Ακούγοντας κανείς, τη λέξη τάλεντ σόου, σίγουρα, θα του πηγαίνει το μυαλό του, στα διάφορα (“Fame Story”, “Greek Idol”, “Dream Show”, “X Factor ” κλπ.) τηλεοπτικά μουσικά ριάλιτι των τελευταίων χρόνων, που έβγαλαν διάττοντες τύπου Καλομοίρας ή αστεράκια της πίστας (π.χ. Καραφώτης, Μάρω Λύτρα κ.ά.) και καμιά καλύτερη περίπτωση - ως εξαίρεση – σαν την Ραλλία Χρηστίδου.
Οι πιο μεγάλοι, θα θυμόνται, βέβαια και το «Να η ευκαιρία», από την ΕΡΤ, κυρίως στην πρώτη περίοδό του (1977 – 1983), με κριτή, ανάμεσα στους άλλους, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, όπου έβγαλε τους εξής τραγουδιστές: Γλυκερία, Μανώλης Λιδάκης και Θέμης Αδαμαντίδης ! Η σύγκριση, με τα πρόσφατα, είναι περιττή.Πολλοί όμως, θα έχουν ακούσει και τα, περίφημα, «Ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη», το οποίο (από τις αρχές του 1950) ήταν, ουσιαστικά, το πρώτο ελληνικό τάλεντ σόου! Και ποιους τραγουδιστές έβγαλε;: Νάνα Μούσχουρη, Γιάννη Βογιατζή, Τζένη Βάνου, Πάνο Τζανετή, Χάρρυ Κλυνν! Βλέπετε, η κλίμακα της ποιότητας, λειτουργεί αντίστροφα, επιβεβαιώνοντας την έκφραση «κάθε πέρσι και καλύτερα»!
Οι πιο μεγάλοι, θα θυμόνται, βέβαια και το «Να η ευκαιρία», από την ΕΡΤ, κυρίως στην πρώτη περίοδό του (1977 – 1983), με κριτή, ανάμεσα στους άλλους, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, όπου έβγαλε τους εξής τραγουδιστές: Γλυκερία, Μανώλης Λιδάκης και Θέμης Αδαμαντίδης ! Η σύγκριση, με τα πρόσφατα, είναι περιττή.Πολλοί όμως, θα έχουν ακούσει και τα, περίφημα, «Ταλέντα του Γιώργου Οικονομίδη», το οποίο (από τις αρχές του 1950) ήταν, ουσιαστικά, το πρώτο ελληνικό τάλεντ σόου! Και ποιους τραγουδιστές έβγαλε;: Νάνα Μούσχουρη, Γιάννη Βογιατζή, Τζένη Βάνου, Πάνο Τζανετή, Χάρρυ Κλυνν! Βλέπετε, η κλίμακα της ποιότητας, λειτουργεί αντίστροφα, επιβεβαιώνοντας την έκφραση «κάθε πέρσι και καλύτερα»!
Ο Γιώργος Οικονομίδης (1916 - 1985), ήταν, αυτό που λέμε, μια πολυσύνθετη – σίγουρα ταλαντούχα – κι υπερδραστήρια προσωπικότητα. Τα είδη των καλλιτεχνικών εκφάνσεών του, ήταν πολλά : κομφερανσιέ, τραγουδιστής, σεναριογράφος, στιχουργός, θεατρικός συγγραφέας και, βέβαια, εκφωνητής ραδιοφώνου και τηλεπαρουσιαστής !
