολλή ώρα. Ο σύλλογος «Γκατίλ» ασχολήθηκε με την ανάγκη ύπαρξης ιδιόκτητης εκκλησίας στην Αθήνα και για το λόγο αυτό έστειλε επιστολή στο δήμο Αθηναίων για τη διάθεση ενός κτηρίου. Ο δήμος απάντησε πως ήθελε 50 ονόματα Αρμενίων με ελληνική υπηκοότητα για να διαθέσει κάποιο χώρο. Τα πρακτικά του συλλόγου σταματούν το 1905, όπου πιθανόν τελείωσε και η δραστηριότητά του. Αγορά κτηρίου για εκκλησία Η εύρεση ιδιόκτητου χώρου για ανέγερση εκκλησίας είχε γίνει πρωταρχικός στόχος της ενοριακής επιτροπής και του ιερέα της μικρής κοινότητας. Έτσι, στις 17 Μαρτίου 1905 αγοράστηκε οίκημα ενός ορόφου στην οδό Κριεζή 10, όπου σήμερα βρίσκεται η Μητρόπολη των Αρμενίων. Παλαιότερα, ο χώρος στέγαζε κρατητήρια γυναικών. Το τίμημα ήταν 11.200 δραχμές, με προκαταβολή 5.200 δραχμές (τις 2.000 δραχμές τις έδωσε ο σύλλογος «Γκατίλ») και τις υπόλοιπες 6.000 με συμφωνία για αποπληρωμή σε μερικά χρόνια με τόκο 10%. Η ενοριακή επιτροπή δεν είχε επίσημη και αναγνωρισμένη από το κράτος υπόσταση, γι’ αυτό και το ακίνητο γράφτηκε στο όνομα του μέλους της Μπεντρός Γεγογιάν. Πρόκειται για μια λανθασμένη επιλογή που έβαλε σε νομικές περιπέτειες την επιτροπή για αρκετά χρόνια ως το 1908, όπου με δικαστική απόφαση, πέρασε στην ιδιοκτησία της. Ένα ακόμη -μεγαλύτερο- πρόβλημα που αντιμετώπισε η επιτροπή σχετικά με την αγορά του ακινήτου αποτέλεσε η αδυναμία της να πληρώσει, ως και το 1910, έστω και μία δραχμή στον ιδιοκτήτη. Από το 1905 έως το 1908, η επιτροπή προσπάθησε να βρει κεφάλαιο από άλλες παροικίες, χωρίς κάποια σημαντική ανταπόκριση. Στις 19 Φεβρουαρίου 1909 υπήρξε έγκριση από το ελληνικό κράτος για διενέργεια εράνου, όπου και πάλι δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το 1910 πληρώθηκαν 1.000 δραχμές, ποσό που κάλυψε τους τόκους τόσων ετών, ενώ το κεφάλαιο παρέμεινε στις 6.000. Η λύση του προβλήματος δόθηκε το 1912 από τον Ντικράν Χαν Κελεκιάν. Επρόκειτο για ένα πλούσιο Αρμένιο από το Παρίσι, ο οποίος όταν έμαθε για το θέμα έστειλε το ποσό των 6.000 δραχμών στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, όπου τότε υπάγονταν όλες οι αρμενικές εκκλησίες στην Ελλάδα, ενώ το Πατρι-αρχείο με καθυστέρηση ενός έτους μεταβίβασε το ποσό στην Αθήνα. Τελικά, η κοινότητα απέκτησε την πρώτη ιδιόκτητη εκκλησία στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1913, μετά από περιπέτειες οκτώ ετών. Το ζήτημα της νομικής υπόστασης Το πρόβλημα της νομικής και θεσμικής υπόστασης της αρμενικής κοινότητας αποτελούσε χρόνιο και ακανθώδες ζήτημα, παρακωλύοντας την επίσημη εκπροσώπηση αλλά και την ομαλή και έννομη λειτουργία της. Έπειτα όμως από πρόταση της ενοριακής επιτροπής, στις 22 Σεπτεμβρίου 1908 με βασιλικό διάταγμα, το οποίο εκδόθηκε στην εφημερίδα της κυβερνήσεως (φύλλο Σεπτεμβρίου), συστάθηκε το καταστατικό για τη λειτουργία της αρμενικής κοινότητας, το οποίο αποτελούταν από 18 άρθρα. Το καταστατικό αυτό ήταν ουσιαστικά η πρώτη επίσημη αναγνώριση της αρμενικής παροικίας σε Αθήνα και Πειραιά από την πολιτεία. Σε πρακτικό και ουσιαστικό επίπεδο όμως, δεν έπαιξε κανένα σημαντικό ρόλο στα επόμενα χρόνια και πέρασε στη λήθη. Η σύντομη και ίσως αποσπασματική αυτή καταγραφή γεγονότων και ιστοριών είχε ως στόχο να δώσει μια μικρή γεύση της εποχής, τις ιστορικές εκείνες δεκαετίες που σημάδεψαν για πάντα την πορεία του αρμενικού και ελληνικού λαού. Μια μικρή αλλά δυναμική κοινότητα σε Αθήνα και Πειραιά, που συμμετείχε ενεργά στον αγώνα που γινόταν στα βουνά της Αρμενίας και παράλληλα κατάφερε να εδραιώσει την παρουσία της στην Ελλάδα. Αργότερα, το 1922-1923, όταν χιλιάδες συμπατριώτες μας έφτασαν στην Ελλάδα, η ομάδα αυτή έγινε ο κινητήριος μοχλός στην προσπάθεια για επιβίωση των προσφύγων και την άμεση οργάνωση εκκλησιών, σχολείων, ορφανοτροφείων, συλλόγων, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα ιστορία της αρμενικής κοινότητας. |
↧
Παλιές, ξεχασμένες ιστορίες
↧