Με αφορμή το «Βρε τι μάγκας που 'μαι εγώ»
M.Hulot
M.Hulot
Μέσα στα πραγματικά συγκλονιστικά κομμάτια της τριπλής συλλογής της Tompkins Square "To What Strange Place: Music of the Ottoman-American Diaspora 1916-1929" που αποτελούν μέρος της ιστορίας της αμερικάνικης μουσικής [και που για χρόνια αφορούσαν κυρίως τις μειονότητες και τους συλλέκτες, αλλά τελευταία τα εκτιμάει όλο και μεγαλύτερο κοινό παγκοσμίως], υπάρχει και το τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού “Βρε, τι μάγκας που ’μαι εγώ”. Ανάμεσα στα παραδοσιακά, -δημοτικά, αμανέδες και ρεμπέτικα- του πρώτου CD το κομμάτι ξεχωρίζει για ένα λόγο κυρίως: επειδή χρησιμοποιεί την κιθάρα μοναδικά, δημιουργώντας με ένα στυλ κατά δικό του, -το οποίο τον έκανε και περιζήτητο στον κόσμο των Ελλήνων μεταναστών απ’ τη δεκαετία τoυ ’20 [έπαιζε σε ορχήστρες επαγγελματικά από το 1917]- κάνοντάς την να ακούγεται απίστευτα λιτή και παραπονιάρικη και θυμίζοντας περισσότερο τη μουσική του Django Reinhardt, παρά μπουζούκι.
Στο YouTube υπάρχουν αρκετά βίντεο του Γιώργου Κατσαρού [καμία σχέση με τον συνονόματό του σαξοφωνίστα] με μουσική από δίσκους του και ζωντανές εμφανίσεις του μέχρι και λίγο καιρό πριν φύγει απ’ τη ζωή στα 109 του χρόνια [!], κλασικά, ιστορικά, σπουδαία, κανένα όμως δεν διαθέτει τη μαγεία του “Βρε, τι μάγκας που ’μαι εγώ”. Ψάχνοντας να βρω στοιχεία για τη ζωή και το έργο του έπεσα σε μια λεπτομερή εξιστόρηση του βίου του που ξεκινάει το 1888 στην Αμοργό και είναι γεμάτη συναρπαστικά γεγονότα και απίθανες λεπτομέρειες που την κάνουν να μοιάζει με μυθιστόρημα
Το στόρι πάει κάπως έτσι:
Ο Γιώργος Κατσαρός-Θεολογίτης ήταν το δεύτερο παιδί μιας ευκατάστατης οικογένειας της Αμοργού που στα 5 του έμεινε ορφανός [ο πατέρας του σκοτώθηκε σε ατύχημα] και μεγάλωσε με τις φροντίδες της μητέρας του και του παππού του. Απ’ τον παππού, ο οποίος τραγουδούσε τα παλιά τραγούδια του νησιού τους, πήρε και τα πρώτα “πατήματα” στα νησιώτικα τραγούδια του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας. Από πολύ μικρός άρχισε να μαθαίνει μόνος του κιθάρα.
Τα πρώτα χρόνια των 1900s η μητέρα του πήρε αυτόν και την αδερφή του και μετακόμισαν στην Αθήνα, όπου για να τους ζήσει άρχισε να εργάζεται ως μαγείρισσα στα σπίτια γνωστών καλών οικογενειών της πρωτεύουσας. Το 1905 και με τη φήμη της να έχει εξαπλωθεί στους κύκλους των επισήμων, προσλαμβάνεται στο υπηρετικό προσωπικό των Ανακτόρων, ως μαγείρισσα του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο Γιώργος Κατσαρός για δέκα χρόνια περίπου ακούει και θαυμάζει τις στρατιωτικές μπάντες και μαθαίνει να παίζει και να τραγουδάει τα εμβατήρια και τα τραγούδια της εποχής.
Από το 1910 αρχίζει να εμφανίζεται σαν κιθαρίστας και περιφερόμενος τραγουδιστής ελαφρών και επιθεωρησιακών τραγουδιών στους ψυχαγωγικούς χώρους της Καστέλας, του Φαλήρου και σε στέκια της Αθήνας και του Πειραιά. Την εποχή εκείνη ο θείος του εργαζόταν στην αστυνομική διεύθυνση Πειραιά και ο νεαρός τον επισκεπτόταν συχνά, έχοντας την ευκαιρία να γνωρίσει στο λιμάνι και στα πέριξ μάγκες και ρεμπέτες, να ακούει και να αποτυπώνει ρεμπέτικα τραγούδια, αρκετά από τα οποία τα γραμμοφώνησε αργότερα στην Αμερική.