Έγραψε στίχους σε εκατοντάδες τραγούδια(συνεργαζόμενος με τους Σουγιούλ, Μωράκη, Μουζάκη, Γούναρη, Πλέσσα, Καπνίση, Κατσαρό κ.ά.), συμμετείχε σε γνωστές ταινίες, ως σεναριογράφος («Έξω φτώχεια και καλή καρδιά» / 1964 & «Κάλιο πέντε και στο χέρι» / 1965), ως ηθοποιός («Μαρία η Πενταγιώτισσα» / 1957, «Κάθε λιμάνι και καημός» / 1964, «Τρούμπα» / 1967, «Ο Αστραπόγιαννος» / 1970 κ.ά.) και παρουσίασε κι εκπομπές στην τηλεόραση («Βαριετέ της Αθήνας» / ΤΕΔ, 1969 – «Νέα ταλέντα» / ΥΕΝΕΔ, 1969 & «Ο ένας στους δυο κερδίζει» / ΥΕΝΕΔ, 1970).
Ο Γιώργος Οικονομίδης έγραψε, το 1940, τους στίχους, στο πασίγνωστο τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι», που το ξέρουμε όλοι και το ακούμε, κάθε χρόνο, στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, έγραψε, το 1958 τον «Ύμνο του Παναθηναϊκού»(σε μουσική Γιώργου Μουζάκη), αλλά και τον «Ύμνο της 21ης Απριλίου 1967»(σε μουσική Γιώργου Κατσαρού), που τον ηχογράφησαν, σε πρώτη εκτέλεση, η Βίκυ Μοσχολιού μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση(που την ίδια δεκαετία είχε τραγουδήσει κι όλο το θεοδωρακικό ρεπερτόριο)! Αυτό το τελευταίο, μάλλον, σήμανε και το τέλος της καριέρας του Οικονομίδη, μετά το 1974 και την πτώση της Χούντας. Είναι, η περίπτωση αυτή, ένα κλασικό ιστορικό παράδειγμα, της αντιφατικότητας και των λαθών του ανθρώπου και του καλλιτέχνη, αλλά και της επιλεκτικότητας της «Ιστορίας» (είναι άλλη μεγάλη κουβέντα, το πώς και γιατί γίνεται αυτό), όπου άλλους τους στιγματίζει οριστικά και τους θάβει, ενώ για άλλους, ξεχνάει, τους συγχωρεί(καλά κάνει, μα όχι αποκρύβοντας εντέχνως τις σκοτεινές καλλιτεχνικές στιγμές τους), ακόμα και τους μυθοποιεί.
Τέλος πάντων, το θέμα μας δεν είναι αυτό, αλλά η πρωτοπορία του Γιώργου Οικονομίδη στην εξεύρεση ταλέντων μέσω μουσικών διαγωνισμών στην Ελλάδα, από το ραδιόφωνο («Χαρούμενα ταλέντα»/ ΕΙΡ) κι, αργότερα, από την τηλεόραση. Ήταν – χωρίς να παραγράφουμε τα μελανά του σημεία επί επταετίας – μια πραγματικά χαρισματική και πολυτάλαντη καλλιτεχνική περσόνα, καθώς κι ένας πανέξυπνος κι εύστροφος άνθρωπος. Αυτή την πλευρά του, δείχνει, περισσότερο, η συνέντευξή του – που αναδημοσιεύουμε παρακάτω – την οποία του πήρε ο Ηλίας Ι. Μπακόπουλος το 1960 (περιοδικό «ΦΑΝΤΑΣΙΑ», τεύχος 32, 30/3/1960, σελ. 23- 26).
Ο Γιώργος Οικονομίδης πέθανε, σε ηλικία 69 ετών, στις 22 Απριλίου 1985. Ας τον θυμόμαστε από την χαρακτηριστική του ατάκα «Φίλοι μου αγαπημένοι γεια σας και χαρά σας»!
