18 ΙΑΝΟΥΑΡΊΟΥ 2008
Κλείνει μέγα καφενείον αναμνήσεων σπανίων... Το θυμάσαι Περικλέτο, το μεγάλο καφενείο, των αργών το Πρυτανείο;
Το καφενείον Ζαχαράτου, στην Ομόνοια, το 1920
Πλατεία Συντάγματος. Αριστερά η οικεία Βούρου, όπου και το καφενείο «Ζαχαράτου». Στο κέντρο η οικία Σκουλούδη και δεξιά το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια», γράφει ο Γιάννης Παπακώστας. Το καφενείο Ζαχαράτου άνοιξε το Δεκέμβριο του 1888, απέναντι από την οικία Βούρου, στην οικία Γιαννοπούλου. Ανήκε στον επιχειρηματία Σπ. Ζαχαράτο, ο οποίος διατηρούσε και άλλα ανάλογα καταστήματα στην περιοχή της Ομονοίας.
Στου Ζαχαράτου λοιπόν σύχναζαν διάφοροι Αθηναίοι. Το μεγαλύτερο όμως μέρος των θαμώνων το αποτελούσαν συνταξιούχοι, υπάλληλοι και στρατιωτικοί, εμπορευόμενοι και κυρίως πολιτευόμενοι. Βουλευτές, ψηφοφόροι, δημοσιογράφοι, στρατιωτικοί. Εκεί ο Κονδυλάκης έγραφε το χρονογράφημα για την εφημερίδα του, οι βουλευτές έκλειναν τα ραντεβού τους με τους επαρχιώτες ψηφοφόρους τους, οι δημοσιογράφοι ολοκλήρωναν τα ρεπορτάζ τους από την Βουλή. Στην συνείδηση των θαμώνων ήταν ένα είδος βουλευτηρίου. Όταν λοιπόν διαδόθηκε η είδηση ότι θα κλείσει για να γίνει κινηματογράφος ο Γεώργιος Σουρής έγραψε το παρακάτω ποίημα:
Κλείνει μέγα καφενείον
αναμνήσεων σπανίων
Μη ρωτάς, ερατεινέ,
για το κράτος - συμφορά του!...
κλάψε για τον καφενέ
μοναχά του Ζαχαράτου.
Το θυμάσαι, Περικλέτο, το μεγάλο καφενείο,
των αργών το Πρυτανείο;
Για θυμήσου τί σπουδαίους
Γερουσίες και σοφαίς!...
ήτον οίστρος ο καφές
και κατέβαζαν ιδέαις.
Και εν πολέμω κι εν ειρήνη
έτρεχε καθείς να κρίνη
τα του κράτους εκεί πέρα.
Κύτταξέ το θλιβερά...
ποία νέα συμφορά
πολλών άλλων χειροτέρα
[...]
Περικλέτο δε βαστώ
να το βλέπω σφαλιστό.
Περικλή μηδαμηνέ,
πούχεις γλώσσα κουσκουδούρα,
δεν μπορώ σε ξεπεσούρα
να κυττώ τον καφενέ.
Όπου θα βγαζε και νέας
εις το μέλλον γερουσίας
ευφραδούς νεροποσίας.
Περικλή, τί θα γενούμε;
πού θα πάμε να περνούμε
την ημέρα τη βραδειά μας;
Μας το κλείσανε, περντούτο!...
με το κλείσιμο του τούτο
λες πως κλείνει κι η καρδιά μας.
Ποτέ μου δεν επίστευα να κάνει φαλιμέντο,
μα τώρα κλάψε το κι εσύ
με μία θλίψη περισσή...
μη λησμονείς πως τόχαμε σαν άλλο Παρλαμέντο.[...]
Το καφενείο του Ζαχαράτου ήταν και φιλολογικό κέντρο και συγκέντρωνε και λόγιο κοινό, ανάμεσα στο οποίο συγκαταλέγονταν πεζογράφοι, ποιητές, ζωγράφοι, γλύπτες. Από τους παλαιότερους αναφέρονται τα ονόματα των Εμ. Ροΐδη και Αχ. Παράσχου, ενώ αργότερα ο κύκλος μεγάλωσε με Βώκο, Βλαχογιάννη, Δαμβέργη, Κονδυλάκη, Δημητρακόπουλο, Γιαννόπουλο, Σουρή, Σκίπη, Μαλακάση, Τσιριμώκο και πολλούς άλλους.