Το Δεκέμβριο του 1913, συνοδευόμενος από το θείο του και με την κιθάρα στις αποσκευές του, φεύγει μετανάστης για τη Νέα Υόρκη.
Τα τρία πρώτα χρόνια στις ΗΠΑ έκανε διάφορες πρόχειρες δουλειές, τελειοποίησε το παίξιμό του στην κιθάρα και έγινε μέλος της ορχήστρας του Στρατού της Σωτηρίας (φιλανθρωπική οργάνωση που συγκέντρωνε χρήματα για τους φτωχούς, κυρίως παίζοντας η μπάντα της). Γρήγορα μπαίνει στην παρέα των Ελλήνων καλλιτεχνών της εποχής που θαυμάζει (όπως ο Κώστας και η Μαρίκα Παπαγκίκα, η Αμαλία Βάκα, η Κα Κούλα Βλάχου, κ.α.), οι οποίοι έχουν ήδη ξεκινήσει την καριέρα τους στη Ν. Υόρκη και είναι γνωστοί στην ελληνική παροικία.
Από το 1917 παίζει και τραγουδάει καθαρά επαγγελματικά, μόνος ή παρέα με τα γνωστά ονόματα της ελληνικής παροικίας, κυρίως παραδοσιακά ρεμπέτικα της εποχής της ανώνυμης δημιουργίας, τα οποία διαμορφώνει και διασκευάζει κατάλληλα, καθώς επίσης ελαφρά, επιθεωρησιακά και δημοτικά τραγούδια, σε ελληνικά στέκια κυρίως της Δυτικής Ακτής (Νέα Υόρκη, Νέα Υερσέη, Φιλαδέλφεια, Βοστώνη, κ.α).
Η φωνή του ιδιότυπη, άλλοτε νοσταλγική και άλλοτε ιδιαίτερα σκληρή στα παλιά παραδοσιακά ρεμπέτικα, επιβάλλεται στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Τα καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά που σημάδεψαν ανεξίτηλα την πορεία του, είναι: το «τσιμπιτό» παίξιμο της κιθάρας και η πρωτότυπη, ωραία «κατσαρή» φωνή του, εξ ου ίσως και το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο «Κατσαρός» (κατ’ άλλους, από το πλούσιο κατσαρό του μαλλί). Λέγεται πως τραγουδούσε με πάθος πολύ χαρακτηριστικά, κουνώντας με μαστοριά και ιδιότυπα δεξιά-αριστερά το σαγόνι του!
Δύο μόλις χρόνια μετά το επαγγελματικό ξεκίνημά του στις Ηνωμένες Πολιτείες υπογράφει το πρώτο του συμβόλαιο με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, με τη μεγάλη δισκογραφική εταιρία R.C.A. VICTOR (κορυφαία την εποχή εκείνη, μαζί με την COLUMBIA) για παραγωγή 6 δίσκων το χρόνο, με αμοιβή 500 δολάρια το τραγούδι και διάρκεια συμβολαίου 5 χρόνια, με δυνατότητα ανανέωσης της σύμβασης.
Την ίδια χρονιά, το 1919, πρωτοεμφανίζεται στη δισκογραφία ως τραγουδιστής με τα παραδοσιακά ρεμπέτικα τραγούδια «Ελληνική απόλαυσις (Άντε σαν πεθάνω τι θα πούνε)» και «Η Έλλη (α, κακούργα Έλλη)», που γίνονται μεγάλες επιτυχίες της εποχής.
Η πενταετία 1923-25 σφραγίζεται από το μεγάλο έρωτα της ζωής του, με τη σπουδαία Μεξικάνα χορεύτρια Rita Rio. Ο έρωτάς τους αυτός τον φέρνει κοντά στον κόσμο και το χώρο του Χόλιγουντ, αποκτά γνωριμίες στον περίγυρο του θεάματος και πρωταγωνιστεί σε δύο βουβές ταινίες. Γνωρίζεται και γίνεται φίλος με πολλά διάσημα αστέρια της εποχής, όπως ο Τομ Μιξ, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Ροδόλφος Βαλεντίνο, η Τζιν Χάρλοου, η Ρίτα Χαίηγουορθ, ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρντ, ο Κλάρκ Γκέημπλ κ.α., οι οποίοι πήγαιναν να τον ακούσουν στα μαγαζιά που έπαιζε, ενώ λέγεται ότι ο ίδιος ο πρόεδρος Ρούσβελτ τον είχε καλέσει στο Λευκό Οίκο το 1942.