Έγραψε στίχους σε εκατοντάδες τραγούδια(συνεργαζόμενος με τους Σουγιούλ, Μωράκη, Μουζάκη, Γούναρη, Πλέσσα, Καπνίση, Κατσαρό κ.ά.), συμμετείχε σε γνωστές ταινίες, ως σεναριογράφος («Έξω φτώχεια και καλή καρδιά» / 1964 & «Κάλιο πέντε και στο χέρι» / 1965), ως ηθοποιός («Μαρία η Πενταγιώτισσα» / 1957, «Κάθε λιμάνι και καημός» / 1964, «Τρούμπα» / 1967, «Ο Αστραπόγιαννος» / 1970 κ.ά.) και παρουσίασε κι εκπομπές στην τηλεόραση («Βαριετέ της Αθήνας» / ΤΕΔ, 1969 – «Νέα ταλέντα» / ΥΕΝΕΔ, 1969 & «Ο ένας στους δυο κερδίζει» / ΥΕΝΕΔ, 1970).
Ο Γιώργος Οικονομίδης έγραψε, το 1940, τους στίχους, στο πασίγνωστο τραγούδι «Κορόιδο Μουσολίνι», που το ξέρουμε όλοι και το ακούμε, κάθε χρόνο, στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, έγραψε, το 1958 τον «Ύμνο του Παναθηναϊκού»(σε μουσική Γιώργου Μουζάκη), αλλά και τον «Ύμνο της 21ης Απριλίου 1967»(σε μουσική Γιώργου Κατσαρού), που τον ηχογράφησαν, σε πρώτη εκτέλεση, η Βίκυ Μοσχολιού μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση(που την ίδια δεκαετία είχε τραγουδήσει κι όλο το θεοδωρακικό ρεπερτόριο)! Αυτό το τελευταίο, μάλλον, σήμανε και το τέλος της καριέρας του Οικονομίδη, μετά το 1974 και την πτώση της Χούντας. Είναι, η περίπτωση αυτή, ένα κλασικό ιστορικό παράδειγμα, της αντιφατικότητας και των λαθών του ανθρώπου και του καλλιτέχνη, αλλά και της επιλεκτικότητας της «Ιστορίας» (είναι άλλη μεγάλη κουβέντα, το πώς και γιατί γίνεται αυτό), όπου άλλους τους στιγματίζει οριστικά και τους θάβει, ενώ για άλλους, ξεχνάει, τους συγχωρεί(καλά κάνει, μα όχι αποκρύβοντας εντέχνως τις σκοτεινές καλλιτεχνικές στιγμές τους), ακόμα και τους μυθοποιεί.
Τέλος πάντων, το θέμα μας δεν είναι αυτό, αλλά η πρωτοπορία του Γιώργου Οικονομίδη στην εξεύρεση ταλέντων μέσω μουσικών διαγωνισμών στην Ελλάδα, από το ραδιόφωνο («Χαρούμενα ταλέντα»/ ΕΙΡ) κι, αργότερα, από την τηλεόραση. Ήταν – χωρίς να παραγράφουμε τα μελανά του σημεία επί επταετίας – μια πραγματικά χαρισματική και πολυτάλαντη καλλιτεχνική περσόνα, καθώς κι ένας πανέξυπνος κι εύστροφος άνθρωπος. Αυτή την πλευρά του, δείχνει, περισσότερο, η συνέντευξή του – που αναδημοσιεύουμε παρακάτω – την οποία του πήρε ο Ηλίας Ι. Μπακόπουλος το 1960 (περιοδικό «ΦΑΝΤΑΣΙΑ», τεύχος 32, 30/3/1960, σελ. 23- 26).
Ο Γιώργος Οικονομίδης πέθανε, σε ηλικία 69 ετών, στις 22 Απριλίου 1985. Ας τον θυμόμαστε από την χαρακτηριστική του ατάκα «Φίλοι μου αγαπημένοι γεια σας και χαρά σας»!