Γιάννη Τσαρούχη, Καφενείον "ΝΕΟΝ" (1956-1966), Εθνική Πινακοθήκη και μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου
Το καφενείο Νέον το 1920
Το Νέον σήμερα
Αντί μνημείων και μαυσωλείων
επί του τάφου μου καφενείον
ζητώ, ώ φίλοι, ν' ανεγερθή.
Όταν θα πίνουν καφέ οι άλλοι
γυμνόν κρανίον θε να προβάλλη
το άρωμά του να οσφρανθή!
Δημ. Παπαρρηγόπουλος
Φιλολογικά καφενεία και φιλολογικά σαλόνια! Φιλολογικά μπλογκς και φιλολογικές παρέες κι αυτοί που μας λένε ότι η αληθινή ζωή είναι έξω, κινδυνολογούν, υπερβάλλουν και δεν χαίρονται την εποχή τους, ας μου επιτραπεί. Γιατί και στα καφενεία πάμε και έξω ζούμε μια χαρά και χρήση των εργαλείων του διαβόλου ;) κάνουμε προς τέρψιν μας.
Και διαβάζοντας πολλούς από σας, που επιμένετε να γράφετε στην υπέροχη λόγια γλώσσα ή να μνημονεύετε παλιούς αγαπημένους ποιητές, μου δημιουργήθηκε μια γλυκιά νοσταλγία για την εποχή των αρχών του αιώνα που πέρασε και ξεφύλλισα το υπέροχο βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα, «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας» και σκέφτηκα να κάνω ένα ποστ εδώ και ένα αφιέρωμα πιο εκτενές στους Εκφραστές, για τα αγαπημένα καφενεία και σαλόνια της παλιάς Αθήνας, αλλά και τους θαμώνες και οικοδεσπότες.
Ο τίτλος του ποστ είναι από απόσπασμα... σπαρακτικού ποιήματος του πολυαγαπημένου Σουρή, όταν έκλεισε το καφενείον Ζαχαράτου, στην Ομόνοια.
Δεδομένης της τρέλας και του πάθους μου με τον καφέ και την Λογοτεχνία, θα επανέλθω δριμύτερη. Ως τότε, ότι προαιρείσθε από μαγικά στιχάκια των αγαπημένων ποιητών ή δικά σας, της όμορφης γλώσσας, ρίμας και ύφους, που παραπέμπουν στην παλιά Αθήνα...
Το Νέον σήμερα
Αντί μνημείων και μαυσωλείων
επί του τάφου μου καφενείον
ζητώ, ώ φίλοι, ν' ανεγερθή.
Όταν θα πίνουν καφέ οι άλλοι
γυμνόν κρανίον θε να προβάλλη
το άρωμά του να οσφρανθή!
Δημ. Παπαρρηγόπουλος
Φιλολογικά καφενεία και φιλολογικά σαλόνια! Φιλολογικά μπλογκς και φιλολογικές παρέες κι αυτοί που μας λένε ότι η αληθινή ζωή είναι έξω, κινδυνολογούν, υπερβάλλουν και δεν χαίρονται την εποχή τους, ας μου επιτραπεί. Γιατί και στα καφενεία πάμε και έξω ζούμε μια χαρά και χρήση των εργαλείων του διαβόλου ;) κάνουμε προς τέρψιν μας.
Και διαβάζοντας πολλούς από σας, που επιμένετε να γράφετε στην υπέροχη λόγια γλώσσα ή να μνημονεύετε παλιούς αγαπημένους ποιητές, μου δημιουργήθηκε μια γλυκιά νοσταλγία για την εποχή των αρχών του αιώνα που πέρασε και ξεφύλλισα το υπέροχο βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα, «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας» και σκέφτηκα να κάνω ένα ποστ εδώ και ένα αφιέρωμα πιο εκτενές στους Εκφραστές, για τα αγαπημένα καφενεία και σαλόνια της παλιάς Αθήνας, αλλά και τους θαμώνες και οικοδεσπότες.
Ο τίτλος του ποστ είναι από απόσπασμα... σπαρακτικού ποιήματος του πολυαγαπημένου Σουρή, όταν έκλεισε το καφενείον Ζαχαράτου, στην Ομόνοια.