Ο Κατσαρός στα σόλα του έπαιζε κιθάρα με ένα δικό του ιδιόρρυθμο τρόπο. Ενώ έπαιζε τη μελωδική γραμμή με τις κάτω χορδές, ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε τις μπάσες χορδές της κιθάρας με τρόπο που θύμιζε έντονα το ίσο κράτημα στη βυζαντινή μουσική ή το μπάσο κοντίνιουο στη μουσική μπαρόκ.
Το 1930, κι ενώ δούλευε σε ένα μαγαζί στο Σαν Φρανσίσκο, μπαίνει μέσα μια παρέα, ένας εκ των οποίων ήταν καρφωμένος συνεχώς στα δάχτυλα του Κατσαρού για όση ώρα έπαιζε κιθάρα. Όταν τέλειωσε το πρόγραμμα τον κάλεσε στο τραπέζι του και συστήθηκε σαν Αντρέας Σεγκόβια (αναμορφωτής της κλασσικής κιθάρας, ο οποίος την εισήγαγε για πρώτη φορά στη συμφωνική ορχήστρα και την μετέτρεψε από συνοδευτικό σε σολιστικό όργανο. Συνθέτης, δημιουργός και ίσως ο μεγαλύτερος δεξιοτέχνης κλασσικής κιθάρας που έχει γεννηθεί μέχρι σήμε. Ο Κατσαρός έμεινε άναυδος. Όμως εξίσου άναυδος είχε μείνει και ο πολύς Σεγκόβια από το παίξιμο του Κατσαρού, που όμοιό του δεν είχε ξανασυναντήσει. Ταπεινοί και πηγαίοι άνθρωποι και οι δύο (χαρακτηριστικό των αυθεντικών μεγάλων μουσικών), έγιναν από τότε φίλοι στενοί και παρέμειναν έτσι για όλη τους της ζωή. Σε όποιο μέρος έδινε συναυλίες ο Σεγκόβια, πάντα έστελνε εισιτήρια πρώτης θέσης για να παραβρεθεί και να τον παρακολουθήσει ο Κατσαρός.
Από τις αρχές του 1914 έως και τις 22 Ιουνίου 1997 που απεβίωσε ο Γιώργος Κατσαρός έζησε και έδρασε καλλιτεχνικά κυρίως στις ΗΠΑ, πραγματοποίησε όμως δεκάδες πολύμηνα ταξίδια σε Βόρεια και Νότια Αμερική, Ευρώπη, Ινδίες, Νότια Αφρική και Αυστραλία και έτσι έγινε πολύ γνωστός και ιδιαίτερα δημοφιλής στον απανταχού Ελληνισμό, σε όλους τους λάτρεις της ελληνικής λαϊκής μουσικής.
Στα χρόνια της συνεργασίας του με την R.C.A. VICTOR κυκλοφόρησε μερικά από τα ωραιότερα παραδοσιακά ρεμπέτικα τραγούδια. Πολλά από αυτά σε πρώτη και μοναδική εκτέλεση, όπως: «Βρε τι μάγκας που’ μαι εγώ», «Έρχομαι τον τοίχο, τοίχο», «Η ταβέρνα και το ζάρι», «Και γιατί δεν μας το λες», «Μας τη σκάσανε (Το Μποχώρι)», «Νέοι γέροι ψιθυρίζουν (Η μπαρμπουνάρα)», «Ο γιατρός», «Παίζω πόκα παίζω πινόκλι», «Πότε μαύρα, πότε άσπρα», «Στης Σύρας τον ανήφορο», «Το καημένο το γαϊδουράκι», «Τώρα τα παίρνω», «Φονιάς θα γίνω», «Χτες το βράδι στου Καρίπη», κλπ. Παρόλο που το ρεπερτόριό του περιελάμβανε εκατοντάδες (ίσως και χιλιάδες) τραγούδια, εν τούτοις στη δισκογραφία της εποχής δεν πέρασε παρά μόνον 100 περίπου τραγούδια σε δύο περιόδους, 1919-38 και 1945-55.
Το μόνο επάγγελμα που έκανε σ’ ολόκληρη τη ζωή του ήταν του μουσικού.
Όλα τα στοιχεία της βιογραφίας του που χρησιμοποιήθηκαν μαζί με τη δισκογραφία του υπάρχουν εδώ:
και