Γιώργος Οικονομίδης Χιούμορ, κέφι και καρδιά. Συναντάς τον Γιώργο Οικονομίδη για ρεπορτάζ και, χωρίς να το καταλάβεις, η δουλειά μεταβάλλεται σε απόλαυση. Του κάνεις την πρώτη ερώτηση, του δίνεις - όπως λέμε - την πρώτη «πάσα» κι' αυτός την αρπάζει κι αρχίζει να σε παίζει ... μονότερμα. Ένα μονότερμα γεμάτο σπίθες, - κάτι πού θυμίζει μαχαίρι τη στιγμή πού ακονίζεται πάνω στον τροχό του ακονιστή. Πότε έκανες την πρώτη σου «τουρνέ», Γιώργο; Γιώργος Οικονομίδης: Να σου πω, φίλε μου. Τις τουρνέ μου τις άρχισα από ... μαθητής τού Γυμνασίου! Πώς αυτό; Γ.Ο.: Σαν μαθητής ήμουνα πολύ καλός, αλλά και πολύ ... ζωηρός. Άτακτος πού λένε. Λοιπόν, κάθε φορά πού έπαιρνα το ενδεικτικό μου, ο εκάστοτε γυμνασιάρχης με συνέχαιρε σαν μαθητή, αλλά μου εξέφραζε την επιθυμία, να ... μη με ξαναδεί στο σχολείο του. Έτσι άλλαζα Γυμνάσιο. Τον άλλο χρόνο τα ίδια. Τον παραπάνω τα ίδια. Κι έτσι, από μαθητής ακόμα, πραγματοποίησα την πρώτη μου «τουρνέ», που κάλυψε όλα, σχεδόν, τα Γυμνάσια Αθηνών. Κάποτε, οργάνωσα, μεταξύ των συμμαθητών μου, μια χορωδία ... Έ, αυτό δεν ήταν κακό. Γ.Ο.: Όχι, βέβαια ... Με τη διαφορά, πως τη χορωδία αυτή τη χρησιμοποίησα για να κάνουμε καντάδες στον ... καθηγητή των Φυσικομαθηματικών. Όταν το έμαθε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, ο Σοφοκλής Οικονομίδης, έγινε έξω φρενών. Με άρπαξε απ' το γιακά και επακολούθησε ... Σοφοκλέους τραγωδία! Να, λοιπόν, που από το «ρεπερτόριο» αυτής της πρώτης σου τουρνέ δεν έλειψαν και οι τραγωδίες! Πες μου, τώρα, κάτι άλλο: το πρώτο σου ξεπέταγμα στην, μέχρι σήμερα, λαμπρή σου καριέρα ποιο ήταν;Γ.Ο.: Το «Κορόιδο Μουσολίνι». Οι πασίγνωστοι στίχοι, πού όπως ξέρεις τραγουδήθηκαν από όλη την Ελλάδα, στον πόλεμο του 40 – 41. Κι έπειτα; Γ.Ο.: Να σου πω. Αρχικός προορισμός μου ήταν να γίνω δικηγόρος. Κι όλα, μέχρι τινός, πήγαν ομαλά. Γεννήθηκα το Νοέμβριο του 1916. Τελείωσα το Γυμνάσιο. Μ' έγραψαν τότε στο Πανεπιστήμιο, για Νομικά, αλλά κι εγώ, παράλληλα, έγραψα κάτι ... νούμερα, για βαριετέ. Τα έδινα στο Ζερβό κι έπαιρνα πενήντα δραχμές το ένα. Ξαφνικά, μου ήρθε ή ιδέα να βγω «κομφερανσιέ». Πιάνω το Ζερβό και του το λέω ... Κι αυτός σ' ενεθάρρυνε... Γ.Ο.: Πάρα πολύ! «Κάτσε στα αυγά σου, μου είπε, γιατί σαν κομφερανσιέ θα είσαι ... κρύος! Σου φτάνει το πενηντάρι πού παίρνεις απ' τα νούμερα! 