Δεδομένης της τρέλας και του πάθους μου με τον καφέ και την Λογοτεχνία, θα επανέλθω δριμύτερη. Ως τότε, ότι προαιρείσθε από μαγικά στιχάκια των αγαπημένων ποιητών ή δικά σας, της όμορφης γλώσσας, ρίμας και ύφους, που παραπέμπουν στην παλιά Αθήνα...
Πλατεία Συντάγματος. Αριστερά η οικεία Βούρου, όπου και το καφενείο «Ζαχαράτου». Στο κέντρο η οικία Σκουλούδη και δεξιά το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια», γράφει ο Γιάννης Παπακώστας. Το καφενείο Ζαχαράτου άνοιξε το Δεκέμβριο του 1888, απέναντι από την οικία Βούρου, στην οικία Γιαννοπούλου. Ανήκε στον επιχειρηματία Σπ. Ζαχαράτο, ο οποίος διατηρούσε και άλλα ανάλογα καταστήματα στην περιοχή της Ομονοίας.
Στου Ζαχαράτου λοιπόν σύχναζαν διάφοροι Αθηναίοι. Το μεγαλύτερο όμως μέρος των θαμώνων το αποτελούσαν συνταξιούχοι, υπάλληλοι και στρατιωτικοί, εμπορευόμενοι και κυρίως πολιτευόμενοι. Βουλευτές, ψηφοφόροι, δημοσιογράφοι, στρατιωτικοί. Εκεί ο Κονδυλάκης έγραφε το χρονογράφημα για την εφημερίδα του, οι βουλευτές έκλειναν τα ραντεβού τους με τους επαρχιώτες ψηφοφόρους τους, οι δημοσιογράφοι ολοκλήρωναν τα ρεπορτάζ τους από την Βουλή. Στην συνείδηση των θαμώνων ήταν ένα είδος βουλευτηρίου. Όταν λοιπόν διαδόθηκε η είδηση ότι θα κλείσει για να γίνει κινηματογράφος ο Γεώργιος Σουρής έγραψε το παρακάτω ποίημα:
Κλείνει μέγα καφενείον
αναμνήσεων σπανίων
Μη ρωτάς, ερατεινέ,
για το κράτος - συμφορά του!...
κλάψε για τον καφενέ
μοναχά του Ζαχαράτου.
Το θυμάσαι, Περικλέτο, το μεγάλο καφενείο,
των αργών το Πρυτανείο;
Για θυμήσου τί σπουδαίους
Γερουσίες και σοφαίς!...
ήτον οίστρος ο καφές
και κατέβαζαν ιδέαις.
Και εν πολέμω κι εν ειρήνη
έτρεχε καθείς να κρίνη
τα του κράτους εκεί πέρα.
Κύτταξέ το θλιβερά...
ποία νέα συμφορά
πολλών άλλων χειροτέρα
[...]
Περικλέτο δε βαστώ
να το βλέπω σφαλιστό.
Περικλή μηδαμηνέ,
πούχεις γλώσσα κουσκουδούρα,
δεν μπορώ σε ξεπεσούρα
να κυττώ τον καφενέ.
Όπου θα βγαζε και νέας
εις το μέλλον γερουσίας
ευφραδούς νεροποσίας.
Περικλή, τί θα γενούμε;
πού θα πάμε να περνούμε
την ημέρα τη βραδειά μας;
Μας το κλείσανε, περντούτο!...
με το κλείσιμο του τούτο
λες πως κλείνει κι η καρδιά μας.
Ποτέ μου δεν επίστευα να κάνει φαλιμέντο,
μα τώρα κλάψε το κι εσύ
με μία θλίψη περισσή...
μη λησμονείς πως τόχαμε σαν άλλο Παρλαμέντο.[...]
Το καφενείο του Ζαχαράτου ήταν και φιλολογικό κέντρο και συγκέντρωνε και λόγιο κοινό, ανάμεσα στο οποίο συγκαταλέγονταν πεζογράφοι, ποιητές, ζωγράφοι, γλύπτες. Από τους παλαιότερους αναφέρονται τα ονόματα των Εμ. Ροΐδη και Αχ. Παράσχου, ενώ αργότερα ο κύκλος μεγάλωσε με Βώκο, Βλαχογιάννη, Δαμβέργη, Κονδυλάκη, Δημητρακόπουλο, Γιαννόπουλο, Σουρή, Σκίπη, Μαλακάση, Τσιριμώκο και πολλούς άλλους.