Χρόνια πίσω καύσωνας και από το πρωϊ οι ουρές στην αφετηρία για Λούτσα
μεγάλες.
Δεν ήταν μόνο οι επιβάτες αλλά και τα παγκάζια....βλέπεις εκεί θα έτρωγες...
θα έκανες την ανάγκη σου.....
θα την έπεφτες για μεσημέρι και θα γύριζες με το σούρουπο.
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες από κοντά....
Το υπερπόντιο μαρτυρικό ταξίδι τελείωνε και άρχιζε η απόβαση των μυρίων
στην παραλία....
" Τρέχα Γιαννάκη πιάσε εκείνο το δέντρο ...."
Ποιό δέντρο ένας θάμνος σε ανάπτυξη αλλά έπρεπε να χωθεί ο παππούς.
Πετάγανε τα σεντόνια για να σηματοδοτήσουν τον χώρο τους ενώ τα πιτσιρίκια
είχαν προλάβει να μπούν στην θάλασσα.
Ποιό μαγιό....με το βρακί ....
"Προσέχετε βρέεε θα πιείτε νερό και θα πνιγείτε και θα σας κάνω μαύρους στο ξύλο..."
Φώναζε η μάνα αλλά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί θα μας έδερνε ...πνιγμένους ανθρώπους.
Μέχρι το μεσημέρι η θάλασσα είχε γίνει χαβούζα...είχε αλλάξει χρώμα.
"Προσέχετε το καρπούζι..." φώναζε ο διπλανός που το είχε βάλει να το χτυπάει
το κύμα για να ....παγώσει με το δροσερό κατουρόνερο.
" Ο ψωμάααας..." περνούσε ανάμεσα από τους κατασκηνωτές της άμμου
και ξεπουλούσε σε λίγη ώρα.
Μια κουμούτσα μεγάλη με φέτα τυρί και ντομάτα για δεκατιανό και το υπόλοιπο
το μεσημέρι πάνω στο σεντόνι με τους κιοφτέδες τις ελιές πασπαλισμένα με μπόλικη άμμο που όμως δεν την έπαιρνες χαμπάρι καθ΄ότι τις μπουκιές-γατοκέφαλα τις κατάπινες...για να στηλωθείς.
"Ο παππούς κοιμήθηκε και τον βαράει ο ήλιος...ξυπνήστε τον και βάλτε τον παραπέρα..."
Το βράδυ στην αυλή οι γυναίκες συζητούσαν για το πώς περάσανε ενώ ταυτόχρονα βάζανε γιαούρτι στις πλάτες των παιδιών που είχαν καεί από τον ήλιο.
Αξέχαστα χρόνια....
πίσω στα παλιά