'Εγώ, φυσικά, δεν συμμερίστηκα ούτε τις περί κρυάδας απόψεις του, ούτε την περί επάρκειας του πενηνταριού θεωρία του. Κι άρχισα την καριέρα μου σα θιασάρχης, θίασος Μεσολογγίτη — Οικονομίδη, στο θέατρο «Αλάμπρα». Κι έτσι συνέχισα μέχρι σήμερα. Πολυσύνθετος και πολύπλευρος ο Γιώργος Οικονομίδης, πέρα από την πρώτη θέση που κατέχει στον τόπο της σαν χιουμορίστας κομφερανσιέ, είναι κι της ποιητής, γεμάτος αίσθημα κι ευαισθησία. Η μητέρα του, πού είναι η μεγαλύτερη αγάπη της Ζωής του, του έχει εμπνεύσει ένα τετράστιχο. Αξίζει να το προσέξετε: ΜΗΤΕΡΑ Άπειροι είναι οι στίχοι του, πού έχουν γίνει τραγούδια πλατιάς επιτυχίας. Στο τελευταίο φεστιβάλ του Ε.Ι.Ρ., απ’ τα 600 τραγούδια πού είχαν υποβληθεί, προκρίθηκαν μόνον 15. Κι απ’ αυτά, τα 4 ήταν στίχοι δικοί του.Ετούτο το ανοιξιάτικο πρωί μια ευγνωμοσύνη αισθάνομαι μεγάλη κι ευχαριστώ Εσένα και τη Ζωή γιατί η μια μου χάρισε την άλλη. Μπορείς, Γιώργο, να μου πεις τους τίτλους μερικών απ’ τα τραγούδια σου, που αγαπάς περισσότερο; Γ.Ο.: Θα σου αναφέρω, έτσι πρόχειρα, το «Πουλιά και λούλουδα» με μουσική του Γούναρη, την «Κιθαρίτσα» με μουσική Σπάθη, το «Θα’ θελα λίγο πριν πεθάνω» με μουσική Σουγιούλ, τη «Συννεφιά» με μουσική Πλέσσα, το ... Για στάσου, τον διακόπτω. Γιατί σε κάθε τραγούδι σου αναφέρεις και τ’ όνομα τού μουσικού; Γ.Ο.: Διότι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, σε κανένα τραγούδι δε λένε τ' όνομα του ... στιχουργού! Ώστε πρόκειται για ... μάθημα «τακτ»; Γ.Ο.: Όπως θέλεις παρ’ το. Το γεγονός είναι, ότι δεν πρέπει ν' αγνοείται ο στιχουργός. Σε κάθε τραγούδι οι στίχοι κι η μουσική είναι παντρεμένοι, και, μάλιστα, από έρωτα. Μόνον στο «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου», του Χατζιδάκι, ο στίχος είναι προικοθήρας. Ζει, δηλαδή, απ' τα λεφτά της νύφης, - της μουσικής.Αυτή τη φορά το χιούμορ τού Γιώργου δείχνει πώς κρύβει κάποια σκέψη του βαθύτερη. Του το λέω. Γ.Ο.: Δεν έχεις άδικο!», παραδέχεται. «Έχω τη γνώμη, πως ένας συνθέτης της αξίας του Χατζιδάκι δε θα έπρεπε να «ντύνει» με τις μελωδίες του στίχους - αινίγματα. Σου αρέσουν τα ρεμπέτικα τραγούδια; Γ.Ο.: Όχι, τα πολύ «βαριά». Όχι, δηλαδή, εκείνα πού δημιουργούν προϋποθέσεις για σήκωμα τραπεζιού με τα δόντια, δεκάρικο στο μαέστρο και βόλτες στην πίστα... Και η ετοιμολογία; Ας κάνουμε μια παρένθεση. Η ετοιμολογία του Οικονομίδη, η ευχέρεια που έχει να πετάξει απάνω στη στιγμή, μιαν απροσδόκητη απάντηση, με χιουμοριστική «ατάκα» είναι, νομίζω, το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του. Πριν λίγο καιρό είχε μια συνάντηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό. Ο κ. Καραμανλής έχει τη συνήθεια, όταν συναντάει φίλους, να τους δίνει, σ' ένδειξη εγκαρδιότητας, ένα χτύπημα με την παλάμη, αρκετά ... «ψωμωμένο», ή στο στήθος ή στην πλάτη. Φυσικά κι ο Οικονομίδης δεν το απέφυγε. - Τι γίνεσαι, ρε, του είπε ο κ. πρωθυπουργός, κοπανώντας τον μια, κατάστηθα ... - Μέχρι προ ολίγου ήμουν καλά, κύριε πρόεδρε, απαντά ο Γιώργος, κρατώντας με τα δυο χέρια του το στήθος του. Κάποιο βράδυ, πάλι, σ' ένα κέντρο πού εργαζόταν ο Οικονομίδης είχε πάει ο Ρώσος πρεσβευτής κ. Σεργκέϊεφ. Καθόταν κάπου δεξιά ο πρεσβευτής και, κατά σύμπτωση, το ίδιο βράδυ είχε πάει κι ο υπουργός της Ασφαλείας, πού καθόταν κάπου αριστερά. Σε μια στιγμή ο κ. Σεργκέϊεφ καλεί τον Οικονομίδη στο τραπέζι του, να του προσφέρει ένα ποτό. Ευχαριστώ, κύριε πρεσβευτά, απαντά ο Γιώργος, αλλά τα ποτά σας είναι πολύ βαριά! - Και που τα ζυγίζετε; απορεί ο κ. Σεργκέϊεφ. - Στη ζυγαριά πού βρίσκεται απέναντί σας!, λέει ο Οικονομίδης και δείχνει την πλευρά πού κάθεται ο εκπρόσωπος της Δημοσίας Ασφαλείας. Κι άλλο ένα: επρόκειτο για τον παλαιό γνωστότατο ποδοσφαιριστή Σκλαβούνο, πού είχε ντεμπουτάρει και σαν τραγουδιστής. - Τι λες, Γιώργη, τον ρώτησε. Θα έχω επιτυχία; - Σίγουρα. Φτάνει να μην τα μπερδέψουν οι ακροαταί με την ποδοσφαιρική σου ιδιότητα και μόλις αρχίσεις να τραγουδάς, σου φωνάξουν ... «σουτ»! Έτσι, καθώς μιλάμε, τον βλέπω να ρίχνει μια ματιά απ’ το γραφείο μου και να πετιέται ορθός. - Στάσου!, μου λέει. Παρκάρισα παρανόμως το αυτοκίνητό μου κι ένας αστυφύλακας μου γράφει κλήση. Κοιτάζω κι εγώ και βλέπω μια κίτρινη «Μερσεντές». - Μα καλά, του λέω, η «Μερσεντές» η δική σου δεν είναι κόκκινη; - Την άλλαξα!, μου εξηγεί και φεύγει τρεχάτος. Σε λίγο γυρίζει ευχαριστημένος. - Τι έγινε; τον ρωτάω. - Μ΄ έσωσε η ερώτηση που μου έκανες! - Πώς αυτό; - Μου την επανέλαβε κι ο αστυφύλακας. «Η δική σας Μερσεντές, κύριε Οικονομίδη, δεν ήταν κόκκινη;» με ρώτησε. «Κόκκινη ήταν, τού είπα, αλλά μόλις σάς είδε ... κιτρίνισε!». Γέλασε ο αστυφύλακας, του υποσχέθηκα πώς θα την πάρω από ‘κει αμέσως κι αντί να μου δώσει κλήση, του έδωσα μια πρόσκληση για το θέατρο! Εκείνο πού χαρακτηρίζει περισσότερο το «φαινόμενο Οικονομίδη» δεν είναι τόσο η μεγάλη, η πλατιά απήχηση πού έχει στο κοινόν, όσο η διάρκεια αυτής της απηχήσεως. Είκοσι ολόκληρα χρόνια, κι ο κόσμος είναι πάντα κοντά του, τον αγαπάει, τον περιβάλλει με την προτίμησή του. Το πράγμα δεν είναι τυχαίο. Ενσυνείδητος στις υποχρεώσεις του, έχει, και τώρα ακόμη, σε κάθε καινούργια του δουλειά, το τρακ του αρχάριου. Ξέρει να σέβεται το κοινόν και τον εαυτό του. Ποτέ δεν προκάλεσε το γέλιο, σατιρίζοντας την «πλατεία» του Θεάτρου. Το γέλιο έρχεται πάντα απ' τη σκηνή και με ότι υπάρχει στη σκηνή. Και κάτι ακόμα, πού ο ίδιος δεν το λέει, αλλά οι φίλοι τον το ξέρουν. Το ξέρω κι εγώ. Φυσικά, θα το μάθετε, τώρα και εσείς. Έχει, λοιπόν, στο σπίτι του και τις φυλάει σαν κειμήλιο, 1723 ευχαριστήριες επιστολές. Καθεμιά απ' αυτές αντιπροσωπεύει και μια καλλιτεχνική εκδήλωση πού έγινε από το Γιώργο Οικονομίδη αφιλοκερδώς, για να ενισχυθούν συνάδελφοι σε μια δύσκολη καμπή της ζωής τους. Νομίζω, πως αυτός ο τελευταίος Οικονομίδης, είναι ο πιο συγκινητικός και ο πιο αξιοθαύμαστος, από όλους όσους ανέφερα πιο πάνω ... Και ο κινηματογράφος; Ο Γιώργος ανάβει τσιγάρο. Γ.Ο.: Δεν είχα ποτέ τη φιλοδοξία να γίνω «σταρ του σινεμά!, μου λέει. 'Ωστόσο έχω παίξει σε δυο ταινίες, στο «Χαρούμενο ξεκίνημα» και, τελευταία στο «Καλημέρα Αθήνα». Από πλευράς οικονομικής η αμοιβή, μου ήταν σημαντική. Στην πρώτη πήρα 20% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων. Στη δεύτερη 10%. Ωστόσο, θα έπαιζα με πολύ λιγότερα, αν έβρισκα στο μέλλον μια ταινία ποιότητος. Ώστε το ουσιαστικό ξεκίνημά σου, Γιώργο ήταν γύρω στα 1940. Γ.Ο.: Ακριβώς. Μα νομίζω την ίδια εποχή ξεκίνησες και συ. Τον κοιτάζω σαστισμένος. Ναι, βέβαια... Γ.Ο.: Και πότε, για πρώτη φορά, έγινες αρχισυντάκτης σε περιοδικό; Το 1943. Στο περιοδικό «Μπουκέτο». Γ.Ο.: Και... δε μου λες, Ηλία, με το θέατρο σαν συγγραφέας, πότε πρωτοπαρουσιάστηκες; «Αργότερα. Το 1955. Γ.Ο.: Με ποιο έργο; «Τα «Παλληκαράκια της παντρειάς». Γ.Ο.: Έχεις γράψει, καθώς ξέρω, και σενάριο. Ποιο ήταν το πρώτο; «Το πρώτο ήταν ...». Αλλά, ξαφνικά, εξεγείρομαι ! Για στάσου, ρε Γιώργο! 'Εγώ παίρνω τη συνέντευξη ή ... εσύ; Λίγο ακόμα και θα καταλήξει να βάλουμε τη δική σου υπογραφή κάτω απ’ το κομμάτι! Μπααα … Ο Οικονομίδης ξεσπάει σε γέλια. Γ.Ο.: Έχεις δίκιο, μου λέει και σηκώνεται. Η συνήθεια του επαγγέλματος να μιλάω όλο εγώ, με παρέσυρε! Ηλίας Ι. Μπακόπουλος Γπηγή |